Ακούσατε να σας ειπώ του Κοσκινά τη ρίμα
στα χίλια διακόσια και στα ογδόντα τρία.
Ηθέλησαν η Γένουα με τονε κρυφοράφτη
να `ρτουν για να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι.
Ανάθεμα τη Γένουα με τονε κρυφοράφτη
που ήρταν να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι
οπου `ταν ξακουστό παντού, παντού εξακουσμένο,
στην Πολη και στη Βενετιά ήτο ζωγραφισμένο.
Σαν ήρτασιν ηράξασι μπροστά εις το Φανάρι
ζερβά ρίχνουν τις άγκουρες, πίσω τα παλαμάρια
και πάνω εις την όστρια ρίχνουν τις σιγουράντζες,
εκεί ήβρασιν τον `πω δα τα όπου καλά γνωρίζει
Τη νύχτα το σκοπεύσασι κι ολονυχτίς εζάλαν
και σαν εγλυκοχάραξεν επήξαν οι ατσίδες
και όταν ηνεφάνασι στον Κάμπο του Φιλίππου
τότε φωνήν εβγάλασι ν’ ακούσουν απ’ το κάστρο.
Κανένας δεν ευρέθηκεν απόκριση να πέψει,
μονάχα ο κακόβουλος ο γέρων ο Ατσίδης:
"μπας και θαρρείς, ω Γένουα, και συ, ω κρυφοράφτη,
πως ειν’ τα Δώδεκα Νησιά όπου τα `χμαλωτίζεις;
Εδώ είναι κάστρο φοβερό, παντού εξακουσμένο,
στου βασιγιά τες κάμαρες το `χουν σταμπαρισμένο.
Για να `ρτουν οι εννιά αδερφοί οι καστροπολεμήτες,
τότες να πολεμήσετε, ν’ αντιπαραταχθείτε."
"Και πού `ν’ τους οι εννιά αδερφοί ν’ αντιπαραταχθούμε;"
"Μιαν αδερφήν παντρεύουσιν επάνω στη Λαγκάδα."
Τότες αυτοί σιμώσασι με τόση γρηγοράδα,
γυρίζουν, τριγυρίζουν το, παραδομόν δε έχει.
Ένας μικρός απ’ όλους των παναθεματισμένος
ήταν περίσσια απ’’ αυτούς πολλά δασκαλεμένος
και βγάλει τα μαχαίριαν του και κάμει τα σκαλάκια
κι όλοι του κουλουθήσασι να κάμουσι ρισάκα.
¨Ενα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου
και στέκει και παρακαλεί εξ όλης της καρδιάς του:
"Άγιε μου Γιώργη Δοργανά μεγάλο τ’ όνομά σου,
μεγάλη που `ν’ η χάρη σου και το προσκύνημά σου."
Ένας από τ’ ανάθεμαν από τους Χαλικάδες
αυτή την κόρην αγαπά κι εκείνη δεν τον δέχει.
"Ένα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου'
αυτό να μου χαρίσετε κι εγώ να σας διδάξω."
Κι αυτού του υποσχέθησαν πως θα του τη χαρίσουν
κι άλλα πολλά δωρήματα, ώστε να των ανοίξει.
Και τα κλειδιά των έριξε έξω από το μπεντένι,
τότες αυτοί εμπήκασι όλοι αρματωμένοι.
στα χίλια διακόσια και στα ογδόντα τρία.
Ηθέλησαν η Γένουα με τονε κρυφοράφτη
να `ρτουν για να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι.
Ανάθεμα τη Γένουα με τονε κρυφοράφτη
που ήρταν να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι
οπου `ταν ξακουστό παντού, παντού εξακουσμένο,
στην Πολη και στη Βενετιά ήτο ζωγραφισμένο.
Σαν ήρτασιν ηράξασι μπροστά εις το Φανάρι
ζερβά ρίχνουν τις άγκουρες, πίσω τα παλαμάρια
και πάνω εις την όστρια ρίχνουν τις σιγουράντζες,
εκεί ήβρασιν τον `πω δα τα όπου καλά γνωρίζει
Τη νύχτα το σκοπεύσασι κι ολονυχτίς εζάλαν
και σαν εγλυκοχάραξεν επήξαν οι ατσίδες
και όταν ηνεφάνασι στον Κάμπο του Φιλίππου
τότε φωνήν εβγάλασι ν’ ακούσουν απ’ το κάστρο.
Κανένας δεν ευρέθηκεν απόκριση να πέψει,
μονάχα ο κακόβουλος ο γέρων ο Ατσίδης:
"μπας και θαρρείς, ω Γένουα, και συ, ω κρυφοράφτη,
πως ειν’ τα Δώδεκα Νησιά όπου τα `χμαλωτίζεις;
Εδώ είναι κάστρο φοβερό, παντού εξακουσμένο,
στου βασιγιά τες κάμαρες το `χουν σταμπαρισμένο.
Για να `ρτουν οι εννιά αδερφοί οι καστροπολεμήτες,
τότες να πολεμήσετε, ν’ αντιπαραταχθείτε."
"Και πού `ν’ τους οι εννιά αδερφοί ν’ αντιπαραταχθούμε;"
"Μιαν αδερφήν παντρεύουσιν επάνω στη Λαγκάδα."
Τότες αυτοί σιμώσασι με τόση γρηγοράδα,
γυρίζουν, τριγυρίζουν το, παραδομόν δε έχει.
Ένας μικρός απ’ όλους των παναθεματισμένος
ήταν περίσσια απ’’ αυτούς πολλά δασκαλεμένος
και βγάλει τα μαχαίριαν του και κάμει τα σκαλάκια
κι όλοι του κουλουθήσασι να κάμουσι ρισάκα.
¨Ενα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου
και στέκει και παρακαλεί εξ όλης της καρδιάς του:
"Άγιε μου Γιώργη Δοργανά μεγάλο τ’ όνομά σου,
μεγάλη που `ν’ η χάρη σου και το προσκύνημά σου."
Ένας από τ’ ανάθεμαν από τους Χαλικάδες
αυτή την κόρην αγαπά κι εκείνη δεν τον δέχει.
"Ένα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου'
αυτό να μου χαρίσετε κι εγώ να σας διδάξω."
Κι αυτού του υποσχέθησαν πως θα του τη χαρίσουν
κι άλλα πολλά δωρήματα, ώστε να των ανοίξει.
Και τα κλειδιά των έριξε έξω από το μπεντένι,
τότες αυτοί εμπήκασι όλοι αρματωμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου