“Εδώ στη ρωγμή του χρόνου
Κρύβομαι για να γλιτώσω.
Εδώ στη ρωγμή του χρόνου
Θάβομαι για να μεστώσω.”
Πριν πολλά χρόνια όταν στο Να υπήρχε μόνο ένα καφενεδάκι με ψησταριά, ο πατέρας μου, που ήταν ιστορικός, μας έκανε ξενάγηση. “Από δω έμπαινε η πεντηκόντορος. Εκεί έδεναν τους κάβους. Εκεί ήταν ένας ναός. Έβγαιναν οι ιερείς να ευλογήσουν το καράβι. Ανέβαινε ο καπετάνιος με δώρα και το σφαχτό για τη θυσία”.
Σήμερα η κόρη μου είναι στην ηλικία που ήμουν εγώ τότε. Φέτος που πήγαμε για μπάνιο, με ρώτησε: “Κάτι έχει αυτό το μέρος. Ενώ δε φαίνεται και τίποτα σπουδαίο. Κάτι έχει. Τι;” Της εξηγώ λοιπόν. Την ξεναγώ -μαζί της κι εσάς.
Ο τόπος κι η χρήση του, ο ναός κι η λατρεία
Στην εκβολή της Χάλαρης στα αρχαία χρόνια ήταν ένα στενόμακρο λιμανάκι, μια βαθιά εσοχή -σα φιόρδ- στη μονοκόμματη ακτογραμμή της βορειοδυτικής Ικαρίας. Εκεί κατέβαιναν απ' τα βουνά οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής και κυνηγούσαν ή ψάρευαν. Αργότερα, στην Εποχή του Χαλκού, κατέφθασαν απ' την Ανατολή με τις “πιρόγες” τους (“άκατοι”) οι Κάρες, περήφανοι ναυτικοί και πολεμιστές που μοιράστηκαν το Αιγαίο με τους Κυκλαδίτες και τους Κρητικούς. Αυτοί μάλλον ήταν που πρώτοι χρησιμοποίησαν το Να σαν λιμάνι -ορμητήριο για να κουρσεύουν καράβια- κι επίσης ίδρυσαν εκεί τόπο λατρείας.
Τους Κάρες εκτοπίζουν στα 700 π.Χ. Έλληνες που έρχονται από την Μίλητο της Μικράς Ασίας. Μαζί τους φέρνουν κατσίκια και πρόβατα, κλήματα αμπελιού, ελιές, βελτιωμένα δημητριακά και νέους θεούς. Τον Απόλλωνα (ή τον Ασκληπιό) για τα Θέρμα, τον Διόνυσο για την Οινόη και την Άρτεμη για το Να. Την Άρτεμη παρθένα κυνηγό, προστάτιδα της φύσης, αφέντρα των ανέμων, που την επικαλούνται οι ναυτικοί όταν τους πιάνουν τα μελτέμια. Οι Μιλήσιοι δεν μπορούσαν να είχαν κάνει καλύτερη επιλογή.
Το λιμανάκι στις εκβολές της Χάλαρης, ήταν για τους Ίωνες ναυτικούς ο τελευταίος σταθμός για τροφοδοσία και ξεκούραση (και μια τελευταία προσευχή) πριν σαλπάρουν για να περάσουν με τα καράβια τους το ανοιχτό Ικάριο πέλαγος και να πάνε στη Δήλο, τον βασικό εμπορικό και θρησκευτικό κόμβο του Αιγαίου της αρχαιότητας. Οι πλαγιές του φαραγγιού και τα βουνά προμήθευαν κυνήγι, δώρο της θεάς, οι χωρικοί έφερναν τρόφιμα και κρασί, ενώ το ποτάμι κι οι πηγές έδιναν άφθονο και καθαρό γλυκό νερό. Ωστόσο, παρά το συχνό πέρασμα πλοίων, ο Νας δεν εξελίχθηκε σε “πόλη”. Παρέμεινε μια μικρή κοινότητα συγκροτημένη γύρω από ένα ναό. Ο ναός αυτός, μάλλον μικρός (9,70 x 3,75 μ.) και άγνωστου αρχιτεκτονικού ρυθμού, κτίστηκε στα τέλη του 6ου αιώνα με μάρμαρο που έφεραν δια θαλάσσης από το Πετροκοπιό των Φούρνων. Η θέση ήταν βαλτώδης, γι' αυτό πριν κτίσουν, μπάζωσαν και σήκωσαν ένα γερό κρηπίδωμα, όπου θεμελίωσαν τον ναό, ενώ από μπροστά έκτισαν μόλο για να προστατεύονται τα θεμέλια από τα νερά και για να δένουν τα πλοία.
Το “ξόανο” της θεάς ήταν ξύλινο άγαλμα πελεκημένο σε μονοκόμματο κούτσουρο, βαμμένο, ντυμένο και στολισμένο σαν “ιερή κούκλα”. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο γλωσσολόγος Χατζηδάκης επισκεπτόμενος τη δυτική Ικαρία για να καταγράψει την αρχαΐζουσα ντοπιολαλιά, ανακαλύπτει τυχαία στην Προεσπέρα, κεραμικό θραύσμα με τη επιγραφή “ΤΑΥΡΟΠΟΛ”. Έτσι στηρίχθηκε η άποψη ότι το ιερό της Ικαρίου Αρτέμιδος ήταν “Ταυροπόλιον” -ένα από τα πολλά που υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα.
Το Ταυροπόλιον ήταν μια τελετή κατά την οποία ο ιερέας της θεάς λουζόταν με το αίμα θυσιαζόμενου ταύρου. Είχε την καταγωγή της στους εξαγνισμούς που έκαναν οι κυνηγοί για τον φόνο των θηραμάτων τους. Ως τελετή διαδόθηκε ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Ο ναός της Αρτέμιδας στην Ικαρία, γνωστός ήδη από τους κλασικούς χρόνους, μαζί και η ειδυλλιακή περιοχή γύρω του θα έγιναν πόλος έλξης για τους αστούς των μεγαλουπόλεων της εποχής. Θα οργάνωναν κυνηγετικές εκδρομές από τη Σάμο και την Έφεσο. Θα σκαρφάλωναν τις δασωμένες πλαγιές με ντόπιους κυνηγούς για οδηγούς. Θα παρακολουθούσαν τις τελετές μιας λατρείας που σωζόταν ακόμα εκεί “σαν τα παλιά καλά χρόνια”.
Όμως δεν ήταν πάντα όλα καλά. Στη διάρκεια της επανάστασης του Αριστόνικου (133-130 π.Χ.) που συντάραξε το ανατολικό Αιγαίο, εξεγερμένοι σκλάβοι, καταδιωκόμενοι από τους Ρωμαίους, φαίνεται ότι κατέφυγαν στο Να. Είτε με μάχη ή βομβαρδισμό με καταπέλτες από τα καράβια, οι αντάρτες σκοτώθηκαν και ο ναός έπαθε μεγάλες ζημιές. Ο Ρωμαίος στρατηγός ωστόσο έσπευσε να τον επισκευάσει. Οι προύχοντες κι οι ιερείς τον ανακήρυξαν ευεργέτη και του έκαναν ανδριάντα.
Το τέλος του λιμανιού
Στην Βυζαντινή περίοδο ο ναός χρησίμευσε πιθανώς ως ενδιαίτημα των πληρωμάτων ελαφρών καταδρομικών που στάθμευαν στο λιμανάκι. Ο πετρόκτιστος μόλος που φαίνεται σήμερα κατά μήκος της λιμνοθάλασσας είναι εκείνης της εποχής. Σε συνδυασμό με τις βίγλες στα υψώματα, ο Νας ίσως είχε σημασία στους πολέμους εναντίον των Σαρακηνών της Κρήτης που κατείχαν τις Κυκλάδες.
Ώσπου κάποια στιγμή, μάλλον μετά τον 11ο αιώνα, τόσο λόγω των προσχώσεων του ποταμού, όσο και της σταδιακής ανύψωσης του πυθμένα της θάλασσας, “το φιόρδ” άρχισε να κλείνει. Ο μόλος ανυψώθηκε και αχρηστεύτηκε, και άρχισε να δημιουργείται η σημερινή παραλία. Ωστόσο, φαίνεται ότι στη λεγόμενη “Εποχή της Αφάνειας” (15ος-16ος αιώνας) μπορούσε ακόμα να χρησιμοποιηθεί σαν αραξοβόλι. Γι' αυτό, οι Καριώτες έριξαν βράχους και δέντρα στην είσοδο για να μη γίνει ορμητήριο πειρατών. Κλείνοντας ο όρμος, τα νερά του ποταμού δυσκολεύονταν ολοένα περισσότερο να βρουν διέξοδο στη θάλασσα. Σε κάποια τρομερή κατεβασιά έπεσαν πάνω στη νότια (εσωτερική) γωνία του μόλου και τη γκρέμισαν, καβάλησαν το κρηπίδωμα και κλόνισαν το ναό από τα θεμέλια. Τέτοιες μεγάλες πλημμύρες διασώζει η προφορική παράδοση πως έγιναν τον 19ο αιώνα όταν οι Ραχιώτες αποψίλωσαν τις πλαγιές του Φαραγγιού για να κάνουν κάρβουνα.
Το τέλος του ναού
Η ίδια προφορική παράδοση ανέφερε ωστόσο ότι, παρ' όλες τις πλημμύρες, ως το 1840 ο ναός ήταν ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση (“τοίχοι πάνω απ' ένα μπόι ύψος, με κολόνες και αγάλματα”). Εκείνα τα χρόνια επισκέπτεται την Ικαρία ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwig Ross που καταγράφει αρχαιότητες στο Αιγαίο. Έχει διαβάσει τους αρχαίους συγγραφείς και αναζητά κάποιο ναό. Δεν τον βρίσκει στη νότια πλευρά, γι' αυτό θέλει να δει και το βόρειο μέρος. Αλλά τα μελτέμια τον εμποδίζουν να κάνει το γύρο με βάρκα, ενώ όταν του λένε να περάσει τον Αθέρα με τα πόδια, δεν βρίσκει υποζύγια. Τι ατυχία!
Αν ο Ross είχε περάσει στη Μεσαριά ή στις Ράχες θα μάθαινε σίγουρα για το Να. Θα έβλεπε το ναό και θα μας έδινε μια πλήρη περιγραφή. Ίσως ακόμα κατάφερνε με το κύρος και την παρουσία του να αποτρέψει την καταστροφή που έγινε λίγα χρόνια μετά. Όταν έκτιζαν την εκκλησία του Χριστού, αντιμετωπίζοντας έλλειψη ασβέστη και πιθανώς ωθούμενοι από αγράμματους και θρησκόληπτους κληρικούς, οι Ραχιώτες κατεδάφισαν το ναό. Πήραν όσα μαρμάρινα στελέχη χρειάστηκαν για την οικοδομή και έλιωσαν το υπόλοιπο μάρμαρο σε καμίνια. Η χειρότερη απώλεια ήταν τα αγάλματα. Αργότερα Μικρασιάτες που εγκαταστάθηκαν στην Ικαρία, μαθαίνοντας το περιστατικό, ρωτούσαν σοκαρισμένοι γιατί δεν κράτησαν τουλάχιστον τα αγάλματα. Οι ντόπιοι απαντούσαν ότι οι πρωτεργάτες της καταστροφής τους έλεγαν: “Δεν βλέπετε πως κοιτούν; Απ' όποια μεριά κι αν πας, σε κοιτούν. Είναι δαίμονες!”
Οι λεπτομέρειες του εγκλήματος αποκαλύφθηκαν έναν αιώνα αργότερα, το 1938, στον Λέοντα Πολίτη. Ο αρχαιολόγος δεν βρίσκει ναό, ούτε καν ερείπια, παρά μόνο το ασβεστοκάμινο και γύρω-γύρω καμένα μάρμαρα. Παρά την απογοήτευσή του, ωστόσο, ο Πολίτης σε λίγες μόνο μέρες διεξάγει μια υποδειγματική ανασκαφή. Κάνει τομές, εντοπίζει, αποτυπώνει, χρονολογεί, συγκεντρώνει ευρήματα. Και επιβεβαιώνει επιτέλους ότι ο Νας ήταν η θέση του ναού της Ικαρίας Αρτέμιδος που ανέφεραν οι αρχαίες πηγές. Φεύγοντας, άφησε τα ευρήματά του στις Ράχες. Σκόπευε να ξανάρθει, δυστυχώς όμως σε λίγο ξέσπασε ο πόλεμος. Ένα μέρος των ευρημάτων κλάπηκε από τους Ιταλούς στη διάρκεια της κατοχής, τα πιο σημαντικά όμως σώθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο μουσείο του Κάμπου. Η κατασκευή αυτού του όμορφου μικρού μουσείου που έγινε με λίγα χρήματα απ' την Αμερική και μπόλικη προσωπική εργασία των κατοίκων, ίσως ξέπλυνε λίγη απ' τη ντροπή για την κατεδάφιση του ναού.
Υπάρχουν ακόμα αρχαία;
Αν υπάρχει κάτι, αυτό θα είναι στη θάλασσα. Αλλά πώς θα είναι; Το 1967 όταν ήμουν παιδί στον Αρμενιστή, μετά από μια μεγάλη φουρτούνα, αφού τραβήχτηκαν τα νερά, μάθαμε ότι φάνηκε στο βυθό του Να ένα άγαλμα. Στις Ράχες τότε παραθέριζε ένας Αμερικανός αρχαιολόγος που ενθουσιάστηκε και οργάνωσε την ανάσυρση. Βουτηχτές ανέβασαν στη βάρκα μια Ιωνική Κόρη, ακέφαλη, με ωραίο χιτώνα και τις περίφημες πτυχές. Μπορεί κανείς να τη δει σήμερα στο μουσείο του Κάμπου. Είναι απελπιστικά διαβρωμένη από τη θάλασσα και την τριβή με τα χαλίκια. Με βάση αυτό, ο πατέρας μου πίστευε ότι οτιδήποτε άλλο βρισκόταν στο βυθό του Να θα ήταν στην ίδια κατάσταση, δηλαδή, σχεδόν άμορφο.
Η αρχαιολογική σημασία του Να
Οι τουρίστες απορούν. Μια αρχαιολογική περιοχή χωρίς αρχαιότητες; Χωρίς έστω μια κολόνα, ένα σπόνδυλο, ένα κιονόκρανο; Από ψηλά ο μόλος του αρχαίου λιμανιού δεν διαφέρει απ' τις ξερολιθιές, κι οι καφέ πέτρες της βάσης του ναού μοιάζουν με σκαλιά στο πουθενά -χωρίς νόημα. Δεν υπάρχει τίποτα, και όμως αφού κατέβουν οι τουρίστες, επιστρέφουν οι περισσότεροι πολύ ικανοποιημένοι. Γιατί;
Είναι το τοπίο. Το οποίο, χάρη στην έγκαιρη ανακήρυξη της περιοχής σε αρχαιολογική ζώνη, παρέμεινε σχεδόν ανέπαφο -χωρίς οικοδομές, χωρίς δρόμους- περίπου στη μορφή που είχε την αρχαία εποχή. Είναι το φαράγγι, άγριο κι απόκρημνο, κι ο όρμος, άγριος κι αυτός, όμως και τα δυο μαζί μια ζεστή αγκαλιά. Είναι το τοπίο που διάλεξαν οι Κάρες και έκαναν κρυψώνα, ιερό και ορμητήριο. Το τοπίο που ενέπνευσε τους Ίωνες και το αφιέρωσαν σε μια μεγάλη θεά. Η αρχαιολογική σημασία του Να βρίσκεται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά, εκείνα που οι αρχαίοι με το αλάνθαστο αισθητήριο τους εντόπισαν και αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο. Η μαγεία και η ιερότητα δεν οφειλόταν στο ναό. Αντιθέτως, ο ναός ήταν επακόλουθο της μαγείας και της ιερότητας του τόπου. Γι' αυτό, κι αν χάλασε ο ναός, κι αν έλιωσαν τα αγάλματα, η μαγεία και η ιερότητα παρέμειναν. Ο Νας είναι ένα “αρχαίο τοπίο” που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας.
(Η υποθετική αναπαράσταση του Να τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς και τα περισσότερα στοιχεία είναι από το βιβλίο “Αρχαία Ικαρία” του καθηγητή Α. Παπαλά, εκδ. 2002)