Η φωτογραφία
Έχω έναν φίλο στην Ικαρία που
το σπίτι του είναι ανοικτό στο πέλαγος και τις παρέες. Στη μία πλευρά
του κόλπου,του λιμανιού του Ευδήλου βρίσκεται η αποβάθρα και η άλλη
άκρη,που σχεδόν κλείνει τον κύκλο,είναι ένας γρανιτένιος βράχος,σαν
πριόνι,που έχει βαλθεί εδώ και αιώνες,μάταια,να κόψει την θάλασσα.
Το ’80 μια παρέα δεκατεσσάρων
ατόμων,φίλων μου από τα μαθητικά χρόνια,φτάσαμε απογευματάκι στον
Εύδηλο.Το λιμάνι είναι πολύ μικρό, με πολύ ωραία παραδοσιακά διώροφα
σπιτάκια, που αντί για πόρτες και παράθυρα έχουν βάλει κομμάτια ουρανού
μερικά, άλλα θάλασσας,άλλα πεύκου και από μερικά ξεπηδά η φωτιά των
ανθρώπων.Η πρώτη λοιπόν εικόνα,που εισέπραξαν οι φίλοι μου ήταν αρκετά
γοητευτική.
Κάναμε τον κύκλο και αρχίσαμε
να προχωράμε προς το σπίτι του Χρυσόστομου. Τα παιδιά παρατηρούσαν την
περιοχή,με την λαχτάρα ενός δραπέτη. Πρόσεξαν ότι πάνω στο πριόνι που
χωνόταν στην θάλασσα υπήρχε ένα λυόμενο σπιτάκι,με κληματαριές και
βουκαμβίλιες,που το αγκάλιαζαν και μια αυλή γύρω-γύρω.
-Να σ’αυτό το σπίτι θα θέλαμε να είμαστε τώρα και να αγναντεύουμε το ηλιοβασίλεμα!!
Δεν είπα τίποτα. Χαμογέλασα μέσα μου και έξω μου.
-Που πάμε, ρε τυχερέ Ικαριώτη;
-Πάμε σ’ένα φίλο να πιούμε καφεδάκι,να γνωρίσετε και κάνα ντόπιο.
Όταν φτάσαμε και μπήκαμε στην
αυλή, η έκπληξή τους ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό τους, κάνοντας τα μάτια
τους να μεγαλώνουν, σαν να ήθελαν να χωρέσουν το καθετί απ’την εικόνα. Ο
φίλος μου τους υποδέχτηκε σαν να τους περίμενε. Ήταν άνετος και
καλοδεχτικός, χωρίς καμμία υπερβολή. Και αυτοί στρώθηκαν στις καρέκλες,
γύρω απ’ το τραπέζι από μαδέρια και άρχισαν να ρουφάνε την αύρα και να
πίνουν την θάλασσα.
Απ’αυτό το μπαλκόνι του Αιγαίου, έβλεπες το γραφικό λιμάνι,
αγνάντευες το πέλαγος και έπαιρνες τον ήλιο στο κατόπι την ώρα που
βασίλευε.Είχαν βαφτεί όλα κόκκινα και τα μάτια τους γέμιζαν με το χρώμα
και την απόλαυση τούτης της ώρας.Ο καφές για όλους είχε σερβιριστεί
πριν τελειώσει το πρώτο τσιγάρο.
Ύστερα από το σοκ της θέας,
βάλθηκαν όλοι να μάθουν για την ζωή του Χρυσόστομου, περιμένοντας να
τους επιβεβαιώσει αυτό που τους καρφώθηκε στο μυαλό: πόσο τυχερός ήταν
που έμενε εκεί! Αφού τους έκανε το χατίρι να παραδεχτεί την τύχη του,
διάνθισε την κουβέντα με διάφορες ιστορίες πολλών πρόσκαιρων εραστών του
συγκεκριμένου σημείου. Και ο ίδιος το χαιρόταν,ένιωθε κάπως και
κάποιος.
-Λοιπόν,δεν πάτε πουθενά,θα φάμε κάτι ψαράκια που έχω στο ψυγείο,θα πιούμε και θα κοιμηθείτε εδώ. Αύριο βλέπουμε.
-Μα τι λέτε..εε..όχι…δεν…ευχαριστούμε..και άλλα τέτοια ασύνταχτα και ανόητα.
-Αυτό που σας λέω, εδώ έτσι γίνεται, ρωτήστε και τον Λεωνίδα. Πες τους ρε. Μα δεν ντρέπεσαι; Καριώτης είσαι συ;
Έκανα ένα νεύμα αποδοχής,αναδεικνύοντας και την άνεση που μου’ χε χαρίσει από παλιά ο φίλος μου.
Το βραδάκι ήμασταν πάνω από
είκοσι, καθώς είχαν προστεθεί και δυο τρεις άλλοι φίλοι που κατάγονται
και αυτοί από εκεί. Ένας απ’ αυτούς, ο Δημήτρης, έφερε και το μπουζούκι
του. Τρώγαμε, πίναμε και τραγουδούσαμε μέχρι το πρωί. Στρωματσάδα όπως
ξαπλώσαμε οι περισσότεροι, ακούστηκε η φωνή ενός από τους Αθηναίους :
-Ρε τι έγινε με το πρώτο βράδυ!Δηλαδή τι γίνεται εδώ ρε; Και γαμώ τις φάσεις είσαστε!
Με τον Χρυσόστομο γίναμε φίλοι
γιατί αυτός αισθανόταν νέος κι’εγώ καλά μαζί του. Είναι πατέρας φίλου
μου, παιδικού, αλλά μ’ αυτόν κολλήσαμε περισσότερο. Ήρθαμε κοντά όταν
πρωτοδιορίστηκα στην Ικαρία. Έχω περάσει ατελείωτες βραδιές μαζί του,
που συνεχίζονταν στις επόμενες. Είναι θυμόσοφος, πότης, γλετζές,
χιουμορίστας, χορευταράς, με όψη πολύ νεότερου της ηλικίας του, μέγας
μάγειρας και κάκιστος χαρτοπαίχτης. Έχει δουλέψει μάγειρας στα καράβια
και τώρα ασχολείται με το ψάρεμα, την κληματαριά του, τον ύπνο και τις
παρέες.Που και που παίζει πόκα, για να αποδεικνύει ότι όλοι κάπου
υστερούμε. Όχι ότι δεν έχει άλλες ατέλειες,αλλά δεν με ενδιαφέρει
καθόλου και δεν μου άφησε το δικαίωμα να τις ψάξω, αφού πάντα έχει καλή
διάθεση και μου αναδεικνύει την καλή του όψη. Μια μέρα μαζί του μπορεί
να’ χει απίθανη εξέλιξη.
Κάποτε μια συννεφιασμένη
φθινοπωρινή μέρα πήγαμε για ψάρεμα με την βάρκα του. Θα’ ρθω, του
είπα,αλλά θέλω μετά να γυρίσω, στην συνέλευση των καθηγητών.
-Εντάξει μωρέ θα γυρίσεις…
Αφού πιάσαμε τρία-τέσσερα κιλά ψάρια,δηλαδή έπιασε, βγήκαμε έξω.
-Ρε φίλε, δεν πάμε με το μηχανάκι στο δάσος να μαζέψουμε μανίτες(μανιτάρια)! Να, λίγο θα κάνουμε.
Μπήκαμε μέσα στους θάμνους και άρχισε να μαζεύει κάτι τεράστια
μανιτάρια με περίεργες ονομασίες: σουμανίτες, νεφρίτες, φούσκες,
κουμαρίτες, κ.τ.λ.. Στο γυρισμό καθόταν πίσω μου κι είχε κρεμασμένο στη
πλάτη του ένα τσουβάλι γεμάτο μανιτάρια και στο χέρι την τσάντα με τα
ψάρια. Περνώντας από το σπίτι κάποιου γνωστού, μάς φωνάξανε.
-Έι,κατεβείτε έχουμε ψάρια και μανιτάρια.
-Θα κατέβουμε, δε γίνεται, θα παρεξηγηθούν.
Κατάλαβα!Κατάλαβα και το κρασί αργότερα να με χτυπάει στο κεφάλι.
-Άντε, πάμε να πέσουμε καμιά ώρα,να σηκωθούμε να ψήσουμε τα δικά μας για το βράδυ. Χέσε τη συνέλευση.
Στον ύπνο μου έβλεπα ότι έβγαζα
λόγο και κανένας δεν μού ’δινε σημασία. Μόνο ο πρόεδρος φώναζε πως
ήμουν εκτός διαδικασίας. Χέστηκα! Ξυπνήσαμε και ήπιαμε το καφεδάκι μας,
προλαβαίνοντας ίσα-ίσα τον θάνατο του κόκκινου ορίζοντα. Άρχισε να
φτιάχνε τα μανιτάρια, άλλα τα έβρασε και τους έβαλε λαδόξιδο, άλλα στο
κάρβουνο και άλλα τηγανητά με αυγά. Ανάψαμε και τα κάρβουνα για τα
ψάρια,αρχίζοντας να δοκιμάζουμε και το μπρούσκο σιγά-σιγά.
-Ρε συ,δεν πας να φωνάξεις και τους συναδέλφους σου νά’ ρθουν εδώ,μια και δεν πήγες στην συνέλευση!
-Πλάκα κάνεις!
-Καλά,θα πάω εγώ.
Έγινε γλέντι τρικούβερτο.Οι
συνάδελφοι είχαν να το λένε.Ακόμα και σήμερα όταν συναντιέμαι με
κάποιους ρωτάνε «τι γίνεται εκείνος ο ωραιος τύπος;»,«πόσο ωραία
περάσαμε έτσι ξαφνικά σπίτι του!»
Τα τραπεζώματά του έχουν
μείνει. Μερικά έχουν απαθανατιστεί σε φωτογραφίες.Υπάρχει μια πόζα που
την έχει πιάσει σ’ ένα καλώδιο του σαλονιού.Την έχω κι’εγώ αυτήν την
φωτογραφία. Αυτήν παρατηρώ και μου μπήκε η ιδέα να την κάνω να μιλήσει,
να την κάνω ιστορία ή μάλλον να γράψω την ιστορία της.
Είναι ένα κατακόκκινο
ορθάνοικτο παράθυρο, σαν καρδιά αιμάσουσα, όχι σαν εκείνες τις μελό που
κάποιος φαντάρος εμφανίζεται καπνίζοντας. Μέσα από το παράθυρο
ξεπρόβαλαν δυό αγαπημένες φιγούρες που ακουμπούσαν ο ένας τον άλλο και
οι δύο το πρεβάζι. Από κάτω τους, φαίνονται άλλα δυο κεφάλια και τα
μπράτσα μιας κιθάρας κι’ ενός μπουζουκιού που κρατάνε παίζοντας. Οι δυό
στο παράθυρο έχουν ζωγραφισμένη την απόλαυση της στιγμής, ο
Χρυσόστομος,την αγαλλίαση ο άλλος,που την συνοδεύει ένα παιδικό χαμόγελο
και αςέκανε προσπάθεια το παχύ μουστάκι του να τη κρύψει. Οι
οργανοπαίχτες μας έχουν αποτυπώσει την αφοσίωση για την καλλιτεχνική
προσπάθεια ο ένας και του άλλου τα μάτια τρυπάνε τον χρόνο για να
γυρίσουν ίσως ένα χρόνο πίσω να βρουν κάπου εκεί την αγάπη που πέταξε.
Βλέποντας αυτή τη φωτογραφία το
μυαλό μου ανοίγει το πλάνο στο οποίο εμφανίζονται ένα τραπέζι φορτωμένο
με πιάτα, ποτήρια, κανάτες κρασί και γύρω-γύρω μια μεγάλη παρέα κοντά –
κοντά σαν να κάνουν φράγμα να μη χαθεί τίποτα από εκείνη τη στιγμή και
άλλα όργανα και τα τσιγάρα και η κληματαριά και η θάλασσα. Η αυλή του
Χρυσόστομου είχε σαλπάρει, είχε ξανοιχτεί τραγουδώντας και μεις ναύτες
μεθυσμένοι τραβούσαμε χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο αλλά με τη χαρά της
αναχώρησης που μπορεί σε μερικούς νάταν και επιστροφή,κάπου που η
νοσταλγία βασάνιζε το μυαλό. Είχαμε ξεκινήσει από το μεσημέρι πίνοντας
τρώγοντας, απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά, κάθε γουλιά, κάθε κουβέντα, κάθε
γέλιο, διασταυρώνοντας τα πιρούνια, τα ποτήρια, τις ματιές και τις
κουβέντες.
Αρχίσαμε το τραγούδι. Ό,τι πιο
διασκεδαστικό ξέραμε, στην αρχή. Μερικοί μεράκλωσαν κι έριξαν και καμιά
στροφή. Ύστερα πιάσαμε τα ξεχασμένα και τα περίεργα. Τραγούδια που
αφορούσαν ωραίους αλλά άτυχους και για κάποιους που άναβαν ντουμάνια στο
Άγιο Σπυρίδωνα κι’ έβλεπαν αγγέλους. Άρχισαν τα συναισθήματα να μας
πλημμυρίζουν θέλοντας να ξεχειλίσουν, να χυθούν, να πάν’ να βρουν τη
θάλασσα. Όταν τραγουδήσαμε «της αγάπης αίματα» τα μάτια μας δεν άντεξαν
το φούντωμα, δάκρυσαν. Κοιταζόμασταν και αυτά εκεί,τα δάκρυά μας
συνέχιζαν τον κατήφορο, μικρά διαμάντια που κύλησαν, να χαθούν. Αν
μπορούσαμε θά ‘χαμε σκύψει να τα μαζέψουμε ένα-ένα. Αλλά αυτά είχαν
κάνει την δουλειά τους, είχαμε αγαπηθεί περισσότερο, είχαμε νιώσει
μαζί.
Ήμασταν όλοι γυμνοί από την
μέση κι’ απάνω . Μείναμε τελικά ολόγυμνοι, αθώοι κι’ αληθινοί κρατώντας
τις καρδιές μας σαν ανοιχτά γαρύφαλλα, έτοιμοι να τα προσφέρουμε ο ένας
στον άλλον,για να εκφράσουμε αυτό που ήταν ήδη γνωστό...
Λεωνίδας Βουδογιώργης