Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Μια ιστορία Ικαριώτικη

Το 1964 είναι μια χρονιά σημαντική για μένα, είμαι 6 χρόνων περιμένω με λαχτάρα να πάω σχολείο, να γεννηθεί το τρίτο παιδί της οικογένειας μας και τις αλλαγές στο σπίτι που ο πατέρας μου αποφάσισε.
Μόλις τέλειωσαν οι βροχές κατέβασε την σκεπή και άρχισε να κτίζει πρόσθετες πέτρες ώστε να ψηλώσει τα κουφώματα που ήταν χαμηλά να ρίξει πρέκια από τσιμέντο και να βάλει κεραμίδια στη σκεπή αντί τις Ικαριώτικος πλάκες που είχε. Είχε προαίσθηση ότι οι γιοι του θα ήταν ντερέκια.
Στην διαδικασία λοιπόν αυτή, καθώς ξεκλείδωνε την αψίδα ( καμάρα) σ’ ένα παράθυρο, έπεσε και χτύπησε στα πλευρά και στο πόδι. Έζησα την πτώση και σώθηκα από θαύμα, καθώς ήμουν κάτω από την καμάρα και μιλούσα με τον μπαμπά μου, αφού ήμουν ο βοηθός του όπως έλεγε.
Ο τραυματισμός του λοιπόν, πέρα από την αναστάτωση που επέφερε, είχε σαν αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εργασίες, αφού χρήματα για εργάτη δεν υπήρχαν. Η κοιλιά της μάνας μου μεγάλωνε, το καλοκαίρι περνούσε κι εμεις ζούσαμε σ ένα σπίτι χωρίς σκεπή και κουφώματα και όλη την οικοσκευή μας εκτεθειμένη. Ο πατέρας μου περήφανος από την φύση του, έσερνε το πόδι του και μ ένα μπαστούνι προσπαθούσε να κάνει μερεμέτια κι ότι του ήταν δυνατόν.
Έφτασε ο Αύγουστος και στις 15 μέρα που οι χωριανοί ξεκουράζονται από τις δουλειές, αποφάσισαν να κάνουν ένα δώρο στην οικογένεια μας. Από νωρίς το πρωί, χωρίς καμία προειδοποίηση, έφτασαν όλοι στο σπίτι με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να φτιάχνουν την σκεπή. Ήμουν μικρή για να καταλάβω την αξία της πράξης από μόνη, όμως τα δακρυσμένα ματιά της μάνας μου και η χαρά που είδα στο πρόσωπο του πατέρα μου ήταν αρκετά.
Η σκεπή ολοκληρώθηκε τη ίδια μέρα και η ευλογιά της πράξης ήρθε από τον ουρανό το απόγευμα. Λες και η Παναγία παρακολουθούσε με το που στερεώθηκε το τελευταίο κεραμίδι έριξε μια υπεροχή καλοκαιριάτικη μπόρα. Να έτσι για να ποτίσει τους κήπους και να βεβαιωθούμε ότι επί τέλους θα έχουμε μια σκεπή που δεν θα μπάζει ραξούνες να μας νανουρίζουν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια.
Ο χειμώνας εκείνος του 1964 ήταν βαρύς, ο Μπάμπης μα γεννήθηκες στις 16 Σεπτέμβρη και πέρασε τον πρώτο του χειμώνα με κουρελούδες στα κουφώματα και χιόνια που κράτησαν πάνω από μήνα, πράγμα σπάνιο για το νησί.
Είναι πολλά τα όμορφα που έχω να θυμάμαι , από την ζωή μου στο χωριό, μα η αγάπη και η συντροφικότητα υπερέχουν όλων.
Είμαι τυχερή που γεννήθηκα σ ένα τέτοιο ευλογημένο τόπο και λυπάμαι που το μόνο που μπορώ να του προσφέρω είναι αγάπη μου και η απέραντη ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους του.
Αναμνήσεις της  Ελένη Σέττα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου