Σελίδες

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΗΠΟ!


https://www.youtube.com/channel/UCf7s5GMC_MV8WRVDrbjFlMQ                                                                                                                          Με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση ανακοινώνουμε το πρόγραμμα για το καραβάνι της περμακουλτούρας που θα περιδιαβεί την Ελλάδα για 30+ μέρες και μετα απο πρόσκληση του Αγροτικού Κοινωνικού Συνεταιρισμού Μπόλι θα επισκεφτεί για 2 ημερες, 8-9 Ιούλη και την Ικαρία διαδίδοντας τις αρχές της Περμακουλτούρας, της αυτάρκειας και της βιωσιμότητας δωρεάν σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. 
Θα πραγαμτοποιηθούν δυο ανοικτές εκδηλώσεις ( ομιλία, εργαστηριο) δωρεάν εννοείται για όλους 
Ο τόπος μας η Ικαρία  κατατάσσεται μεταξύ των πιο “ευαίσθητων οικότοπων” και αυτό αναγνωρίστηκε από τη Σύνοδο του Ρίο το 1992 όπου καταρτίστηκε η Agenda 21 (πλάνο δράσης για τη ‘βιώσιμη ανάπτυξη’ στον 21-ο αιώνα).Στην Ικαρία σήμερα, καυχιόμαστε ότι μπορέσαμε να κατακτήσουμε τη φύση. Εκεί που άλλοτε διαθέταμε τα χέρια μας, έναν γκασμά και ένα φτυάρι, τώρα διαθέτουμε γιγαντιαία μηχανήματα, σκαπτικά, μπετονιέρες και στρατιές τεχνοκρατών με τους οποίους το σύστημα μας υπόσχεται μέσα από τη μαγική λέξη ΑΝΑΠΤΥΞΗ, τον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.
Σίγουρα δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, που ήταν κοπιαστικό, αλλά από την άλλη, δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε και το παρόν, διότι η τεχνολογία είναι επικίνδυνη στα χέρια ανθρώπων, που παριστάνουν τους θεούς. Διότι η ανάπτυξη, αν δεν γίνεται σε μια βάση ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων, και της βιοποικιλότητας των τοπίων, δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Ένα τέτοιο αντιορθολογικό παράδειγμα είναι το είδος της συγκοινωνίας που έχουμε στο νησί. Χωρίς δημόσια συγκοινωνία, και χωρίς μέριμνα για το που και πως ανοίγουμε δρόμους.
Ακόμα μεγαλύτερο αντιορθολογικό παράδειγμα είναι η κτηνοτροφική πρακτική που διατηρούμε πάνω στα βουνά της Ικαρίας, που τα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη ερημοποίηση, με αποτέλεσμα, (εκτός των άλλων αρνητικών παραγόντων που θα δούμε παρακάτω), τα νερά στο νησί να μειώνονται σταδιακά από δεκαετία σε δεκαετία.
Στο παρόν κείμενο θα παραθέσω κάποια στοιχεία, χωρίς να είμαι ειδικός επί των θεμάτων αυτών, που δείχνουν ότι: αν η
πολιτική για το νερό στην Ικαρία συνεχίσει να μιμείται την υπόλοιπη Ελλάδα, στηριζόμενη μόνο σε γεωτρήσεις και τσιμεντο – φράγματα και όχι σε σοβαρές και εκτεταμένες αναδασώσεις, το νησί θα μπει σε βαθιά κρίση από την έλλειψη ενός αγαθού που είναι το κυριότερο για την ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Η επιστημονική γνώση της δασοπονίας μας λέγει ομόφωνα και καθαρά πως αν θέλουμε το νερό των βροχών να συγκρατείται στο νησί, να εμπλουτίζει τα υπόγεια ύδατα και να μην καταλήγει ο κύριος όγκος του στη θάλασσα, είναι απαραίτητο να αντιστραφεί η αποδάσωση των βουνών που τώρα συνεχίζεται ασταμάτητα από την αποίμενη κτηνοτροφία.
Να φανταστείτε ότι μόνο δέκα στρέμματα δάσους, μπορεί να συγκρατήσει μέχρι δύο εκατομμύρια λίτρα νερό! (δές Δασική Εδαφολογία, Βύρων Τάντος, Αθανάσιος Παπαϊωάννου, εκδόσεις Παπασωτηρίου Αθήνα 2006).
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ
Είναι γενικά παραδεκτό από όλους τους έλληνες και ξένους μελετητές, πως το δάσος σε σχέση με άλλα χερσαία οικοσυστήματα, είναι αυτό που μπορεί να συγκρατήσει τις μεγαλύτερες ποσότητες νερού, και να τις διοχετεύσει σταδιακά τον υπόλοιπο χρόνο, ενώ παράλληλα το φιλτράρει και το βελτιώνει σημαντικά. Το φύλλωμα, ο χούμος, η παρεδαφιαία βλάστηση και οι κορμοί δένδρων και θάμνων παρεμποδίζουν και επιβραδύνουν την κίνηση του νερού, αναγκάζοντάς το ή δίνοντάς του το χρόνο να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και όχι να τρέξει προς τη θάλασσα παρασέρνοντας το επιφανειακό έδαφος. Εδώ είναι που υπερτερεί το δάσος απέναντι σε όλα τα άλλα χερσαία οικοσυστήματα γιατί το έδαφός του που είναι διασωληνωμένο από τις ρίζες και τις στοές των σκωλήκων, εντόμων και άλλων μικροοργανισμών, παρουσιάζει το μεγαλύτερο πορώδες και τη μεγαλύτερη ταχύτητα διήθησης.
Το δασικό έδαφος μέχρι του κορεσμού του με νερό μπορεί να συγκρατήσει τεράστιες ποσότητες νερού. Για παράδειγμα σε ένα εκτάριο δάσους, το έδαφος με βάθος 0,5m, με ένα πορώδες 57,5%, και υγρασία 28,3% (υδατοϊκανότητα) μπορεί να συγκρατήσει 1.460m3 νερού που ισοδυναμούν με 146mm βροχής. (για τα στοιχεία αυτά δες Σ.Φ.Ντάφης, Δασική Οικολογία, εκδόσεις Γιαχούδη Θεσσαλονίκη 1986).
Το δάσος δρα σαν μια τεράστια ρυθμιστική δεξαμενή αποταμιεύοντας νερό κατά τη διάρκεια των βροχών, μειώνοντας ταυτόχρονα τις πλημμυρικές αιχμές μέχρι 50 – 70% και αποδίδοντας νερό κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.
Η ιδιότητα αυτή έχει τεράστια σημασία τόσο για την υδατική οικονομία του ίδιου του δασικού οικοσυστήματος, όσο και για τα γειτονικά επηρεαζόμενα από το δάσος οικοσυστήματα.
Επιπλέον (Όπως γράφει ο Σ.Φ.Ντάφης), πέρα από τη ρυθμιστική του επίδραση στην απορροή του νερού, το δάσος με το έδαφός του, δρα και σαν φυσικό φίλτρο βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα του νερού που απορρέει από αυτό. Το νερό που περνάει και φιλτράρεται από το έδαφος του δάσους, είναι ποιοτικά ανώτερο από εκείνο που προέρχεται από ακάλυπτες ή γεωργικές εκτάσεις από κάθε άποψη: οργανοληπτική, φυσικοχημική, ραδιενεργό και βακτηριολογική.
Από οργανοληπτική άποψη, η βελτίωση του νερού που προέρχεται από το δάσος, συνίσταται στην καλύτερη διαύγεια, την καλύτερη γεύση, την εξαφάνιση οσμής (άοσμο), στην έλλειψη χρώματος. Από Χημική άποψη, το νερό που προέρχεται από δάσος έχει ευνοϊκότερη αντίδραση PH, μειωμένη συγκέντρωση αμμωνιακών και νιτρικών αλάτων και μια περιεκτικότητα μεγαλύτερη σε ωφέλιμα ιόντα ορυκτών ουσιών. (Nicolaenko, 1973, Molcianov, 1973, Spirodonov, 1966).
Ακόμα ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιβακτηριολογική επίδραση του δάσους. Από τον παρακάτω πίνακα του Spiriodonov, βλέπουμε ότι στο νερό που προέρχεται από δάσος, περιέχονται 100 φορές λιγότερα κολοβακτηρίδια συγκριτικά με το νερό που προέρχεται από ακάλυπτες περιοχές.
Βακτηριολογικά χαρακτηριστικά νερών πηγών από ακάλυπτη και από δασωμένη επιφάνεια (Spiriodonov 1966).
Θέση λήψης δείγματος Σπόρια κολοβα- Ελάχιστη ποσότητα
Κτηρίων ανά λί- νερού στην οποία ανα
τρο νερού βρίσκεται ένα κολο-
βακτηρίδιο
Νερό από υπαίθριο 920 1,1
Περιβάλλον
Νερό από δάσος Πεύκης 18 56
Νερό από δάσος Δρυός 9 111
Τα συμπεράσματα των ειδικών είναι ότι οι αποδασώσεις και ερημοποιήσεις των βουνών, όχι μόνο μειώνουν τα αποθέματα νερού στο έδαφος και στις υπόγειες στοές, αλλά υποβαθμίζεται και η ποιότητα των νερών.
Το δασικό έδαφος έχει δυνατότητα μικροβιολογικού, χημικού και φυσικού φιλτραρίσματος του νερού. Επειδή το έδαφος του έχει ιδιότητες που δεν έχουν οι αποψιλωμένες περιοχές: μεγάλο πορώδες, αυξημένη υδατοπερατότητα, ευνοϊκός αερισμός και αφθονία σε ορυκτά συστατικά που βρίσκονται σε κατάσταση κολοειδών.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ
ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΗΣ
Το δάσος δεν είναι μόνο θαυμάσιος φυσικός αποταμιευτής νερού, που το αποδίδει σταδιακά με μια συνεχή ροή όλο το χρόνο μέσω των πηγών. Τα δάσος παράγει και τεράστιες ποσότητες οξυγόνου, που είναι ιδιαίτερα αναγκαίο στις ημέρες μας, μια και η αύξηση του διοξειδίου ανεβάζει τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας.
Ένα δάσος μέσης παραγωγικότητας, παράγει γύρω στους 4 τόννους οξυγόνο το χρόνο ανα εκτάριο. Αν από αυτό αφαιρέσουμε την κατανάλωση οξυγόνου για τις ανάγκες του ίδιου του οικοσυστήματος, μένει μια καθαρή παραγωγή από 2,5 τόννους ανα εκτάριο ή 250 γρ. ανά m2. Αν υπολογίσει κανείς ότι ο άνθρωπος καταναλίσκει 250 kg οξυγόνου το χρόνο, με την αναπνοή του και από την άλλη ο έλληνας παράγει με τη χρήση μηχανών 12,4 τόννους αερίων θερμοκηπίου τον χρόνο, (δες έκθεση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος 2006), τότε, για την κάλυψη των αναγκών μας σε οξυγόνο ανα άτομο, απαιτούνται 5 εκτάρια δάσους. Να σκεφτεί κανείς, ότι μόνο ένα επιβατικό αεροπλάνο που έρχεται στην Ικαρία και επιστρέψει στην Αθήνα, χρειάζεται περίπου 2 τόννους οξυγόνο, που για να παραχθεί, χρειάζεται ένα χρόνο φωτοσυνθετικής διεργασίας από ένα δασικό εκτάριο.
Και να σημειωθεί ότι ενώ η παραγωγή του δάσους σε οξυγόνο είναι δεκαπλάσια από οποιοδήποτε άλλο χερσαίο οικοσύστημα, εμείς στην Ικαρία, ενώ η ετήσια αύξηση κατανάλωσής μας σε οξυγόνο είναι της τάξης του 2,7%, από την άλλη μειώνουμε την παραγωγή οξυγόνου καταστρέφοντας τη δασική βλάστηση.
Αλλά με τη μείωση των δασών, δεν είναι μόνο ότι πολλαπλασιάζεται το διοξείδιο του άνθρακα (co2) και ανεβαίνει η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, αλλά επιπλέον επιβαρύνεται η ατμόσφαιρα και από αερολύματα που παράγουν οι πάσης φύσεως μηχανές που χρησιμοποιούμε στις δραστηριότητές μας γενικά.
¨Όμως το δάσος δρα και εδώ ως φράγμα απέναντι στους ρυπαντές και σαν παράγοντας απορρύπανσης με δύο τρόπους: Με φυσικομηχανικά μέσα, συγκρατεί στερεά σωματίδια στην επιφάνεια των φύλλων, των κλαδιών και τον φλοιό των δέντρων, θάμνων και χόρτων του δάσους. Υπολογίζεται ότι ένα εκτάριο δάσους Πεύκης μπορεί να συγκρατήσει μέχρι 32 τόννους στερεά σωματίδια, και της Βελανιδιάς 64 τόννους!!! Δρώντας έτσι σαν ένα τεράστιο φίλτρο, απαλλάσσοντας την ατμόσφαιρα από αιωρούμενα στερεά σωματίδια.
Το δάσος επίσης, επιδρά βιοχημικά απορρυπαίνοντας την ατμόσφαιρα μέσω του μεταβολισμού των δέντρων και άλλων χλωροφυλλούχων φυτών.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ
Το οικοσύστημα που ονομάζουμε δάσος ή δασογενές, για να υπάρξει και να μας αποδίδει καθαρό νερό, οξυγόνο και να κάνει απορρύπανση της ατμόσφαιρας, είναι απαραίτητο να μην υποβαθμίζεται από ανθρωπογγενείς παρεμβάσεις που αφαιρούν από το οικοσύστημα περισσότερα από αυτά που μπορεί αυτό να αναπληρώσει. Με την υπερβόσκιση, υλοτόμηση, εκθάμνωση, χορτονομή, ή απόληψη φυλλάδας, απομακρύνονται οριστικά από το έδαφος σημαντικές ποσότητες ορυκτών ουσιών. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε υποβάθμιση του εδάφους και στην πτώση της δασικής παραγωγής. Ειδικά σε βουνά με μεγάλη κλίση όπως τα Ικαριακά, αυτό έχει σαν συνέπεια την απόπλυση του εδάφους από τα εναπομείναντα θρεπτικά στοιχεία του, την σταδιακή διάβρωση, σκελετοποίηση και τελικά ερημοποίηση. Γι΄αυτό συστήνεται από τη δασική επιστήμη, δάση σε εδάφη με μεγάλη κλίση να τυνχάνουν ιδιαίτερο προστατευτικό χειρισμό. Όμως για την Ικαρία τέτοιοι προστατευτικοί χειρισμοί δεν υπάρχουν.
«Το έδαφος μεταφέρεται στον πυθμένα της θάλασσας…
Τα ψηλά χωμάτινα βουνά που στο παρελθόν είχαν μεγάλα δάση και βοσκοτόπια έχουν γίνει πετρώδεις εκτάσεις που μοιάζουν με τα κόκαλα ενός αρρώστου σώματος… Στο παρελθόν, το νερό της βροχής χρησιμοποιούνταν και δεν διέσχιζε την άγονη γη όπως συμβαίνει σήμερα. Διηθούνταν και αποθηκευόταν στο έδαφος και στη συνέχεια μοιραζόταν ανάμεσα στις πηγές, στα πηγάδια και στα ρυάκια»

Η Ικαρία βρίσκεται σε μια περιοχή της μεσογείου με ευαισθησία στην ερημοποίηση, λόγω της σχετικής ξηρασίας που επικρατεί και η οποία έχει αυξητικές τάσεις. Απ’ ότι δείχνουν τα Μοντέλα της Παγκόσμιας Κυκλοφορίας (Global Circulation Models) τα αέρια του θερμοκηπίου οδηγούν σε αλλαγές στη θερμοκρασία και στην περαιτέρω μείωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή μας, και ότι το 35% των εδαφών της Ελλάδας κυρίως των ανατολικών περιοχών θα ερημοποιηθούν καθώς η αιολική διάβρωση ειδικά στα νησιά θα επιταθεί. Παρ΄όλλα αυτά οι διοικητικές αρχές που στα καθήκοντά τους είναι η προστασία του περιβάλλοντος το έδαφος των βουνών δεν συγκαταλέγεται στην ατζέντα των ενδιαφερόντων τους.
Η διάβρωση των εδαφών στο νησί, έχει πάρει δραματικές διαστάσεις, διότι στους αρνητικούς κλιματολογικούς και εδαφικούς παράγοντες (μεγάλες κλήσεις, ασβεστολιθικά πετρώματα και μάργες), προστίθεται η ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία σύμφωνα με τον Θεόδωρο Δούτσο, (καθηγητή τεκτονικής γεωλογίας) αυξάνει τη διάβρωση, δύο φορές περισσότερο απ΄ότι οι φυσικοί παράγοντες. Και να φανταστεί κανείς ότι για να επαναδημιουργιθεί το διαβρωμένο έδαφος μέχρι το βάθος που εισέρχονται οι ρίζες των δέντρων, (ορίζοντας Β) απαιτείται χρονικό διάστημα 10.000 με 50.000 έτη!
Όλη η δυτική Ικαρία βρίσκεται σε κρισιογόνα κατάσταση, αν και η διάβρωση δεν συμβαίνει μόνο πρόσφατα, αλλά διαρκεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το έδαφος έχει αποπλυθεί και κατέβει δεκάδες μέτρα, έτσι που εκρηξιγενή πετρώματα, όπως οι γρανίτες που κατά τη διάρκεια της γέννησής τους δεν βγήκαν στην επιφάνεια του εδάφους, αλλά κρυσταλλώθηκαν και στερεοποιήθηκαν σε μεγάλο βάθος, τώρα βρίσκονται εκτεθειμένοι στην επιφάνεια. Ένα φαινόμενο που κάνει πολλούς να απορούν για το πώς βρέθηκε τόση πέτρα.
Και όμως αυτό το ερημοποιημένο έδαφος, αν και έχει δηλωθεί από τη χώρα μας (στα πλαίσια της Ε.Ε.) ως ζώνη Ειδικής προστασίας, (ΦΥΣΗ 2000), με κωδικόGR412005, για να προστατευτεί, στην πράξη δεν έχει γίνει τίποτα, διότι η χώρα μας δεν έχει εκπονήσει ακόμα σχέδια και δεν έχει λάβει μέτρα διαχείρισης για την προστασία του.
Παρόμοια ολόκληρη η περιοχή νότια του επαρχιακού δρόμου που ενώνει το Μάραθο με τη μονή Μουντέ, βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση αποδάσωσης, όπου η χαμηλή βλάστηση (ερεικώνες) έχουν πλέον καταστραφεί από τα γίδια και η διάβρωση χαραδρωτική σε πολλά σημεία έχει προχωρήσει μέχρι το μητρικό πέτρωμα.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΦΥΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Η κατά περίπτωση μείωση ή εξαφάνιση του πάχους του επιφανειακού γόνιμου εδάφους, έχει σαν αποτέλεσμα και την αλλαγή στην φυτική κάλυψη του νησιού. Ενώ στη δυτική Ικαρία κυριαρχούσαν άλλοτε τα Δρυοδάση που έχουν περισσότερες απαιτήσεις σε νερό και άλλα θρεπτικά συστατικά, τώρα κυριαρχούν τα Πεύκα που δεν έχουν τόσες απαιτήσεις. Μάλιστα η ερημοποίηση από τη δυτική Ικαρία επεκτάθηκε στην Εριφή, τα Αμμούδια και τον Ζηζόκαμπο, και προχωρεί ανατολικότερα, έφτάσε στους Κήπους και πέρασε μέσα στο Δάσος του Ράντη κουβαλώντας μαζί της το Πεύκο, που είναι ανθεκτικότερο στις αλλαγές.
Η αντικατάστασή της βλάστησης με άλλα ποιο ανθεκτικά είδη στην υποβάθμιση του εδάφους, έχει σαν αποτέλεσμα και τη μεταβολή των μορφολογικών χαρακτηριστικών του εδάφους. Οι μεταβολές αυτές είναι μερικές φορές τόσο αποτελεσματικές, ώστε το έδαφος να αλλάξει από ένα είδος εδάφους σε άλλο.
Αν οι πολιτικές δεν αλλάξουν στο θέμα της αποδάσωσης που σήμερα το προκαλεί η ανεξέλεγκτη αποίμενη κτηνοτροφία, οι πυρκαγιές, και τα εμβαλοματικά έργα, η μοίρα της Ικαρίας είναι να πάρει την όψη των κυκλαδονησιών και να χάσει το νερό της.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΗΜΕΡΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΟ
ΔΑΣΟΣ
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,τον εμφύλιο και τη μαζική μετανάστευση, η γεωργική αυτάρκη οικονομία της Ικαρίας διαλύθηκε, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το δομημένο περιβάλλον αυτής της οικονομίας. Μέρος αυτού του περιβάλλοντος ήταν και το τεράστιο έργο των αναβαθμίδων, μέσω των οποίων εκτός του ότι σχηματιζόταν καλλιεργήσιμη γη μέχρι και τις κορφές των βουνών, ελεγχόταν και η διάβρωση του εδάφους. Όμως με την εγκατάλειψη της γεωργίας, οι αναβαθμίδες δεν επιδιορθώνονται πλέον. Και η κύρια αιτία καταστροφής τους, είναι η αποίμενη κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς: Tomaselli (1977), Thirgood (1981), Tsoumis(1985), η κτηνοτροφία στη μεσόγειο με τον τρόπο που πραγματοποιείτε, θεωρείτε ως μια από της βασικές αιτίες ερημοποποίησης. Στην Ελλάδα, η κτηνοτροφία θεωρείται υπεύθυνη για την ερημοποίηση ιδιαίτερα στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές της χώρας, όπως είναι τα νησιά του Αιγαίου. (ΕΕΚΑ 2000).
Η Ελλάδα διαθέτει τον περισσότερο πληθυσμό κατσικιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 47% ), και έρχεται Τρίτη παγκοσμίως μετά την Τουρκία και την Περσία, οι οποίες όμως έχουν πολλαπλάσια γεωγραφική έκταση. (FAO 1990 – 2002).
Στην Ικαρία ο αριθμός των κατσικιών είναι πολαπλλάσιος της ικανότητας των βουνών να τα θρέψουν. Από τη μελέτη που διενήργησε το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (στα πλαίσια των προγραμμάτων του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης 200-2006), για τα λιβάδια της Ικαρίας, διαπιστώθηκε «ότι οι βοσκότοποι της Ικαρίας δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες των αιγοπροβάτων» που ανέρχονται σε 43.536.900 MJ ΚΕΓ ετησίως, ενώ η διαθέσιμη ενέργεια από τη βοσκήσιμη ύλη ανέρχεται σε 24.595.630 MJ ΚΕΓ. Αυτό σημαίνει ότι, τα κατά εκτίμηση 27.470 αιγοπρόβατα της Ικαρίας, πρέπει να μειωθούν σύμφωνα με τη μελέτη σε 15.550 κεφαλές, αλλιώς η υποβάθμιση και διαφοροποίηση της χλωρίδας των βουνών προς ξηροθερμικά είδη μικρής βιολογικής αξίας θα συνεχιστεί με αποτέλεσμα και την περαιτέρω υποβάθμιση και ερημοποίηση του περιβάλλοντος και την περαιτέρω υπόσκαψη του μέλλοντος της κτηνοτροφίας.
Η αντίληψη που έχουν οι κτηνοτρόφοι για το περιβάλλον δεν συμβαδίζει με την αντίληψη των ειδικών. Ο αγρότης θεωρεί πως ότι δεν βόσκετε αγριεύει. «αγρίεψε ο τόπος», λένε. Αντίθετα οι Περιβαλλοντολόγοι, Δασολόγοι και Γεωτεχνικοί θεωρούν ότι:
τα ζώα που βόσκουν μέσα στο δάσος καταπατούν τα νεαρά φυτά, τρώνε ή σπάνε τους ακραίους και τους πλάγιους βλαστούς και προκαλούν ζημιές στο φλοιό και τις ρίζες των δενδρυλλίων και δένδρων, αλλοιώνουν τη σύνθεση της υποβλάστησης, προκαλούν συμπίεση των ανωτέρων στρωμάτων του εδάφους, με αποτέλεσμα την αύξηση της επιφανειακής απορροής, τη διατάραξη της υδατικής οικονομίας του εδάφους και τη διάβρωσή του. Τελικά δεν αλλοιώνουν μόνο τη σύνθεση της υποβλάστησης, αλλά και των ίδιων των δασοσυστάδων.
Τις μεγαλύτερες ζημιές τις προκαλούν τα γίδια. Ακόμα και όταν υπάρχουν αρκετές πόες και γράστεις για τη διατροφή τους, κατατρώνε εύκολα φύλλα και βλαστάρια από τα νεαρά νεόφυτα και δενδρύλλια, εξαφανίζοντας εντελώς τη φυσική αναγέννηση των συστάδων. Για την επίδραση της αιγοβοσκής στο Ελληνικό δάσος έχει γράψει επιγραμματικά ο Strehlke (1959), «ή οι Έλληνες θα φάνε τα γίδια του δάσους τους, ή τα γίδια θα κατασπαράξουν τα δάση των Ελλήνων».
Αλλά και τα άλλα ζώα, βοοειδή και πρόβατα, δεν είναι λιγότερο επιζήμια για το δάσος. Τα πρώτα επιφέρουν σοβαρές ζημιές κατατρώγοντας τις κορυφές και τα πλαϊνά κλαδιά των δενδρυλλίων ή πληγώνουν τις ρίζες των δέντρων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πυλών εισόδου μυκήτων. Όχι σε λίγες περιπτώσεις, η βόσκηση κοπαδιών μέσα στο δάσος, προκαλεί τη δημιουργία μόνιμων εστιών για επιδημίες από έντομα. (Luschinskii, 1958).
Σχετικά με την συμπίεση των ανωτέρων στρωμάτων του εδάφους από τα κοπάδια που οδηγεί στη μείωση του πορώδους του εδάφους και στην ελάττωση του διηθούμενου νερού και την μεγαλύτερη απορροή και διάβρωση, ο Burger, (1945),βρήκε ότι μια αγελάδα ασκεί με την μικρή της οπλή, πίεση 350kg /dm2, ενώ η πίεση ενός μέσου τρακτέρ, φθάνει μόνο το 40κγ/dm2, (Wittich, 1965).
 φαίνεται καθαρά ότι η χρησιμοποίηση των δασών ως βοσκολίβαδων και η σταδιακή υποβάθμισή τους σε στέπες και τελικά σε άγονες εκτάσεις, μειώνει δραματικά την απορροφητικότητα του εδάφους, το νερό ρέει στην επιφάνεια, διαβρώνει και ξεπλένει το επιφανειακό γόνιμο χώμα και το μεταφέρει μαζί του στη θάλασσα. Η Ικαρία με αυτό το αντι-οικονομικό είδος κτηνοτροφίας που συντηρεί, χάνει και το χώμα και το νερό της.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στα βουνά της Ελλάδας, είναι ασαφές πολύπλοκο και χαοτικό. Σύμφωνα με την απογραφή του 1964 το 75% περίπου ανήκει από πλευράς κυριότητας στο δημόσιο. Το υπόλοιπο 25% κατανέμεται μεταξύ ΟΤΑ (9%), συνιδιοκτητών (8%), ιδιωτών (7%), μοναστηριών και ευαγών ιδρυμάτων (1%). Νεότερες όμως απογραφές, ανεβάζουν το ποσοστό των δημοτικών και ιδιωτικών εκτάσεων σε βάρος των δημοσίων! Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, ότι το δικαίωμα νομής των εκτάσεων αυτών του δημοσίου έχει παραχωρηθεί ήδη από το 1937 στους Δήμους και τις Κοινότητες. Οπότε εκτάσεις που κατά κυριότητα ανήκουν στο δημόσιο, καταγράφονται από τους οργανισμούς ΟΤΑ ως δημοτικές ή κοινοτικές.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι, ότι δεν υπάρχει σαφή διαχωρισμός μεταξύ δάσους, δασολίβαδου και λιβαδιού. Επίσης, ουσιαστικά ποτέ δεν εκπονήθηκε και εφαρμόστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας μια συγκεκριμένη και ενιαία πολιτική για την διαχείριση των ορεινών εκτάσεων και των λιβαδιών. Η διαμάχη μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του Υπουργείου για το ποια θα έχει την αρμοδιότητα διαχείρισης των αποκαλούμενων λιβαδιών, καθώς και στην αλλαγή του χαρακτήρα τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν άλλους σκοπούς…είναι γνωστή σε όλους.
Πέρα από τα παραπάνω που συνιστούν ένα πολύ γόνιμο περιβάλλον για να αναπτύσσεται η κάθε είδους παρανομία, πρόβλημα αποτελεί και τοκοινόχρηστο σύστημα βόσκησης. Όπως είδη είπαμε, η νομή των δημόσιας κυριότητας «λιβαδιών» έχει μεταφερθεί στους Δήμους και τις Κοινότητες. Οι ΟΤΑ διαθέτουν αυτές τις εκτάσεις στους δημότες τους. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι δημότες έχουν το δικαίωμα χρήσης των εκτάσεων αυτών για τα ζώα τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρώνουν ένα κατά κεφαλή φόρο στον Δήμο ή στην Κοινότητα, το γνωστό δικαίωμα βοσκής. Αν και η υπάρχουσα νομοθεσία υποχρεώνει το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο να ορίσει τον αριθμό των ζώων που έχει το δικαίωμα να βοσκήσει ο κάθε δημότης-κτηνοτρόφος στις κοινόχρηστες εκτάσεις, τη διάρκεια βόσκησης καθώς και σε ποια συγκεκριμένη περιοχή θα βοσκήσουν τα ζώα, προβλέποντας μάλιστα και σχετικές ποινές στους παραβάτες, εντούτοις καμία από τις διαδικασίες αυτές δεν εφαρμόζεται στην πράξη. Η μόνη ρύθμιση που ακολουθούν οι Δήμαρχοι και οι Πρόεδροι είναι η κατά περίπτωση είσπραξη του δικαιώματος βοσκής, όπου εκεί εμφιλοχωρούν πελατειακές σχέσεις. Έτσι ο κάθε κτηνοτρόφος ανάλογα με το είδος των σχέσεων που αναπτύσσει με την εκάστοτε τοπική αρχή, μπορεί να βόσκει στα κοινόχρηστα λιβάδια όσα ζώα θέλει, για όσο διάστημα θέλει και όπου θέλει, με επακόλουθο να επικρατεί αναρχία με δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα των λιβαδικών εκτάσεων. Η κατάσταση αυτή που επικρατεί γενικά στην Ελλάδα, γίνεται ακόμα ποιοδυσμενής στα περισσότερα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου και φυσικά και στην Ικαρία διότι εδώ τα ζώα βόσκουν αδέσποτα χωρίς φύλαξη ή ποίμανση, λόγω της απουσίας ποιμένων, οπότε μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις, εισβάλουν σε γεωργικές καλλιέργειες προκαλώντας μεγάλες καταστροφές ή επισκέπτονται ακόμα και αυλές σπιτιών.
Λέγεται ότι η απουσία ελέγχων από τη μια και το δέλεαρ των επιδοτήσεων από την άλλη, οδήγησε στην υπερβολική αύξηση των γιδιών. Για πολλά χρόνια η επιδότηση του αριθμού των ζώων αύξησε τη βοσκοφόρτωση πέραν της βοσκοϊκανότητας. Αν και η πολιτική της επιδότησης του αριθμού των ζώων έχει αλλάξει πρόσφατα και η χορήγησή τους γίνεται πλέον με βάση τη διαθέσιμη έκταση των βοσκοτόπων, εντούτοις τίποτα δεν έχει αλλάξει διότι δεν λαμβάνεται υπόψη η πραγματική βοσκοϊκανότητα των εκτάσεων.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ «ΚΟΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ»
Σε άλλες χώρες όταν κάποιος νοικιάζει το σπίτι του, ο νόμος τον υποχρεώνει να ελέγξει τον αριθμό των ατόμων που θα νοικιάσουν το σπίτι του και να καταγράψει με λεπτομέρειες την κατάσταση του σπιτιού, ώστε ο ενοικιαστής να είναι υπεύθυνος για όποιες καταστροφές κάνει.
Στην δική μας περίπτωση που ο Δήμος νοικιάζει τις δασικές εκτάσεις στους δημότες-κτηνοτρόφους κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Το ελληνικό πελατειακό πολιτικό κράτος και η γραφειοκρατία που το αποτελεί, έχει φήμη για την χαριστική μεροληψία προς συντεχνιακά συμφέροντα που εκμεταλλεύονται εμπορικά τον δημόσιο χώρο με το αζημίωτο βέβαια.
Το ζήτημα της διαχείρισης των «κοινών πόρων» ή «πόρων κοινής δεξαμενής» (common pool resources), είναι ένα θέμα διεθνές που έχει απασχολήσει πολιτικούς επιστήμονες που με τα επιχειρήματά τους έδωσαν λαβή στους πολιτικούς για να πάρουν μέτρα προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
To 1968 o Hardin Δημοσίευσε στο περιοδικό Science, ένα άρθρο με τίτλο «The Tragedy of the Commons». Σε αυτό το κείμενο, ο Hardin υποστήριξε τη θέση ότι η απουσία ιδιοκτησίας ενός πόρου, και ιδιαίτερα η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν, έχει ως αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση και την οικονομική αναποτελεσματικότητά του. Αυτή η θέση διαμόρφωσε από τότε, μια φιλελεύθερη πολιτική γραμμή την οποία ασπάστηκε και ο κεντρώος πολιτικός χώρος, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιοι πόροι, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και η εκμετάλλευση τους να γίνει με βάση τους μηχανισμούς της αγοράς. Η πραγματοποίηση αυτής της γραμμής, έφερε τα σημερινά γνωστά αποτελέσματα παγκοσμίως, όπου ούτε οι πόροι διασφαλίζονται, ούτε υπάρχει μια ισόρροπη κοινωνική κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Μερικές δεκαετίες μετά το δημοσίευμα του Hardin μια ομάδα ανθρωπολόγων με επικεφαλή τον Berkes που μελέτησαν το πώς οι παραδοσιακές αγροτο-κτηνοτροφικές κοινωνίες εκμεταλλεύονταν τους κοινούς πόρους, είπαν πωςαυτό που έχει σημασία για την αειφορική ή καταστροφική εκμετάλλευση ενός πόρου, εξαρτάται από το οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η όποιου τύπου εκμετάλλευση.
Στην δική μας Ικαριακή περίπτωση, παρατηρούμε πως στο παρελθόν η κλειστότητα της κοινωνίας την ανάγκαζε να επιδιώκει την αυτάρκεια, και γι΄αυτό τη μέριμνα για την προστασία των φυσικών πόρων. Το πόσο αυτό επιτυνχανότανε ή όχι, το βλέπουμε από τις κοινωνικές ανισορροπίες που κατά καιρούς παρουσιαζόντουσαν και που η κοινωνία τις εξισορροπούσε με τη μετανάστευση, την αλλαγή επαγγελματικών κατευθύνσεων εκτός της αγροτο-κτηνοτροφίας κ.λ.π.
.Όμως αυτή η σχετική μέριμνα της παραδοσιακής κοινωνίας για τη μη εξάντληση των πόρων, διακόπτεται απότομα στην Ελλάδα και στην Ικαρία με τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, και την επακολουθούμενη, συθέμελη αλλαγή που φέρνει η μεταπολεμική υπερπόντια μαζική μετανάστευση. Η γεωργία εγκαταλείπεται, οι αγροί ρημάζουν, σταματάει η συντήρηση των αναβαθμίδων, ενώ προοδευτικά αυξάνει η κτηνοτροφική δραστηριότητα από όσους απομένουν, λόγω αύξησης των διαθέσιμων εκτάσεων προς βόσκηση. Σε λίγο έρχονται και οι επιδοτήσεις, οι οποίες παγιώνουν την αύξηση των ζώων, σε βάρος των φυσικών πόρων. Η Ικαρία παύει να είναι αυτάρκης, και εξαρτά την ύπαρξή της από εξωτερικούς πόρους.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ
Αυτή η νέα κατάσταση, διαμορφώνει νοοτροπίες όπου οι δεσμοί της τοπικής κοινωνίας χαλαρώνουν. Το εθιμικό δίκαιο δεν υφίσταται πια, και οι κρατικοί νόμοι και κανόνες που το αντικαταστούν δεν έχουν την κοινωνική βαρύτητα που είχε άλλοτε το εθιμικό δίκαιο μια και το κράτος βιώνεται ως ένας εξωτερικός παράγοντας και μάλιστα βεβαρημένος με πολλές αμαρτίες. Στην τοπική κοινωνία, υπάρχει η τάση να παραπέμπεται η αιτία για όλα τα προβλήματα στον εξωτερικό παράγοντα, κάτι για το οποίο ευθύνονται και οι τοπικοί κομματικοί μηχανισμοί, οι οποίοι θωπεύουν τα αυτιά των «οπαδών» τους, μη θέτοντας την τοπική κοινωνία εμπρός και στις δικές της ευθύνες.
Η μεταβατική κοινωνικό-οικονομική φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το νησί έχει κρατήσει αρκετά, και ακόμα η τοπική κοινωνία δεν έχει καταφέρει να βρει τις ισορροπίες της. Είναι ζητούμενο η δημιουργία οικονομίας που να στηρίζεται σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στον τουρισμό και στην παροχή υπηρεσιών. Είναι ζητούμενο η αναζωογόνηση μιας ποιοτικής γεωργό-κτηνοτροφίας. Είναι ζητούμενο η προστατασία του φυσικού και δομημένου παραδοσιακού περιβάλλοντος, γιατί χωρίς αυτό δεν θα αποχτήσει ποτέ το νησί ποιοτικό τουρισμό. Και οπωσδήποτε είναι ζητούμενο η στήριξη της σύγχρονης, ντόπιας πολιτιστικής δημιουργίας και όχι της εισαγόμενης, γιατί αυτή αποτελεί τον εν δυνάμει φορέα συνείδησης του τόπου.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να δούμε έστω επί τροχάδην μέσα από τα προγράμματα της πολιτείας πόσο έχει συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα της ερημοποίησης, και τα αποτελέσματα αυτών των προγραμμάτων.
Η Ελλάδα κάτω από διεθνή επιρροή (ΟΗΕ, Ε.Ε, και Διεθνείς περιβαλλοντικές Οργανώσεις), έχει υπογράψει συμβάσεις, και αναλάβει υποχρεώσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερημοποίησης των εδαφών της.
Κατά την εφαρμογή του πρώτου αγροπεριβαλλοντικού προγράμματος μέσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), την δεκαετία του 1990, μόνο το 6% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της Ελλάδος θα καλυπτόταν από προγράμματα προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση. Προβλεπόταν μείωση της πίεσης από τη βόσκηση, διαχείριση καμένων εκτάσεων και συντήρηση των αναβαθμίδων. Όμως όπως γράφει ο Γιώργος Βλάχος, 2008, «Στο επίπεδο της πράξης… τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά». Δεν υπήρξε συμμετοχική διαδικασία για την εφαρμογή των προγραμμάτων που είχαν σχεδιαστεί επί χάρτου. Την ευθύνη είχε εξ΄ολοκλήρου ο κεντρικός μηχανισμός του Υπουργείου Γεωργίας με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, και τις θεσμοθετημένες επιτροπές παρακολούθησης, οι οποίες ποτέ δεν έπαιξαν το ρόλο ο οποίος θεωρητικά τους ανατέθηκε αφού συγκλήθηκαν σπανίως ή και ποτέ.
Από τα τέσσερα εθνικής εμβέλειας μέτρα, μόνο δύο τελικά εφαρμόστηκαν: ένα για την ενίσχυση της βιολογικής γεωργίας και ένα για τη μακροχρόνια παύση καλλιέργειας. Τα άλλα δύο εθνικής εμβέλειας μέτρα που στόχευαν ειδικά στον περιορισμό της διάβρωσης δεν υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή επιτροπή προς έγκριση, με δεδομένο ότι στη δεκαετία του 1990 το 38% της ελληνικής επικράτειας απειλείτο από τη διάβρωση (πηγή Υπουργείο Γεωργίας).
Στη δεύτερη περίοδο εφαρμογής αγροπεριβαλλοντικής πολιτικής, δημιουργήθηκε μια Αρχή Διαχείρισης, που ανέλαβε στα πλαίσια του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα. Δυστυχώς και σ΄αυτό το πρόγραμμα, τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα περιορίστηκαν επί χάρτου σε ένα 15% του προϋπολογισμού, που στη συνέχεια κατά την αναθεώρηση του 2005 μειώθηκαν περίπου στο μισό! Αλλά ούτε και αυτά τα ελάχιστα κονδύλια μπόρεσαν να αξιοποιηθούν. Να ληφθεί υπόψη ακόμα ότι μεταξύ των μέτρων που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Καταπολέμησης της Ερημοποίησης και η οποία συστάθηκε κατόπιν σύμβασης που υπέγραψε η Ελλάδα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ήταν α) η μείωση της βοσκοφόρτωσης ειδικά σε βοσκοτόπια με μεγάλες κλίσεις όπως τα Ικαριακά, που είναι παράγοντας επιτάχυνσης της διάβρωσης, και β) η ενίσχυση για διατήρηση και ανακατασκευή αναβαθμίδων σε επικλινείς εκτάσεις με απώτερο σκοπό την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, την αποθήκευση νερού και θρεπτικών στοιχείων. Και τα δύο αυτά μέτρα δεν ευτύχισαν. Στο μεν πρώτο λίγοι κτηνοτρόφοι έδειξαν ενδιαφέρον για την απόσυρση των ζώων τους. Το δεύτερο μέτρο υποβαθμίστηκε από την πολιτική ηγεσία, η οποία κατά την αναθεώρηση του 2003 περιέκοψε το αρχικό ποσό από το 20% του ολικού προϋπολογισμού στο 9%! Και αυτά τα ελάχιστα χρήματα για την επιδιόρθωση αναβαθμίδων πρόλαβαν και τα πήραν ορισμένοι με πληροφόρηση και διασυνδέσεις στην διοίκηση…
Στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 υπήρξαν προτάσεις για να συνδεθούν οι επιδοτήσεις με περιβαλλοντικές υποχρεώσεις. Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη ήταν οίκο-συνυπευθυνότητα, (eco-responsibility), αλλά στην Ελλάδα επικράτησε ο όρος «πολλαπλή συμμόρφωση», και σήμαινε μια σειρά υποχρεώσεων του παραγωγού για την προστασία του περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκαν επί της ουσίας οι κώδικες ορθών γεωργικών πρακτικών από τη διοίκηση, διότι η ενεργοποίησή τους θα λιγόστευε τα κονδύλια προς τους αγρότες. Μάλιστα κατά την αναθεώρηση αυτών των κωδίκων το 2004, τέθηκαν ηπιότερα όρια βοσκοφόρτωσης, προκειμένου οι αγρότες να καταστρέφουν το περιβάλλον χωρίς να μειώνονται υπό τύπου ποινής οι επιδοτήσεις τους.
Όπως γράφει ο Γ. Βλάχος 2008, «ο ανταγωνισμός με μέτρα έντονου κοινωνικού χαρακτήρα δημοφιλή στους αγρότες και άρα αρεστά στις πολιτικές ηγεσίες, αλλά εύκολα εφαρμόσιμα από τον κρατικό μηχανισμό, είχε σαν αποτέλεσμα στην Ελλάδα τουλάχιστον, τα επιμερισθέντα στο περιβάλλον κονδύλια μετά από δύο αναθεωρήσεις να είναι τα μισά των αρχικών και κάτω από το 10% του συνολικού προϋπολογισμού, και κατά συνέπεια τα λιγότερα στην Ε.Ε.»
Η αγροτική πολιτική Ευρωπαϊκή και Ελληνική, καθόσον ήταν προσανατολισμένη στη μεγέθυνση της παραγωγής, με άμεσα θετικά αποτελέσματα στα γεωργικά εισοδήματα, αλλά έφερνε αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον: εξάντληση και υποβάθμιση των φυσικών πόρων (κυρίως έδαφος και νερό) και από την άλλη, την υποβάθμιση και απώλεια οικολογικά σημαντικών τοπίων, (π.χ. πεζούλες), προχώρησε στην αναθεώρηση της ΚΑΠ. Αποσύνδεσε τις ενισχύσεις από την αγροτική παραγωγή, και παράλληλα απαίτησε μια σειρά ορθών πρακτικών στη γεωργία, την αναδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και τη σύζευξη της αγροτικής ανάπτυξης με τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Οι νέες αυτές τάσεις, ενσωματώθηκαν στα τομεακά προγράμματα (ΕΠΑΑ, ΕΠΑΑΥ) και τοις Κοινοτικές πρωτοβουλίες LEADER. Όμως στην Ελλάδα αυτή η νέα αντίληψη σύζευξης της ανάπτυξης με τη διατήρηση του περιβάλλοντος δεν προχωράει, όπως γράφους οι Κωνσταντίνος Λιάρκος και Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος, 2008. «Από την ανάλυση προκύπτει το γενικό συμπέρασμα, ότι το σύστημα σχεδιασμού και εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής, παρουσιάζει μια ιδιαίτερη αδράνεια, απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις και προκλήσεις, και εκδηλώνει σημαντικές αντιστάσεις απέναντι στις προσπάθειες τροποποίησης της γεωργο-κεντρικής στόχευσή του. Πολλαπλοί παράγοντες… συμβάλουν προς αυτή την ακαμψία του συστήματος, ανάμεσα στους οποίους οι εγκαθιδρυμένες στάσεις των σχετικών υπηρεσιών και οι ισχυροί δεσμοί τους με τα γεωργικά συμφέροντα που φαίνεται να διαπερνούν σαν κόκκινη κλωστή το συνολικό πρόβλημα»… «Διαπιστώνεται ένα σημαντικό κενό μεταξύ της ρητορικής της Πολιτικής Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ), όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα επίσημα προγραμματικά κείμενα, και της πρακτικής διάστασής της. Η τελευταία φαίνεται να ακολουθεί τις παλαιότερες πολιτικές κατευθύνσεις. Και αδυνατεί να ενσωματώσει μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και σύζευξη της αγροτικής οικονομίας με τη διατήρηση του περιβάλλοντος».
Η εξέταση όλων αυτών των προγραμμάτων, και των μέσων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή τους, ο ρόλος των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στις Ομάδες Τοπικής Δράσης (Ο.Τ.Δ.), και των Αναπτυξιακών Εταιρειών, δείχνει ότι συνολικά στην Ελλάδα ευοδώνονται και προχωρούν προγράμματα που είναι δημοφιλή στους αγρότες και στις πολιτικές ηγεσίες, όπως οι εξισωτικές αποζημιώσεις και οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, διότι αυτά τα προγράμματα έχουν άμεσα πολιτική ανταποδοτικότητα στις πολιτικές ηγεσίες, και ταυτόχρονα εύκολα για τον διοικητικό μηχανισμό, να τα σχεδιάσει και να τα εφαρμόσει.
Αντίθετα μια άλλη δέσμη προγραμμάτων, όπως τα αγροπεριβαλλοντικά για τη διάσωση δασικών και γεωργικών γαιών, από τη διάβρωση και ερημοποίηση, επειδή απευθύνονται σε πληθυσμούς που δεν έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και εξ΄αυτού δεν αποδίδουν πολιτικά οφέλη στις πολιτικές ηγεσίες, δεν ευοδώνονται. Για το λόγω ακόμα επειδή τέτοια προγράμματα είναι καινοτόμα στο σχεδιασμό, απαιτητικά στην εφαρμογή και συνεπώς δύσκολα στην απορρόφηση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα προγράμματα για την καταπολέμηση της ερημοποίησης δεν προχωρούν καθόλου στην Ελλάδα, ή αρχίζουν και γρήγορα εγκαταλείπονται στη μέση. Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την νοοτροπία που διέπει τις πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα, όπου δίνουν προτεραιότητα σε ότι θα τους εξασφαλίσει την επανεκλογή στην εξουσία, με αποτέλεσμα το πελατειακό ρουσφετολογικό κράτος που έχουν δημιουργήσει, να μην είναι σε θέση και ως διοικητικός μηχανισμός να ανταποκριθεί σε ζητήματα με κάποιο ειδικό βάρος όπως τα περιβαλλοντικά, στο σχεδιασμό την εφαρμογή, και την παρακολούθηση υλοποίησής τους.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο και λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες που υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα, ο μόνος τρόπος για να βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα, και να ακολουθήσει ο τόπος μια ορθολογική πολιτική για το νερό, είναι η ευαισθητοποίηση ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών γύρω από αυτά τα θέματα, έτσι που αυτή η ευαισθητοποίηση, να αποτελέσει την αιχμή μιας πίεσης προς τους κομματικούς – πολιτικούς μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας, που δια της άσκησης της πολιτικής και τις κατευθύνσεις που δίνουν στην κοινή γνώμη, κρατάνε στα χέρια τους τις τύχες αυτού του τόπου.
Συνήθως οι κοινωνίες που δεν είναι σε θέση να λάβουν εγκαίρως αποφάσεις στα προβλήματά τους, και θεωρούν πως υπεύθυνοι γι΄ αυτά είναι πάντα κάποιοι εσωτερικοί ή εξωτερικοί εχθροί, ξεπερνιούνται από τα προβλήματα με κόστος. Λέγεται από πολλούς ιστορικούς, ότι ο Μινωικός πολιτισμός έσβησε με την καταστροφή (φυσική ή ανθρώπινη) των δασών της Κρήτης. Και ότι ο άλλοτε ακμαίος Αραβικός πολιτισμός καταφαγώθηκε από τα δόντια των γιδιών των Βεδουίνων. Η ικαριακή κοινωνία αν δεν στοχεύσει στα δύσκολα, δηλαδή στην προστασία των βουνών της από την ερημοποίηση, αν δεν κάνει εκτεταμένες αναδασώσεις, και αν δεν ελέγξει την κτηνοτροφία της και παραμείνει σε μια πολιτική για το νερό στηριζόμενη σε γεωτρήσεις και τσιμεντοφράγματα, θα μπει σε βαθιά κρίση από την έλλειψη ενός αγαθού που είναι το κυριότερο για την ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Γιώργος Μιχελακάκης

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΑΣ

Τα βουνά της Ικαρίας, έχουν φτάσει σε ένα οριακό σημείο αποδάσωσης και ερημοποίησης, ειδικά η δυτική Ικαρία σε πολλές περιοχές της, έχει διαβρωθεί και ερημοποιηθεί υπερβολικά και ανεπίστρεπτα. Με τις παρούσες παγκόσμιες δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες ορθώνεται για μας τους Ικαριώτες επιβεβλημένη η ανάγκη να αντιστραφεί η αποδάσωση και ερημοποίηση. Δεδομένου μάλιστα ότι από τις διεθνείς πολιτικές για το περιβάλλον (ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Διεθνείς περιβαλλοντικές οργανώσεις), αυξάνονται οι πιέσεις προς τη χώρα μας, για να συμμορφωθεί με τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει, ήρθε η ώρα και για μας να αναμετρηθούμε με τις ευθύνες που μας αναλογούν, συστρατεύοντας τους αρμόδιους φορείς αλλά και τους πολίτες, με την στήριξη των οποίων και μόνο, μπορούν να καρποφορήσουν οι προσπάθειες διάσωσης και ορθολογικής διαχείρισης του τοπικού περιβάλλοντος, στα κρισιμότερα επιχειρησιακά πεδία: την ανακύκλωση των απορριμμάτων, την χωροθέτηση των Χώρων Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων(ΧΥΤΥ), και την αποκατάσταση των αναξέλεκτων χωματερών. Την προστασία του ανθρωπογενούς παραδοσιακού περιβάλλοντος (μονοπάτια, γεφύρια, αναβαθμίδες, κατοικίες κτλ.) που σήμερα συστηματικά ξηλώνονται και αντικαθίστανται με τσιμέντο. Την προστασία των δασών από την παράνομη βόσκηση και υλοτόμηση και την παντελή απόσυρση των ζώων από τις κατεστραμμένες περιοχές.
Η Ελλάδα μας, έχει πολλές αρνητικές πρωτιές μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ αυτών είναι ότι έχει τα λιγότερα δάση συγκριτικά πάντα με την έκταση των εδαφών της, και τα περισσότερα κατσίκια.
Ληστρικές υλοτομίες, εκτεταμένες εκχερσώσεις, η υπερβόσκιση και η φωτιά εξαφάνισαν περίπου 20 εκατομμύρια στρέμματα δασών τα τελευταία 120 χρόνια.
Τα ποσοστά δασοκάλυψης ήταν το 1928  32%, το 1985 19%, και το 2006 κατέβηκε στο 17%.
Και η Ικαρία είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας. Η καταστροφή των δασών της άρχισε από πολύ νωρίς, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος, προκειμένου να φτιάξει ναυτικό στόλο για τις ανάγκες της κυριαρχίας του, κατάκοψε τα δάση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η αποδάσωση συνεχίστηκε έντονα και κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, επί Βυζαντινής εποχής και αργότερα επί τουρκοκρατίας γιατί ο πληθυσμός του νησιού από το φόβο της πειρατείας κατέφυγε και διαβιούσε μόνιμα στα βουνά.


ΤΑ ΙΚΑΡΙΑΚΑ ΔΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
            
 «…Οι κατσίκες στην Ελλάδα που βόσκανε τα χλωρά κλαριά προτού να πάρουν επάνω τους, απογύμνωσαν όλα τα βουνά της χώρας…εμποδίζουν την αναδάσωση της Ελλάδας»
                                            Φρειδερίκος Ένγκελς 1876

Τα βουνά και τα δάση της Ικαρίας, συνδέθηκαν στενά από την οθωμανική περίοδο με την οικονομία του νησιού, με την γεωργική, την κτηνοτροφική δραστηριότητα και για μια μεγάλη σχετικά περίοδο με την παραγωγή ξυλανθράκων που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου και της εμπορικής ναυτιλίας του νησιού. Η εντατικοποίηση της υλοτόμησης για την παραγωγή ξυλοκάρβουνων και της κτηνοτροφίας, φτάνοντας σε επικίνδυνα επίπεδα την περίοδο αυτή, προκάλεσαν ως φαίνεται για πρώτη φορά το ενδιαφέρον για τον περιορισμό των δραστηριοτήτων αυτών και την προστασία των δασών. Για την κατάσταση της περιόδου αυτής, και της πρωτοβουλίες για την περιβαλλοντική προστασία του νησιού, αξίζει να παραθέσουμε εδώ ορισμένα σημεία από τους ιστορικούς του νησιού μας και έγγραφα της εποχής.

Όπως σημειώνει σχετικά ο Χαράλαμπος Παμφίλης, «Τα απέραντα δάση της νήσου ανέκαθεν αντεστρατεύοντο προ το συμφέρον των ποιμένων, οίτινες επεθύμουν να είναι η γης ασκεπής δέντρων, όπως βλαστάνη  χλόη δια τροφήν των ζώων, αλλά και η προπαρασκευή εργασίας προς σποράν δημητριακών έφερε το αυτό ολέθριον δια τα δάση αποτέλεσμα και εκ της αφθόνου ξυλείας έξησαν οι Ικάριοι κατ΄αρχάς επιτοπίως την τέχνη της ανθρακοποιϊας, χάριν της οποίας διετηρούντο ωρισμένα ιστιοφόρα προωρισμένα, όπως μεταφέρουσι το εμπόρευμα τούτο εις Χίον και Σμύρνην..» (Παμφίλης Χ., Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, 1980, σ. 109).
‘Όπως σημειώνει από τη δική του οπτική ο Ι.Μελάς, παρουσιάζοντας και διασταυρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων και έκθεση της Γεωργικής Υπηρεσίας,(έκθεση του γεωπ. Δ. Δημητριάδη) και σχετικές αναφορές του Σταματιάδη, «Η ανθρακοποιϊα, αρχαία,…επίδοσις, αποτέλεσε και εις τους καιρούς της Β΄Τουρκοκρατίας, βασικήν βιοτικήν απασχόληση των Ικάριων. Εκπατρίζονται δια μακρόν ή βραχή διάστημα, άλλοι δια γεωργικάς ή ανθρακευτικάς εργασίας από την άνοιξιν μέχρι του φθινωπόρου και άλλοι δια μονιμοτέρας εργασίας εις το εξωτερικόν ή εις την ναυτιλίαν».
«Οι απομένοντες κυρύσσουν αμείλικτον πόλεμον κατά των δασών, όπου μεταβάλουν και το τελευταίον δένδρον εις άνθρακα, και το Ταυροπόλιον εις άσβεστον, και την νήσον εις φαλακρόν βράχον εις την διάθεσην των ανέμων και των καταιγίδων». «Ταύτα δε συντελούσιν όπως οι Ικάριοι έχουσιν ανεπτυγμένον εμπόριον ένεκα των ανθράκων μάλιστα προς διάφορα μέρη της Τουρκίας, Αιγύπτου και της Ελλάδος, και οποσούν αξιόλογον ναυτιλίαν, ήτοι 4 μεγάλα πλοία, 5-6 ημιολίας και περί 200 μικρά πλοιάρια» ( Μελάς Ι. Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, 2001, σ. 195-196).
Εκτός από την υλοτόμηση για την παραγωγή ξυλανθράκων, σοβαρή απειλή για το φυσικό περιβάλλον του νησιού φαίνεται να αποτέλεσε εκ παραλλήλου η ανεξέλεγκτη εκτροφή ζώων, όπως μπορεί να εξαχθεί από σχετικό έγγραφο, του 1844, προερχόμενο από την αρμόδια περιφερειακή τουρκική αρχή.
«Ο  Υψηλότατος Μουχαβούζης της Ρόδου και των Σποράδων Νήσων Χασάν Πασάς.
Εις την νήσον Ικαρίαν. Προς Δημογέροντας και λοιπούς κατοίκους ραγιάδες όλων των χωρίων.
Δια του παρόντος ημών υψηλού ορισμού σας κάμνομεν γνωστόν, ότι προλαβόντος σας είχομεν διατάξιν ίνα περιορίσετε τα ζώα σας όλα να μην κάμνουν ζημίαν εις τα χωράφια, περιβόλια και αμπέλια των πτωχών ραγιάδων, αλλά ακούομεν πάλιν παράπονα του λαού ένεκα των ζώων σας. Όθεν και αύθις σας διατάττομεν ίνα εύρηται ένα μέρος της νήσου ανάλογον δια τα ζώα και να συνεννοηθήτε όλοι όσοι έχετε μάνδρας να τα περάσετε τα κατζίκια και πρόβατα σας δια να μην προξενούν ζημίας, και καθένας να προσπαθήσει να φυτεύσει αμπέλια, περιβόλια, δένδρα διάφορα οπού να δίδουν καρπόν, και κάθε άλλο ωφέλιμον φυτόν, και ανίσως δεν γίνει τόπος δια τα ειρημένα ζώα περάσετέ τα εις άλλον μέρος να φύγουν διόλου από το νησί, ή πωλήσετέ τα να λείψουν διόλου, και περιμένομεν περί τούτου απόκρισιν σας με πρώτον, εις το ενάντιον δε θέλομεν στείλη εν έτερον διάταγμα μας δια του οποίου να δώσωμεν άδειαν εις όλους αυτούς τους μη έχοντας μάνδρας, να βάλουν αρχήν να σκοτώνουν τα ειρημένα ζώα, τα οποία αφού σκοτώνουν να τρώγουν το κρέας των, να παίρνουν και τα δέρματα των χωρίς να δυνηθή τινας να τους αντισταθή καθότι θέλομεν στείλη και μίαν πεντηκονταρχίαν ώστε να μην δυνηθεί τινάς ν΄αντιτείνη. Λάβετε όθεν τα ανάλογα μέτρα, και γράψετέ μας με πρώτον τι σκοπόν έχετε, δια να μη παραπονήσθε μετά ταύτα. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως.
1844 μαγιού 25 από το Διβάνι, (μελάς Ι. ο.π., σ. 189).
Χαρακτηριστική φαίνεται να είναι επίσης και η περίπτωση
Εγγράφου Τούρκου αγά του νησιού προς παρανομούντα Ικάριο ανθρακέα με έμμετρο απειλή:
«Μαστρ΄Αλεξαντρή Φυσίδα, μη σκοτώνεις το ρουμάνι μας, /μη…./Γιατί αν μπλέξεις εις τα χέρια μου άσχημα θα ξεμπλέξεις/Θα σου στείλω τον Αράπη!»(ο.π., σ. 197).
Με σκοπό επίσης τον περιορισμό της δασικής εκμετάλλευσης για την προστασία των δασών φαίνεται να εκδόθηκε, το 1795, σχετικό «Ψήφισμα των Ικάριων», το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την επιβολή περιορισμών στην εκμετάλλευση των δασών και στην ανθρακοποιία και την επιβολή προστίμων και σωματικών τιμωριών στους παραβάτες («γρόσια 150 και ξυλιές εκατόν»). Για τον ίδιο σκοπό, φέρεται να υπήρξε και μεταγενέστερο έγγραφο, του 1833, (ο.π., σ. 197).
Η καταστροφή των δασών φαίνεται να κορυφώθηκε με την ανάπτυξη της τοπικής εμπορικής ναυτιλίας, η οποία υποβοηθούμενη από το διαμετακομιστικό εμπόριο των ξυλανθράκων, φέρεται να αριθμούσε την περίοδο αυτή: «ικανάς δεκάδας ίσως και εκατοντάδας ιστιοφόρων μεγάλου σχετικού εκτοπίσματος από 30-500 τόνων» βασισμένη σε συνεταιρική βάση. (ο.π. σ. 197). «Αλλά τότε ακριβώς», όπως σημειώνει ο Μελάς, «εσφαγιάσθησαν κυριολεκτικώς τα πλούσια δάση της νήσου. Τα οποία είχε διασώσει κατά τους προηγούμενους καιρούς, η έλλειψις πρόσφορων μέσων μεταφοράς, όπως και η πολλή μέριμνα των προεστών αλλά και της τουρκικής εξουσίας» (ο.π. σ. 195).
«Εννοείται», όπως σημειώνει ο Χ.Παμφίλης, «ότι όταν από του 1860 τα πλοία ηυξήθηκαν και εις αριθμόν και εις χωρητικότητα, τα Ικαριακά δάση είχον κατά το πλείστον αποψιλωθεί και τότε μόνον κατόπιν μάλιστα φιλονεικιών των τριών Δήμων της νήσου, αποφάσισαν αι Δημαρχίαι να εμποδίσουν την επιτόπιον υλοτομίαν προς περίσωσιν των και σήμερον σωζομένων τριών μεγάλων δασών του Ράντη της Μεσαρίας, της Φάρδης του Φαναρίου και των ραχών της Πέρα-Μεριάς. Οι δε Ικάριοι ανθρακοποιοί εξήσκουν το επάγγελμα αυτών εις τα παρθένα τότε  δάση των παραλίων της Μικρασίας» (Παμφίλης Χ.,Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, 1980. σ. 148)
Η επιτόπια δραστηριότητα της ανθρακοποιϊας, φαίνεται να υπήρξε σημαντική ακόμα και την περίοδο της Ικαριακής Επανάστασης και της ανακήρυξης του νησιού σε ανεξάρτητη Πολιτεία, αφού ανάμεσα στους προσόδους της Ελεύθερης Πολιτείας της Ικαρίας, ως την ενσωμάτωση του νησιού με την Ελλάδα, φέρεται να ήταν και η παραγωγή ξυλάνθρακα, για την οποία είχε επιβληθεί φορολογία 3 γροσίων ο στατήρας. (ο.π., σ. 282-283).
«Χωρίς πλέον δάση προς εκμετάλλευσιν και με κατεστραμμένην την ναυτιλία», όπως παρατηρεί καταλητικά σε άλλο σημείο ο Ι.Μελάς, «οι Ικάριοι περιήλθον εις πρωτοφανές αδιέξοδον. Και δεν τους επέμεινεν άλλη βιοτική λύσις, εκτός από εκείνη του εκπατρισμού. Και μοίρα των έγινε η έξοδος».(ο.π., σ. 197).

ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ  ΙΚΑΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 20Ο    ΣΤΟΝ 21Ο    ΑΙΩΝΑ

Παρά τις πρωτοβουλίες των ελληνικών δημοτικών αρχών για τον περιορισμό της υλοτομίας και την προστασία των δασών, η αποψίλωση των δασικών περιοχών συνεχίστηκε και στη μεταγενέστερη περίοδο, με την ενσωμάτωση της Ικαρίας στο ελληνικό κράτος, έχοντας σαν κύρια αιτία την υπερβόσκιση των δασών αλλά και συνάμα το φαινόμενο των σκόπιμων και μη πυρκαγιών. Φαινόμενο που έχουν ενισχύσει σήμερα σε συχνότητα και καταστροφικότητα οι κλιματικές αλλαγές που έχουν προκύψει από την αυξανόμενη ενεργειακή χρήση ορυκτών καυσίμων και την παραγωγή προϊόντων που ρυπαίνουν το περιβάλλον, καταστρέφοντας το όζον και προκαλώντας το λεγόμενο «φαινόμενο του θερμοκηπίου».
Φτάνοντας στα μέσα του περασμένου αιώνα, την περίοδο του Εμφυλίου, ορισμένες δασικές περιοχές της Ικαρίας παραδόθηκαν σκόπιμα στις φλόγες από τις δυνάμεις της χωροφυλακής, στην προσπάθειά των αποσπασμάτων να ελέγξουν την δραστηριότητα των ανταρτών μαχητών. Την περίοδο αυτή, όπως προκύπτει από σχετικές μαρτυρίες, τέθηκε υπό εμπρησμό μια μεγάλη σχετικά δασώδη περιοχή κοντά στον Μαύρο Εγκρεμνό που χρησιμοποιήθηκε ως κρησφύγετο των καταδιωκόμενων ομάδων ανταρτών. Συγκεκριμένα, μια μεγάλη σχετικά δασώδης ζώνη του μεγάλου δάσους με τις κουμαριές, μεταξύ των περιοχών της Αρέθουσας, του Δρούτσουλα και της Γλύνης, αρχίζοντας από την περιοχή του Παπά Αντριά τις Μάντρες στα Γρέλια της Αρέθουσας έως την Μεσόραχη στην γειτονική πλευρά του Δρούτσουλα και της Γλύνης, αλλά και ως φαίνεται ψηλότερα των περιοχών αυτών προς την κατεύθυνση του Αι Στάθη στην περιοχή της Μεσαριάς. Λίγο μεταγενέστερα του Εμφυλίου, κάηκε επίσης μια άλλη περιοχή με κουμαριές πάνω από την Αρέθουσα, προς τις κορφές του Αθέρα, ξεκινώντας από πυρκαγιά σε καμινότοπο κατοίκου της Αρέθουσας, καθώς η παραγωγή κάρβουνου φαίνεται να συνεχίστηκε σε μικρό βαθμό. Την ίδια περίοδο, (δεκαετία του 1950) κάηκε και η περιοχή του Παπουτσοκρύφτη νότια του Φραντάτου, και έκτοτε λόγω των κατσικιών δεν έγινε δυνατή η φυσική αναδάσωση της περιοχής. Παραμένει για δείγμα μόνο ένα δέντρο βαλανιδιάς που γλίτωσε  τότε της πυρκαγιάς.
Φτάνοντας στην τελευταία δεκαετία του 20ου  αιώνα, η Ικαρία αντιμετώπισε την καταστροφική μανία των πυρκαγιών του 1993. Πυρκαγιές που αποτέφρωσαν μεγάλη έκταση στην περιοχή του Αγίου Κηρίκου (Αγ. Παντελεήμονας, Χριστός, Γλαρέδες, Λευκάδα, Μοναστήρι και Ξυλοσύρτης) και που στάθηκαν αιτία να χαθούν 13 ανθρώπινες ζωές.  Πυρκαγιές σημειώθηκαν και αργότερα, ακολουθώντας τη γενικότερη έξαρση του φαινομένου στην υπόλοιπη Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, γινόμενες από τις ισχυρότερες αιτίες υποβάθμισης του καριώτικου περιβάλλοντος , μαζί με την συνεχιζόμενη υπερβόσκιση και την αποίμενη βόσκηση των δασών. Το ειδικό βάρος των τελευταίων στην καταστροφή των δασών φαίνεται μάλιστα να ενισχύθηκε από το υπάρχον σύστημα των Ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, οι οποίες στερούμενες κριτηρίων για την προστασία του τοπικού περιβάλλοντος, εν αντιθέσει με τους περιβαλλοντικούς στόχους της Ε.Ε., έχουν επιφέρει την αύξηση του αριθμού των εκτρεφομένων ζώων, πέραν από τα φυσικά όρια του ικαριακού περιβάλλοντος.
Οι επιπτώσεις από την ανεξέλεγκτη, αποίμενη βόσκιση, είναι ορατές από την παρατηρούμενη αποψίλωση διαφόρων περιοχών, όπως σε περιοχή των Ραχών (Κουνιάδων-Βρακάδων) για την οποία έγινε προσπάθεια αναδάσωσης με πρωτοβουλία των κατοίκων και συμμετοχή εθελοντών. Το ίδιο και στο αρχαίο δάσος του Ράντη, για τη διάσωση του οποίου έχει παρθεί απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Σάμου απαγόρευσης βόσκησης για τρία χρόνια, που όμως παραμένει ανεφάρμοστη λόγω αδυναμίας εφαρμογής της από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και αδιαφορίας των εμπλεκομένων με την παράνομη βόσκηση κτηνοτρόφων. Επίσης υπάρχει  ομόφωνη απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου του Νομού Σάμου (Δελτίο Τύπου, 23-11-2007) για την εφαρμογή των προτάσεων σχετικής μελέτης βοσκοϊκανότητας Ικαρίας, που πραγματοποιήθηκε από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών,  για την καλύτερη αξιοποίηση των προγραμμάτων του ΕΠΑΑ, προτάσεις που όμως η αξιοποίησή τους σκοντάφτει στην υλοποίησή τους.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ  ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Αντιμέτωποι με τα προβλήματα, που δημιουργεί η υπάρχουσα αδυναμία του κράτους να προστατεύσει το περιβάλλον και να εφαρμόσει τους νόμους, αλλά αντιμέτωποι και με την αδιαφορία ορισμένων κύκλων του τοπικού πληθυσμού, εννοείται έχουν μεγάλη σημασία οι κινητοποιήσεις των πολιτών και οι παρεμβάσεις των διαφόρων οικολογικών οργανώσεων με στόχο τη διάσωση και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Κινητοποιήσεις όπως εκείνη της δημιουργίας καστανιώνα, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Αρέθουσα, όπως και των σχετικά μεγαλύτερων πρωτοβουλιών αναδάσωσης που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, μετά τις πυρκαγιές του 1993, από το Σύλλογο Νεολαίας Ικαρίας, το 1994 και το 1998 (Άγιο Κήρυκο, Πέζι, Καρκινάγρι), και των κατοίκων των χωριών Κουνιάδιων- Βρακάδων και της Κίνησης Πολιτών Ραχών, το 2001, για την περίφραξη και την αναδάσωση των γύρω περιοχών των Ραχών, το 2001, που έχουν αποψιλωθεί από την υπερβόσκιση. Προσπάθεια που, ας σημειωθεί, έτυχε της στήριξης και των αρμοδίων κρατικών αρχών, με τη διάθεση υλικών περίφραξης και δέντρων και πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή διαφόρων ομάδων εθελοντών από τον τοπικό πληθυσμό αλλά και με τη συμμετοχή μεγάλης ομάδας εθελοντών φοιτητών από τη Θεσσαλονίκη, μετά από σχετική έκκληση της Κίνησης Πολιτών Ραχών.

Αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στις κινητοποιήσεις των πολιτών του νησιού, παραθέτουμε εδώ ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από διήγηση του Χρήστου Παριανού, πρώην Προέδρου της Αρέθουσας, σχετικά με τις ζυμώσεις και την κινητοποίηση για τη δημιουργία καστανιώνα στην Αρέθουσα, κατά την περίοδο του Εμφύλιου, διατηρώντας ακέραια το γλαφυρό ύφος της προφορικής διήγησης:
«Από την Αμερική, μας εστείλανε, τότες, δύο χιλιάδες δολάρια, σαν ενίσχυση στο χωριό αυτό, να φτιάξομε κάτι που να αποδίδει. Γιατί, μετά την απελευθέρωση, είμασταν ούλοι ξυλάρμενοι…
Ημαζεύτημεν, λοιπόν, εκεί πάνω στο καφενείο, τι να κάμομε και έλεγε ο καθένας τις προτάσεις του. Άλλοι λέγανε να κάμομε μια κοπή από ζώα, από κατσίκια, από αιγοπρόβατα, ξέρω γω…. Α, αυτή η υπόθεση κράτησε κάνα δυο χρόνια, να παρθεί τελική απόφαση….
Ήρτανε οι εξόριστοι, εν τω μεταξύ, που χε΄ κόσμο επιστήμονες και επήγανε και κάνανε γνωμάτευση και το συμπέρασμα ήταν ότι όπου ευδοκιμεί η κουμαριά, ευδοκιμεί και η καστανιά… Ε, να φυτέψομε, λέει, καστανιές. Να κάμομε ένα συνεταιρισμό. Κι έγινε κιόλας ένα πρακτικό. Μα ο Φίλιππος τα ξέρει καλύτερα, τα θυμάται καλύτερα….ο συνεταιρισμός προέβλεπε όσοι δουλέψουν να΄χουν και μερίδιο, εκεί…
Ε, αλλά, τα δύο χιλιάδες δολάρια εν ηφτάνανε, ήτανε ψείρες, μπροστά στα μεροκάματα που χρειάστηκαν για να γίνουνε. Ε, και πια, αποφασίσαμε να κάμομε ο καθένας από είκοσι μεροκάματα απλήρωτα και είκοσι πληρωμένα-δέκα δραχμές είχε το μεροκάματο τότε
Ε, και ξεκινήσαμε ν΄ανοίγομε λάκκους…Α, ο γεωπόνος έκαμε μια περιχαράκωση κι έβαλε σημάδια, να ανοιχτούνε ζώνες… Ας είναι, έγινε η ρυμοτομία. Εκεί που ήτανε βράχος, κι εκεί βάλαμε. Εν ηφεύγαμε από τη στάφνη…
Τώρα, είχε, όπως ήτανε, ορισμένες ηλικιωμένες, η Παναγιώταινα, επάνω, η Αλισσαβώ, που ημπορούσανε ύστερα να πηγαίνουνε να ποτίζουνε… Υπήγαμε και πήραμε ένα τσουβάλι κάστανα από τις Ράχες… Είχε μια κλούβα η Γραμματικώ για τις κότες, συρμάτινη, και εκεά μέσα τα θάψαμε, να ξεφυτρώσουνε, να μην τα φάει ο ποντικός. Και πράγματι βγήκανε, φύτρωσαν. Και άμα φύτρωσαν, καμιά δεκαριά πόντοι, αρχίσαμε να φυτεύουμε – όλα ηπιάσανε. Όλα ηπιάσανε, αλλά, ε, ο κόσμος….Όπου ήτανε κοντά στους φράχτες, που΄ ταν τα περιβόλια, αυτοί που τα΄χαν, ηπηαίνανε και τα βγάλανε, για να μην σκιοδεντρούνε. Είχαμε και τέτοια….
Κι έτσι έγινε αυτός ο πνεύμονας, που είναι τώρα κάτι το σημαντικό και αξιοθέατο. Άλλωστε, ήτανε ένα κοτσορούμανο που κλαδίζονταν η γειτονιά αυτή, ναπούμε, κόβανε κλαδιά, δεν ήταν τίποτα. Ανάμματα και κάτι κουτσοκουμαρίδια…..
Α, το φράξαμε, εν τω μεταξύ. Πρώτα το φράξαμε. Γιατί ο  φράχτης ήταν κάτω, χαμηλά. Κάμαμε προέκταση του φράχτη.
Ε, βέβαια. Φράξαμε – εκατόν είκοσι στρέμματα ήτανε μονάχα το Καφάσι….Βάλαμε χίλια πεντακόσια δέντρα. Χίλια πεντακόσια δέντρα επί του δώδεκα, οι αποστάσεις, βρίσκειςΕ, καλά, να πουλιέται το κάστανο 2 -  όλη η αξία του είναι το δάσος….»

2) Παρέμβαση από παρευρισκόμενο στη διήγηση άτομο

Η αναβάθμιση σε καστανιώνα του «κοτσορούμανου» της Αρέθουσας εν μέρει με την απλήρωτη προσωπική εργασία
των κατοίκων – σε μια εποχή κυριολεκτικά «επί ξύλου κρεμάμενων» – όσο και η αντίληψη ότι «όλη η αξία του είναι το δάσος» αποτελεί, πιστεύουμε, μια σπάνια αξιακή υποθήκη για τη διαχείριση του περιβάλλοντος από τις νεότερες, μη «ξυλάρμενες» γενεές, ιδωμένη σε σχέση με τις προτεραιότητες της «βιώσιμης ανάπτυξης» που θέτει η εποχή μας και τις βασικές οικολογικές ιδέες που περιέχει για την προστασία και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος και απαιτώντας την συνεργασία όλων των πολιτών.
Το ίδιο θα λέγαμε «και η πολλή μέριμνα των προεστών αλλά και της τουρκικής εξουσίας», της οθωμανικής περιόδου, που αναφέρει ο ιστορικός του νησιού, Ι .Μελάς, μέριμνα που οφείλει να επιδείξει και η σημερινή Τοπική Αυτοδιοίκηση και κατά κύριο λόγο το σύγχρονο ελληνικό κράτος στο πλαίσιο του ρόλου που του αναθέτει το Ελληνικό Σύνταγμα για την προστασία του περιβάλλοντος και των σχετικών οδηγιών της Ε.Ε.
Η ως τώρα ανάπτυξη του νησιού, ακολουθώντας τα άναρχα ελλαδικά αστικά πρότυπα των «τσιμεντουπόλεων» και οι επικρατούσες συμπεριφορές φαίνεται να παρεμποδίζουν την ανάδειξη και αξιοποίηση των συγκριτικών περιβαλλοντικών και άλλων πλεονεκτημάτων.
Στις δεδομένες συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιορρυθμίες του νησιού, το κλειδί
της διάσωσης του περιβάλλοντος φαίνεται να βρίσκεται
στην αναζήτηση και την εφαρμογή ενός άλλου αναπτυξιακού προτύπου. Ενός προτύπου όπως αυτού που
έχει προταθεί από εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας, Ικάριους και φίλους του νησιού, «που να ταιριάζει στη φύση, την παραγωγική δυνατότητα και την
ίδια την κοινωνία της Ικαρίας» (Ημερίδα «Ποιο Μέλλον
Ταιριάζει στην Ικαρία;», 1995).
Το θέμα είναι ποιες από τις αναπτυξιακές επιλογές που μπορεί να προταθούν και να πιστοποιηθούν ως φιλικές για
το οικοσύστημα και τις δυνατότητες της Ικαρίας, είναι σε θέση να υποστηρίξει η ιδιωτική πρωτοβουλία, το ελληνικό κράτος και οι πολίτες, καθώς η έννοια της βιώσιμης
ανάπτυξης αν και αποτελεί βασικό στοιχείο των ευρωπαϊκών πολιτικών για το περιβάλλον, δεν έχει ακόμα εμπεδωθεί, και το ελληνικό κράτος σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας του, ως ατμομηχανή της αναπτυξιακής διαδικασίας και των διαδικασιών σύγκλισης ακολουθεί αγκομαχώντας ως «μεγάλος ασθενής», με αδικαιολόγητες στάσεις, χάσματα και ανακολουθίες.
Σε τελευταία ανάλυση, κρίσιμης σημασίας ζητήματα για την περιβαλλοντική προστασία της Ικαρίας φαίνεται να είναι σε ποιο βαθμό, με ποιους ρυθμούς και σε ποια προοπτική χρόνου μπορούν να αναχαιτηθούν οι διάφοροι ανασχετικοί παράγοντες των πολιτικών για το περιβάλλον, ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης, προτού φτάσει το νησί μας σε ανεπανόρθωτο σημείο κατάρρευσης του τοπικού οικοσυστήματος με αφετηρία το δάσος του Ράντη.                                        

                                                 

 Φίλιππος Πορτέλλος.Επί σειρά ετών Πρόεδρος της Κοινότητας Αρέθουσας

                                                   πηγη            http://artinikaria.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου