Το Δάσος του Ράντη βρίσκεται στην κεντρική ορεινή Ικαρία, στην οροσειρά του Αθέρα. Ανατολικά οριοθετείται από το Χριστοβούνι και συνορεύει µε τα δυτικά όρια της περιοχής του Αθέρα (περιοχή που έχει ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000), ενώ δυτικά από το Μεγάλοφο και το Κλιµάτιο. Η νότια πλευρά του οριοθετείται από τους γκρεµούς του ορεινού όγκου. Απέχει γύρω στα 10 χλμ. από τον Εύδηλο (στο Δήμο του οποίου ανήκει διοικητικά) και 25-30 χλμ. από τον Αγ. Κύρηκο (πρωτεύουσα του νησιού).
Βορειοδυτικά του δάσους και σε ακτίνα περίπου 5 χλμ. απέχει το χωριό του Φραντάτου, ενώ ανατολικά του δάσους και σε κοντινή απόσταση βρίσκονται οι οικισμοί Δάφνη, Κοσοίκια, Πετροπούλι και Στελί.Καλύπτει συνολική έκτασή 1.600 εκτάρια (16 χλμ.2) -περίπου το 3% από την συνολική έκταση της Ικαρίας- και εκτείνεται σε υψόµετρο 200-800 μ., µε κύριο πυρήνα τον Άριο ή Αριά (Quercus ilex) που καλύπτει έκταση 8.000 στρεµµάτων.
Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα δάση της Μεσογείου. Αποτελείται κυρίως από δρυς αρίες (“Άργιους” τις ονομάζουν στην Ικαρία), επομένως δικαιολογημένα θα ονομάζαμε “δρυμό”. Ο λόγος που διασώθηκε από την υλοτόμηση και την ανθρακοποιία (παλαιό παραδοσιακό επάγγελμα των Ικαριωτών) ήταν η μεγάλη απόστασή του από τις ακτές. Ήταν μεγάλος κόπος να κατεβάσουν ξύλα και κάρβουνα μέχρι τη θάλασσα για να τα εξάγουν κι έτσι το άφησαν τελευταίο. Κάποτε όμως θα καταστρεφόταν κι αυτό, αν κάποια στιγμή στα τέλη του 19ου αιώνα οι δημογέροντες δεν αποφάσιζαν να το διατηρήσουν, ανακηρύσσοντάς το “δημόσια περιουσία” και απαγορεύοντας την υλοτόμηση.
Εκείνα τα χρόνια το δάσος κάλυπτε τεράστια έκταση και αποτελούσε πράγματι ένα σοβαρό “δημόσιο κεφάλαιο” που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί “από κοινού” προς όφελος του πληθυσμού σε περίπτωση κρίσης. Σήμερα το δάσος καλύπτει περίπου 16000 στρέμματα εδάφους, διατηρώντας ακέραια την αρχική του πυκνότητα στις πιο δύσβατες περιοχές στα υψώματα πάνω από τα χωριά Πετροπούλι και Φραντάτο μέχρι την κορυφογραμμή του Αθέρα. Πολλοί από τους χοντρούς πανύψηλους Άργιους έχουν μετρηθεί ότι είναι 500 χρονών ωστόσο δυστυχώς δεν ανανεώνονται. Μεγαλόπρεπα τα κουφάρια των γέρικων δέντρων κείτονται στο έδαφος, δεν χρησιμεύουν όμως για να στηρίζουν τρυφερά νεαρά δεντράκια. Δυστυχώς το δάσος μαστίζεται από την αποίμενη βόσκηση. Τα νεότερα δέντρα που βλέπει κανείς εκεί είναι 20-30 ετών. Δηλαδή είναι τα λίγα εκείνα που πρόλαβαν να μεγαλώσουν πριν την εποχή των επιδοτήσεων. Έτσι το δάσος μοιάζει με “γηροκομείο δέντρων”. Όπου πέφτει ένας γερο-γίγαντας Άργιος δεν υπάρχει περίπτωση να αντικατασταθεί από νέο δέντρο. Το έδαφος θα μείνει κενό και το χώμα θα το πάρει η βροχή. Επί χρόνια γίνονται ενέργειες για να σταματήσει η βόσκηση στο δάσος (προτάθηκε μάλιστα να περιφραχτεί) όμως μέχρι σήμερα χωρίς αποτέλεσμα. http://www.blogger.com
Το αποτέλεσμα είναι να οδηγείται ολοένα και πιο κοντά προς την καταστροφή.
Βόσκηση
Η βόσκηση πλέον έχει ενταθεί: υπολογίζεται ότι πάνω από 1000 κατσίκια μπαινο-βγαίνουν από το δάσος ημερησίως, αφού παρανόμως επιτρέπεται σε αυτό η ελεύθερη βόσκηση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται φαινόμενα υπερβόσκησης. Η υπερβόσκηση του Δάσους, αποτρέπει κάθε αναγέννηση της χλωρίδας, ενώ παράλληλα τα κλαδιά που σπάνε κάνουν τα δέντρα πιο ευάλωτα σε προσβολή από φυτοπαθογόνα. Τα φύλλα της Αριάς αποτελούν, με τη σειρά τους, τροφή για τα κατσίκια. Αφού φάνε όλο το υπόστρωμα και τα χαμηλότερα επίπεδα βλάστησης, αρχίζουν να σκαρφαλώνουν τα δέντρα και να σπάνε κλαδιά έως ότου φτάσουν τα φύλλα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο ύψος. Τα χαμηλότερα δέντρα δε, δεν έχουν καμιά τύχη επιβίωσης. Με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των κοπαδιών χάνουν το φύλλωμα τους και πεθαίνουν. Λόγω του φαινομένου αυτού, στο μεγαλύτερο μέρος του Δάσους απουσιάζουν τα νεαρά δέντρα, ακόμη και σε μέρη όπου οι συνθήκες ανάπτυξης τους είναι ευνοϊκές. Το αποτέλεσμα είναι να αποκόβεται η αλυσίδα της φυσικής αναγέννησης ή διαδοχής των ειδών, που είναι βασική προϋπόθεση για την επιβίωση και διαιώνιση κάθε φυσικού δασικού οικοσυστήματος.
Η έντονη βόσκηση επιδρά ακόμη πιο αρνητικά σε δέντρα, όπως είναι οι Γλυστροκουµαριές, τις οποίες καταστρέφει ολοσχερώς. Ο φλοιός του κορμού του είδους αυτού, αποτελεί τροφή για τα κατσίκια, καθώς είναι λείος, τρυφερός και τα ξεδιψά, καθότι είναι πολύ δροσερός. Απουσία φλοιού, ο κορμός της Γλυστροκουµαριάς είναι εκτεθειμένος σε ασθένειες και εχθρούς, ενώ τα μοιραία αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν. Σήμερα, τα δέντρα αυτά του Δάσους, είναι με φαγωμένο φλοιό, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο. Το σίγουρο είναι ότι αν συνεχιστεί η κατάσταση αυτή οι Γλυστροκουµαριές θα είναι από τα πρώτα είδη που θα εξαφανιστούν. Πέραν από τα κατσίκια, τα γουρούνια που επίσης έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο δάσος, σκάβουν το στρώμα του εδάφους για την ανεύρεση των βελανιδιών (με τα οποία τρέφονται) έχοντας σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του ριζικού συστήματος. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με παράγοντες, όπως είναι η ξηρότητα του κλίματος ή ο τύπος του εδάφους, προκαλούν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις σε αυτό το σημαντικό οικοσύστημα, με αποτέλεσμα το Δάσος να οδηγείται σταδιακά προς την ερημοποίηση.
Πυρκαϊά
Ο κίνδυνος της πυρκαϊάς είναι ένας παράγοντας που απειλεί όλα τα Μεσογειακά οικοσυστήματα. Δεδομένου ότι στο Δάσος του Ράντη δεν υπάρχει καμιά πρόληψη, ανίχνευση τυχόν φωτιάς, καθώς και κανένα πλάνο πυρόσβεσης, το οικοσύστημα κινδυνεύει καθημερινά (ιδίως τους θερμούς μήνες) απειλόντας την οριστική εξαφάνιση του Αριοδάσους και την βιοποικιλότητα που αυτό στηρίζει. Σε συνδυασμό με την υπερβόσκηση, είναι βέβαιο ότι κάθε σκέψη περί αναγέννησης του δάσους φαντάζει ουτοπική.
Ασθένειες και μικροπανίδα
Η Αριά, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι δύσκολο να προσβληθεί από έντομα, συμβιωτικούς μύκητες και βακτήρια, διότι ο κορμός του δέντρου είναι πολύ ανθεκτικός. Ωστόσο, όταν ο κορμός και το φύλλωμα έχουν υποστεί ζημιά από παράγοντες, όπως η υπερβόσκηση, το δέντρο γίνεται ευάλωτο σε έντομα και σχετικές ασθένειες. Οι πιο σημαντικές ζημιές προκαλούνται από τα έντομα που προσβάλουν την ρίζα και τον κορμό των δέντρων, ιδίως αυτών που είναι ασθενή και αδύναμα. Ξυλοφάγοι οργανισμοί τρέφονται από τα ετοιμοθάνατα δέντρα και τους πεσμένους κορμούς.
Στην περίπτωση αυτή, ωφελούν την ενεργειακή ροή του οικοσυστήματος και την ισορροπία αυτού, καθώς παίζουν τον πολύ σημαντικό ρόλο του αποδομητή. Όταν όμως ο πληθυσμός αυτός μειωθεί αρκετά, υπόλοιποι ανταγωνιστικοί πληθυσμοί ευνοούνται και αυξάνονται ραγδαία. Λόγω έλλειψης ανταγωνισμού ή φυσικού θηρευτή, απουσιάζουν παράγοντες περιορισμού του πληθυσμού τους, με αποτέλεσμα να επιτίθενται ακόμη και στα υγιή δέντρα, προκαλώντας πολλές φορές θανατηφόρες ζημιές. [Πηγή]
helectra
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου