Η Βυζαντινή ζωγραφική αποτέλεσε την απτή απεικόνιση των υπερφυσικών αναζητήσεων των πιστών στη ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας. Ο χαρακτήρας των βυζαντινών αγιογραφιών δεν είναι φυσικός αλλά λειτουργικός και συμβολικός. Το νατουραλιστικό στοιχείο και η φυσική αναπαράσταση δεν υπάρχουν. Η τέχνη της αγιογραφίας αναπαριστά τον πνευματικό και άφθαρτο χαρακτήρα των Αγίων γι’ αυτό και δεν αναπαρίστανται με φυσικό τρόπο. Όλα τα πράγματα, τα κτίρια, τα φυτά, τα βουνά, τα ενδύματα, τα πρόσωπα αλλοιώνονται και μεταμορφώνονται, υποτάσσονται σε έναν ρυθμό προκειμένου να εκφράσουν την υπερβατικότητα. Λόγω της πνευματικότητας και της αγιότητας όσων αναπαριστά, τα υλικά που μεταχειρίζεται ο αγιογράφος έπρεπε να είναι εύοσμα ,λεπτά και ειδικά επιλεγμένα, όπως εύοσμα ξύλα και βερνίκια που μοσχοβολούν σαν θυμίαμα, ώστε ο ασπαζόμενος την εικόνα να αισθάνεται αυτήν την πνευματική ευωδία. Ητεχνική της αγιογραφίας διατηρήθηκε στους αιώνες και παραδόθηκε ακέραιη στους σύγχρονους αγιογράφους.
Πάνω στο ξύλο εφαρμόζεται λευκή προετοιμασία, το λεγόμενο gesso που αποτελεί μια τέλεια βάση ομαλή και σταθερή για το χρύσωμα, ενώ παρουσιάζει την κατάλληλη απορροφητικότητα για να δεχτεί τα πολλαπλά στρώματα χρώματος που απαιτεί η βυζαντινή τεχνοτροπία. Για την παρασκευή της προετοιμασίας αναμιγνύεται ζωική κόλλα, κυρίωςκουνελόκολλα με γύψο (CaSO42H2O) ή κιμωλία (CaCO3) ή άλλες λευκές ανόργανες ενώσεις, όπως το λευκό του μολύβδου (2PbCO3(OH)2) και το οξείδιο του ψευδαργύρου (ZnO)(τσίγκος). Εφαρμόζεται σε πολλαπλές στρώσεις έως ότου αποκτήσει το επιβαλλόμενο πάχος. Κατόπιν στεγνώνει σε σκιερό μέρος καλά ώστε η επιφάνεια να υποστεί την επιθυμητή λείανση, και έπειτα το χρύσωμα.. Πάνω στον ξύλινο φορέα κολλιέται λινό ύφασμα ή καννάβι ούτως ώστε η εφαρμογή της προετοιμασίας να είναι πιο στερεή και ασφαλής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια διατήρηση της ακεραιότητας της χρωματικής μορφής της εικόνας και της ζωγραφικής επιφάνειάς της εξαρτάται από την ποιότητα της προετοιμασίας, από το είδος των οργανικών υλικών και την αναλογία τους ως προς τα ανόργανα συστατικά.
|
|
Τα χρώματα είναι σε μορφή σκόνης και αναμιγνύονται με συνδετικό υλικό. Η συνδετική ουσία χρησιμεύει αφενός, ως μέσον για τη διασπορά των χρωματικών κόκκων, ώστε να δημιουργηθεί μια ομογενής και πολτώδης μάζα και αφετέρου για την στερεοποίηση του χρωματικού μίγματος και τη συγκράτησή του πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια.
Οι βυζαντινές εικόνες είναι ζωγραφισμένες κυρίως με την τεχνική της αυγοτέμπερας ή ωογραφίαςόπως επίσης λέγεται και σαν συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε το αυγό και κυρίως ο κρόκος του αυγού. Ο κρόκος αναμιγνυόταν με ίση ποσότητα ξυδιού, μειώνοντας έτσι την λιπαρότητά του και καθιστώντας το πιο ρευστό (πιο εύχρηστο). Το ξύδι έχει διπλό ρόλο, πρώτον ως συντηρητικό του αυγού και δεύτερον ως προστατευτικό από έντομα και μικροοργανισμούς που προσβάλλουν την ζωγραφική επιφάνεια. Σε πολλές περιπτώσεις αντί για ξύδι χρησιμοποιούταν νερό το οποίο εξατμιζόταν και παρέμενε μόνο ο κρόκος. Τα αυγοχρώματα έχουν το πλεονέκτημα ότι στεγνώνουν γρήγορα και αντέχουν πολλαπλές στρώσεις χωρίς να παρασύρουν τις πρώτες, ενώ με τον καιρό γίνονται αδιάλυτα. Ένα έργο σωστά φτιαγμένο με αυγό, είναι πιο σταθερό από κάθε άλλο είδος ζωγραφικής που έχει εφεύρει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα. Κάτω από το στρώμα ρύπου και βερνικιού, πολλά έργα βυζαντινής αγιογραφίας διατηρούν ακόμα την αρχική τους φρεσκάδα και ζωηρότητα.
Ως συνδετικό υλικό επίσης χρησιμοποιήθηκε το κερί της μέλισσας. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιήθηκε από την αρχαία Ελλάδα και γνώρισε μεγάλη άνθηση τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ονομάζεται εγκαυστική, επειδή έλιωναν τα χρώματα στη φωτιά και τα σιδέρωναν από πάνω με ένα μικρό πυρωμένο μυστράκι, το κέστρο. Η τεχνική αυτή δεν χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.
Η βυζαντινή τέχνη δεν είναι σκιοπλαστική αλλά φωτομορφοποιητική, δηλαδή ο αγιογράφος δεν προσθέτει στο έργο του σκιά αλλά σταδιακά προσθέτει φως πάνω σε σκούρους προπλασμούς. Η φωτοσκίαση αποδίδει την αίσθηση του χώρου και της τρίτης διάστασης και οι μορφές είναι πλασμένες με το χρώμα όσο και με το σχέδιο Οι προπλασμοί που ονομάζονται αλλιώς και αστάρια είναι τα πρώτα χρωματικά στρώματα που εφαρμόζονται, οι σκουρότερες βάσεις. Ο αγιογράφος φτιάχνει τον προπλασμό ώστε να επιδέχεται και σκουρότερο χρώμα για τα γραψίματα και ανοικτότερο για τα σαρκώματα ή τα λάμματα.
Αφού περαστεί στα γυμνά μέρη ο προπλασμός, ο αγιογράφος ετοιμάζει ένα χρώμα σε ανοιχτότερο τόνο και περνά πάνω απ’ τον προπλασμό τις περιοχές του προσώπου που θέλει να φωτίσει περισσότερο. Το χρώμα αυτό στη γλώσσα της αγιογραφίας ονομάζεται σάρκωμα ή φώτισμα.. Τα μέρη που φωτίζονται περισσότερο είναι η μύτη, τα υπερόφρια τόξα, οι μετωπιαίοι όγκοι, τα μήλα του προσώπου. Τα σαρκώματα σβήνουν μαλακά στις άκρες αφήνοντας να φαίνεται ο προπλασμός με τη λεγόμενη τεχνική του σφουμάτου. Κατόπιν παρασκευάζεται ανοιχτότερο χρώμα σάρκας και εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα μέρη που εξέχουν και φωτίζονται περισσότερο και έτσι χωρίζονται οι ζάρες του προσώπου. Εφαρμόζεται στο μέτωπο πάνω απ’ τα φρύδια, πάνω από το στόμα ,στο λαιμό και στα μάγουλα αν είναι ηλικιωμένο το πρόσωπο. Στη συνέχεια φτιάχνεται ακόμα ανοιχτότερο χρώμα, τονίζοντας ακόμη περισσότερο τα φωτεινά και εξέχοντα σημεία, αλλά κάθε φορά ο όγκος του σαρκώματος είναι μικρότερος από τον προηγούμενο και οριοθετείται με τρόπο σαφή. Μετά τα σαρκώματα μπαίνουν τα ψιμύθια που είναι οι πιο φωτεινές επιφάνειες. Με σχεδόν άσπρο χρώμα ή σκέτο άσπρο, ο αγιογράφος φωτίζει τα σημεία του προσώπου ή της γυμνής σάρκας που προεξέχουν περισσότερο, συγκεκριμένα, γύρω από τα μάτια, στις παρειές, στο πηγούνι με τη μορφή παράλληλων τοξωτών πινελιών πάνω στη φορά των φυσικών καμπύλων της σάρκας.
Χριστός Παντοκράτορας, Αυγερινού Μαρίνα 2012
Κατόπιν ο αγιογράφος φτιάχνει ένα χρώμα σκουρότερο απ’ τον προπλασμό, το λεγόμενο γράψιμο και μ’ αυτό περνάει τις βασικές γραμμές του σχεδίου, το περίγραμμα του προσώπου, τα βλέφαρα, τα φρύδια και την ίριδα του ματιού, τη μύτη απ’ την σκιερή πλευρά, το χώρισμα του πάνω και κάτω χείλους, το περίγραμμα του κάτω χείλους, το περίγραμμα των αυτιών, του λαιμού, καθώς και το περίγραμμα των μαλλιών ή ολόκληρα τα μαλλιά. Για τα μαλλιά μπορεί να γίνει ξεχωριστός προπλασμός και με αυτό περνιούνται επίσης το μουστάκι και το γένι.
Έπειτα φτιάχνοντας δεύτερο γράψιμο ,σκουρότερο από το πρώτο εφαρμόζεται στα φρύδια ,το πάνω βλέφαρο, τη σκιά της μύτης ,το κάτω χείλος και το αυτί, την κόρη και το περίγραμμα της ίριδας του ματιού. Ακολούθως για να κοιτά ο Άγιος πάντα τον πιστό τοποθετείται το λευκό του ματιού απ’ τη μεριά που βρίσκεται το στενότερο μέρος του προσώπου.
Αντίστοιχα, κατά τον ίδιο τρόπο με τη ζωγραφική της σάρκας γίνεται και η ζωγραφική των ενδυμάτων, των κτισμάτων και των βουνών και την θέση των σαρκωμάτων παίρνουν τα λεγόμενα «λάμματα». Σταθερό χαρακτηριστικό αποτελεί η μερική ή ολική σχηματοποίηση, όχι μόνο στο σχέδιο αλλά και στον φωτισμό. Οι φωτισμένες επιφάνειες έχουν πάντα καθαρό γεωμετρικό σχήμα.
Το τελευταίο στρώμα που φέρουν οι βυζαντινές εικόνες είναι από βερνίκι το οποίο παρέχει προστασία, στιλπνότητα και ζωντάνια στη ζωγραφική επιφάνεια.. Αποτελείται από ένα διάλυμα είτε ενός πολυμερούς, σ’ έναν οργανικό διαλύτη, είτε φυσικών ή τεχνητών ρητινών σε αλκοόλες. Στην παρασκευή βερνικιού χρησιμοποιήθηκε παραδοσιακά ρετσίνι πεύκου, σανδαράχη, μαστίχα, κόμμι αμυγδαλιάς, κολοφώνιο, μέλι, ρακή, οινόπνευμα και κερί μέλισσας. Σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως βιομηχανοποιημένα βερνίκια.
Η βυζαντινή αγιογραφία είναι μια ζωντανή τέχνη και διατηρεί τους κανόνες και τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν από τη γένεσή της. Αποτελεί βυζαντινή μας Κληρονομιά, όχι μόνο ως έργο τέχνης αλλά και ως ιστορική μαρτυρία και πρέπει να την διαφυλάξουμε και να την παραδώσουμε αλώβητη στις επόμενες γενεές. Μαρίνα Αυγερινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου