Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Πάτρα Σιμάκη – Σπέη: Πρόσφυγας πολέμου το 1942 στο Ajaltoun

Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο που πήραν χιλιάδες Έλληνες στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μικρή ηλικία τότε η Πάτρα Σιμάκη – Σπέη, θυμάται και μας διηγείται το ταξίδι της από την Ικαρία μέχρι το Λίβανο.
-Πότε για γιατί φύγατε;
-Το Μάη του 1942 απελπισμένοι οι γονείς μας που δεν είχαν να μας ταΐσουν, αποφάσισαν να φύγουμε και να πάμε στη Μικρά Ασία. Χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, αλλά ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ξεκινήσαμε το περπάτημα νύχτα για να μην μας πάρουν χαμπάρι οι Ιταλοί και φτάσαμε σον Άγιο Φωκά, το λιμανάκι κάτω από το Περδίκι. Μπήκαμε σε μία μπεζίνα του Χοντρουδάκη κάπου 32 άτομα, αλλά η μηχανή ήταν χαλασμένη και επίσης αν έπαιρνε μπροστά θα μας έπαιρναν χαμπάρι. Ξεκινήσαμε τη νύχτα και τις πρωινές ώρες φτάσαμε στα βουνά της Μικράς Ασίας.

απόσπασμα από γραπτή διήγηση της Π. Σιμάκη – Σπέη
-Ποιές ήταν οι πρώτες στιγμές στην Τουρκία;
-Ανεβαίναμε ξυπόλητα τα βουνά, κρατούσαμε και κάτι μπογαλάκια, ο καθένας τα δικά του, ο αδερφός μου ήτανε μωράκι τον είχε ο πατέρας μου στους ώμους του και περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, αλλά είχε κάτι δρομάκια που είχαν βάλει σημαδούρες οι πρώτοι που είχαν φύγει. Περπατούσαμε είχαμε και πολλά μικρά παιδιά που ήταν πεινασμένα και φτάσαμε σε ένα βουνό, όπου ανάψαμε φωτιά και το άλλο πρωί συνεχίσαμε.
Τώρα από φαγητό, κρατούσαμε λίγο αλευράκι, κάναμε καμιά κουρκούτα και ταΐζανε τα παιδιά. Ένα βράδυ ήρθαν κάτι αγριανθρώποι με άλογα, Τσέτες τους λέγανε, κάνανε δύο – τρεις στροφές και φύγανε, δεν μας πειράξανε. Το άλλο βράδυ βρεθήκαμε σε μία μάντρα με τεράστια σκυλιά και φοβηθήκαμε, αλλά τους είπε κάτι αυτός που τα είχε  και σταματήσανε. Εκεί όποιοι είχαν και του έδιναν πράγματα τους έδινε γάλα, όσοι δεν είχαν τους έδινε τσίρο (το τυρόγαλο). Φτάσαμε σε ένα μικρό χωριό το Κουζούμκουγιου και είδαμε μία γυναίκα που μας έγνεψε και πήγαμε γιατί δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε.
-Τί συνέβη εκεί;
-Ήταν μία τουρκοκρητικιά και έβγαλε ένα ψωμί μεγάλο σπιτικό και γάλα και τυρί και κάτσαμε γύρω – γύρω και τρώγαμε και κλαίγανε οι γυναίκες, έκλαιγε και αυτή. Την άλλη μέρα ειδοποίησαν και ήρθαν κάτι αυτοκίνητα και μας πήρανε, εγώ φοβήθηκα γιατί έβλεπα πρώτη φορά αυτοκίνητο και είπα «πάει, περπατάει το σπίτι», και μας πήγανε στον Τσεσμέ. Εκεί ήταν πολλοί πρόσφυγες και στρατώνες, σε κάθε οικογένεια δίνανε και μία ψάθα και κοιμόμασταν δίπλα – δίπλα με άλλους. Ήταν πολλοί Ικαριώτες, Χιώτες, Σαμιώτες και κάτσαμε τρεις μήνες.
Εκεί ήταν προσφυγιά, κλαίγανε ανθρώποι, πεθαίνανε παιδιά που ήταν εξαντλημένα. Μετά πήγαμε στο Χαλέπι στη Συρία και μείναμε τρεις μήνες, ήταν πιο υποφερτά είχαμε κρεβάτια, τσάι, φαγητό, κάναμε Χριστούγεννα και γιορτή με χριστουγεννιάτικο δέντρο, μας έδιναν παιχνιδάκια οι στρατιώτες.
-Ο τελικός προορισμός ποιός ήταν;
-Μετά πήγαμε στο Λίβανο σε ένα στρατόπεδο που ήταν από τα καλύτερα και μετά σε ένα χωριό (ajaltoun). Είχε 16 ξενοδοχεία τη σειρά και κάθε οικογένεια έπαιρνε και από ένα δωμάτιο. Αν το δωμάτιο ήταν μεγάλο έβαζαν δύο οικογένειες. Μας έδιναν ωμές τροφές και τις μαγειρεύαμε εμείς, ψωμί κάθε βράδυ, φρούτα. Καλά περνούσαμε.
Ένα ξενοδοχείο το έκαψε κεραυνός αλλά κανείς δεν έπαθε τίποτα και το σχολίαζαν οι Λιβανέζοι, λέγοντας «κουάις Γιουνάν», δηλαδή ότι οι Έλληνες είναι καλότυχοι.
Μετά ήρθε η ώρα του γυρισμού, φύγαμε από τη Χάιφα με υπερωκεάνιο όπου έβαλαν εμάς και τους πρόσφυγες από το στρατόπεδο της Γάζας. Από εκεί φτάσαμε στη Χίο και από εκεί με καΐκι φτάσαμε στον Εύδηλο της Ικαρίας.
…ευχαριστούμε τη Δέσποινα Σιμάκη για τη βοήθεια και τα υλικά από το οικογενειακό αρχείο…
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος                                       http://www.ert.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου