Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Η ίδρυση της Ελεύθερης Πολιτείας της Ικαρίας το 1912

“Πέτρα σκληρή και άγονη με κάτοικους απόρους,
κι’ αυτούς τους τοποθέτησαν εξ’ ίσου εις τους φόρους [...]
Μόνη σου παραδόθηκες μ’ αγάπη στην Ελλάδα,
Και κείνη σ’ έχει σήμερα σαν μια καλή γελάδα….”
Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος, που ξέσπασε το 1911 στη Λιβύη, μεταφέρθηκε στο Αιγαίο με σκοπό οι Ιταλοί να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα. Με αυτό τον τρόπο ήθελαν να εμποδίσουν την ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έως τον Μάιο του 1912 τα περισσότερα από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ιταλών. Σαν σήμερα, στις 17 Ιουλίου του 1912, οι κάτοικοι της Ικαρίας, που δεν βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή, ανακηρύσσουν την Ικαρική Πολιτεία.
Με αφορμή την Ιταλική κατοχή, αντιπρόσωποι των ελληνικών νησιών συναντήθηκαν στο μοναστήρι του Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο από τις 3 έως τις 5 Ιουνίου του 1912. Στις 4 του ίδιου μήνα, οι αντιπροσωπείες κήρυξαν τη δημιουργία της «Πολιτείας του Αιγαίου» εκφράζοντας έτσι την κοινή τους επιθυμία για ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα και την αποχώρηση των Ιταλών.
Ο Χ. Παμφίλης, δικηγόρος και εκπρόσωπος της «Ικαριακής εν Αιγύπτω Αδελφότητος» βρέθηκε μεταξύ αλληλέγγυων νησιωτών του Αιγαίου σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Τάχθηκε υπέρ του ένοπλου αγώνα κατά των Τούρκων στην Ικαρία και πρότεινε την κήρυξη της αυτονομίας των όμορων νησιών. Οι Ικαριώτες, κατόπιν τούτου, ήρθαν σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση μέσω του γιατρού Ιωάννη Μαλαχία.
Ξεκίνησαν άμεσα τις προετοιμασίες για την εκπαίδευση των ανδρών στη μάχη. Ο απεσταλμένος του Υπουργείου Εξωτερικών Κ. Μυριανιθόπουλος Κυπραίος, ηγήθηκε του ένοπλου σώματος των Ικαρίων. Στην εξέγερση που ακολούθησε, οι Ικαριώτες κατάφεραν να επανακτήσουν τον έλεγχο εδαφών. Έφτασαν στο χωριό Χρυσόστομος όπου έλαβε χώρα μία αιματηρή μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Ι. Σπανός.
Το τελευταίο προπύργιο των Τούρκων ήταν το διοικητήριο στον Άγιο Κήρυκο. Οι υπερασπιστές του παραδόθηκαν και μαζί με άλλους αιχμαλώτους μεταφέρθηκαν στη Σάμο, από όπου κατευθύνθηκαν στη συνέχεια προς την Έφεσο.
17 Ιουλίου 1912: Η ίδρυση της Ελευθέρας Ικαριακής Πολιτείας | ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ: Η ένωση της Ικαρίας με την Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε αυτή την ευνοϊκή για τα ελληνικά δεδομένα συγκυρία. Η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στους Ικαριώτες να κηρύξουν την ανεξαρτησία του νησιού, παρά το θετικό αποτέλεσμα του ένοπλου αγώνα. Σε ψήφισμα που ακολούθησε σύσσωμος ο Ικαριώτικος λαός έδωσε την έγκρισή του για την ανακήρυξη της «Ελεύθερης Αυτόνομης Πολιτείας».
Την εξουσία της Πολιτείας, ανέλαβε η Διοικητική Επιτροπή. Αποτελούνταν αρχικά από εννέα δημογέροντες οι οποίοι αυξήθηκαν σε δώδεκα, υπό την προεδρία του Ι. Μαλαχία. Καθόρισαν σημαία με χρώμα κυανό και ένα λευκό σταυρό στο κέντρο της.
Ο Φρ. Καρέρ έγραψε τους στίχους του Ύμνου της Πολιτείας και τη μελοποίησή του ανέλαβε ο Κ. Ψάχος. Η Ελεύθερη Πολιτεία της Ικαρίας, κατά τον πεντάμηνο βίο της οργάνωσε τον τομέα της Διοίκησης, εξέδωσε γραμματόσημα και εφημερίδα.
Προχώρησε στη σύσταση σωμάτων ακτοφυλακής και χωροφυλακής. Αποφάσισε τη λειτουργία δικαστηρίων, ταχυδρομείου και τελωνείου.
Στην αρχή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου μία ομάδα Ικαριωτών υπό τις διαταγές του Α. Βλαχόπουλου αποπειράθηκε να καταλάβει το νησί με δυνάμεις που αποβίβασε από το αντιτορπιλικό «Θύελλα».
Στις 4 Νοεμβρίου 1912, με επίσημη τελετή που έγινε στον Εύδηλο η Ικαρία ενώθηκε τελικά με την Ελλάδα. Η προσχώρηση του ακριτικού νησιού αναγνωρίστηκε και διεθνώς από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που υπογράφηκε το 1913.                                                                                                                      http://tvxs.gr/

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μενέλαος Λουντέμης: “Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”

  -Η Νικαριά είπατε, συμπεθέροι; Να σας το πω εγώ τι είναι. Λοιπόν η Νικαριά είναι η φωτιά, που τη φυσούνε ούλοι οι αέρηδες και κανένας δεν την σβήνει.
-Και γιάντα μωρέ; -Λαουρέ θα πω- και γιάντα δεν τη σβήνει;
-Γιάντα… χε χε χε! γελάει ο γέρο-Λαγουρός. Γιάντα ε; Γιατί η φωτιά, παιδί, εν είναι η Νικαριά. Η φωτιά είναι η ψυχή του Νικαριώτη»
( Μενέλαος Λουντέμης, «Το κρασί των δειλών», εκδ. Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 9)
Oμάδα εξορίστων ετοιμάζει το κοινό συσσίτιο. Kατά τη εποχή του Eμφυλίου, στην Iκαρία οδηγήθηκε μεγάλος αριθμός αριστερών,κομμουνιστών, μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης, για να εμποδιστεί η πιθανή ένταξή τους στον Δημοκρατικό Στρατό. Για τρία χρόνια περίπου, οι εξόριστοι στο νησί ήσαν περισσότεροι από τους κατοίκους.                                                                                                                                                                                                                                             του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού,
negreponte2004@yahoo.gr
      
Στις πρώτες σελίδες του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος “Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα”(1)ο Μενέλαος Λουντέμης το 1949 λιπόσαρκος (2) και σακατεμένος από το ξύλο, βρίσκεται ακόμα εξόριστος στην Ικαρία, περιμένοντας μέρα τη μέρα να τον μπαρκάρουν για τη Μακρόνησο.
1Ξέρω. Το μαξιλάρι σου καίει / Σαν τον μαρτυρικό τροχό. /Το γέμισαν από βραδύς / Οι δήμιοι των ύπνων μας / Με αναμμένα καρφιά / Μα εσύ κοιμήσου. Κοιμήσου. / Έστω κι αν στέκουν από πάνω σου / Με το όπλο “επί σκοπόν” / Και με το δάχτυλο στη σκαντάλη / Δύο διμοιρίες εφιάλτες. / Εσύ κοιμήσου. / Κοιμήσου. / Και στην άκρη του ορίζοντα / Ακούονται οι ρωγμές / Που κάνει η ήλιος / Στα κάστρα της νύχτας. / Μα εσύ κοιμήσου. (Μενέλαος Λουντέμης, Θα ξημερώσει ). (3)
Τα πάθη του ο συγγραφέας τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο: “Εμείς είμαστε ακόμα στην Ικαρία”, θα γράψει χρησιμοποιώντας εμφαντικά το εμείς, για να εντάξει βέβαια το ταπεινό του σαρκίο στην πολυπληθή ομάδα των συνεξόριστων συντρόφων του που έχουν κατακλύσει το νησί (4) και μεταφέρονται “συνοδεία” με τα βαπόρια που πύκνωσαν τα δρομολόγιά τους στη Μακρόνησο.
“Κι είναι Άνοιξη! Ντροπαλά αεράκια μαλώνουν συναμεταξύ τους. Σηκώνουν χνούδια και πουλιά. Και χαρτάκια μ’ ανορθογραφίες: ‘Όσον περί εμέ… βρίσκομαι στα τελευταία μου. Κατά τ’ άλλα… είμαι καλά! Τρομαγμένα ξεμύτισαν φέτος τα μπουμπούκια. Η αγάπη κρυβόταν στις γωνίες και σκέπαζε με την απαλάμη τα φιλιά της. Φέτος δε θάχουμε φρούτα. Τα σκότωσαν όλα πάνω στον ανθό. Μόνο τα πουρνάρια πρασινίζουν άφοβα -άγρια μες στην ασκήμια τους. Αυτά μόνο. Κι οι χωροφύλακες.” (5), που έχουν κατακλύσει το νησί, δούλοι: “που κάποτε γίνονται αφέντες. Κι οι αφέντες που προέρχονται από δούλους είναι σκληρότεροι από τους αφέντες των δούλων” (6).
2Εύδηλος Ικαρίας το 1947. Από αριστερά Σίμος Γεράκης, Χρήστος Μαυρογιώργης, Στέφανος Σαράφης, υπασπιστής του Σαράφη, Πέτρος Ανδριώτης και ο τελευταίος άγνωστος. (Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Μαλαχία).
Ο Μενέλαος Λουντέμης ζώντας ως εξόριστος στην Ικαρία, όλο αυτόν τον καιρό μετά την ήττα του Δεκέμβρη, έχοντας σε πρώτη φάση τις εμπειρίες και τα βιώματα του καταδιωκόμενου και ύστερα του πολιτικού εξόριστου, καταγράφει προσεκτικά τις δραματικές του αναμνήσεις σ’ ένα χειρόγραφο που -για να μη χαθεί- έχει αντιγράψει σε δύο αντίγραφα. Το ένα, προσεκτικά κρυμμένο στο κούφωμα μέσα στο καρφωμένο τακούνι του παπουτσιού του, το κουβαλάει συνέχεια πάνω του, ενώ το άλλο το εμπιστεύεται στην ασπρομάλλα Ζωίτσα, μιαν Ικαριώτισσα που έδινε πολλές φορές τα λιγοστά ραδίκια από τον κήπο της στον Μενέλαο Λουντέμη, τη μόνη του τροφή, “γιατί δεν δέχονταν τίποτ’ άλλο το στομάχι μου” (7).
3Pάχες 1947. Oμάδα εξορίστων και ανάμεσά τους με το ραβδί 0 Mίκης Θεοδωράκης. Ακριβώς πίσω από τον Θεοδωράκη ο Μένιος Τσερώνης. Στην Ικαρία το ίδιο διάστημα βρέθηκαν ως εξόριστοι και ο Λάκης Σιάντας, ο Ρούσος Κούνδουρος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης και πολλοί άλλοι γνωστοί αγωνιστές του ΕΑΜικού κινήματος. Ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Μαχαίρας που αναφέρει πως, όταν το καλοκαίρι του 1948 μεταφέρθηκε από τον Χρυσόστομο στο Μαυράτο της Ικαρίας, βρήκε εκεί τον Μενέλαο Λουντέμη κι έκαναν καθημερινή παρέα “σ’ ένα «θάλαμο» Ποντίων, που είχαν μια λύρα και μας τραγουδούσαν ποντιακά τραγούδια ή μας έλεγαν ποντιακά ανέκδοτα”. (8)
“Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”, γράφει ο συγγραφέας (9) και συνεχίζει για την παροιμιώδη αλληλεγγύη των Iκαριωτών στους πολιτικούς εξόριστους επισημαίνοντας: «Οι Ικαριώτες… Θυμούμαι πέρσι πούμασταν στο άλλο χωριό, το Mαυράτο. Γη δεν είχε ούτε κείνο… Λίγη αλεσμένη πέτρα όπου φυτεύανε δέκα μαρούλια και πέντε κρεμμύδια. Mα κανένας τους δεν τα γεύτηκε. Όλα τα τάιζαν σ’ εμάς. Tα πετούσαν κρυφά τις νύχτες απ’ τα μεσότοιχα. Mια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία στην πέτρα. Tα πεζούλια απ’ όπου περνούσαμε ήταν στρωμένα με φρεσκοκομμένα σύκα. Tάχαν αφηγμένα στιβίτσες στιβίτσες απάνω στα συκόφυλλα για να τα βρούμε γυρνώντας απ’ τη σκληρή δουλειά. Aλλά τι να πρωτοθυμηθώ; Tο γάλα… Tο κάθε σπίτι είχε από μια κατσικίτσα, κι ένα σωρό παιδιά. Tα παιδιά αυτά από τότε που πήγαμε εμείς χάσανε το γάλα τους. Mας τόδιναν με χίλιες πονηριές για τους αρρώστους μας. Το ξέρανε πως ο Χλαμούτσης ήταν ικανός να τους εκτελέσει επί τόπου αν τους έπιανε. Το ξέρανε. Αλλά δεν έκαναν πίσω» (10).
4Πολιτικοί εξόριστοι της περιοχής Αγ. Κηρύκου Ικαρίας (φωτογραφία του Γ. Καπετάνου στις 5-11-47)
Ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης παραμένει στην Ικαρία μέχρι “το έμπα του Ιούνη” (11). Τότε μεταφέρεται σιδηροδέσμιος από δύο όργανα της τάξεως στο Διοικητήριο του Άη-Κήρυκα, παραδίδεται στον υπομοίραρχο με τα “συνοδευτικά” του έγγραφα και εγκλείεται σ’ ένα γεμάτο από θανατοποινίτες αγωνιστές, βρώμικο και σκοτεινό κελλί “που βράζει σα σκουληκοφωλιά” (12).
Το επόμενο πρωί, απ’ τα χαράματα κιόλας, οδηγείται σ’ ένα βαρυεστημένο καϊκάκι που τον περίμενε υπομονετικά στο αραξοβόλι (13) του. Το μοτόρι σε λίγο βάζει μπρος με κατεύθυνση τον Εύδηλο, για να επιβιβαστεί το βραδάκι με τη συνοδεία του χωροφύλακα Σκουπίδα στο βαπόρι με προορισμό το Λαύριο. Η θαλασσοταραχή, ωστόσο, αναγκάζει τον καπετάνιο ν’ αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο στο Βαθύ της Σάμου, όπου φτάνουν αργά το βράδυ της επόμενης μέρας:
5Στο δρόμο από Καραβόσταμο για Αρέθουσα για το βασανιστικό προσκλητήριο (1949).
Γι’ αυτή του την εμπειρία γράφει χαρακτηριστικά ο σύγγραφέας: “… Το βαπόρι αργά, βουβά, ήρθε και φουντάρησε (14) αντίκρυ από το Λιμεναρχείο. Άδεια ήταν όλη η παραλία. Η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ήλιου. Τα σπίτια όλα μανταλωμένα (15). Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ελεύθερα ήταν εκείνοι που απαγόρευαν την ελεύθερη κυκλοφορία.
Με κατέβασαν σε μια βάρκα μαζί με το φρουρό μου. Το κέφι του Σκουπίδα ήταν μαύρο.
-Τί μας έφεραν εδώ; μουρμούριζε και κυττούσε ολοένα κατά τα βουνά. Τα τηράς (16); μου λέει… όλα τούτα είναι γιομάτα κατσαπλιάδες (17). Μην τους χαίρεσαι. Κλάφτους. Όπου νάναι τελειώνουν τα ψωμιά τους. Στραβωμάρα είχαν και μας έφεραν μες στη μύτη τους; ” (18).
Σε λίγο ο Μενέλος Λουντέμης οδηγείται εξαντλημένος στο κρατητήριο και σπρώχνεται σ’ ένα μπουντρούμι μπουκωμένο (19) βαριά αποφορά από τσιγαρίλες και ποδαρίλες, να περάσει τη νύχτα ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες που έχουν συλληφθεί για μικροπαρανομίες από ένα ανάλγητο στη φτώχεια τους κράτος.
Το πρωί που ξυπνά συναναστρέφεται με τους συγκρατούμενούς του και δέχεται τις περιποιήσεις και μοιράζεται το προσφάι με τον μπαρμπα Θαλή Αληφασκή, έναν γέρο ψαρά που τον έπιασε η αστυνομία ένεκα “αλιείας μετά της δυναμίτιδος” (20). Όταν πέφτει ξανά το σκοτάδι τον βαρύ και τρομαγμένο ύπνο των κρατουμένων διακόπτουν σεισμοί, μπαταριές (21), χαλασμός:
“Στα όπλα! ούρλιαζαν από παντού. Στα όπλα! Συναγερμός. Καλυφθήτε! Πυρ!
Τί έτρεξε; “Το αντάρτικο, λέει, έκανε έφοδο στην πόλη”. Βλακείες. Κάποιος χωροφύλακας θα τρόμαξε ως φαίνεται από τον ίσκιο του κι άρχισε να πυροβολεί. Κι εδώ λοιπόν τα ίδια. Κι έδώ έκανε έφοδο μεσ’ στην ψυχή τους ο φόβος.
Μα ο χαλασμός ωστόσο ήταν τόσος που λες πως έπεσε η πόλη σε χέρια άγριων κουρσάρων που τώρα περνούσαν τον πληθυσμό από σφαγή και λεηλασία. Ποδοβολητά ακούγονταν από παντού, κλαγγές (22), λαχανιάσματα. Φαίνεται πως όλοι, ο στρατός κι η χωροφυλακή, συγκεντρώνονταν για επίθεση. Τώρα θα συντάσσονται για να τρέξουν κατά τα βουνά. Μα… τα ποδοβολητά αντί ν’ ακουστούν στο πλακόστρωτο ακούστηκαν μέσα, στο διάδρομό μας. Και κει -απομείναμε όλοι!- οι μπούκες (23) των ντουφεκιών αντί να στραφούν προς τα έξω στράφηκαν προς τα μέσα και μας σημάδευαν.
-Αλτ!.. να μη σαλέψει κανείς… μας φώναξαν πίσω απ’ τους φεγγίτες. Τα κινητά ουραία (24) ετοιμάστηκαν.
Θα σας καθαρίσουμε όλους!.. ξαναφώναξαν.
Τα χέρια τους δε φαίνονταν για να δούμε αν έτρεμαν αλλά έτρεμαν οι κάννες τους… Έτρεμαν σα να ήσαν κρεμασμένες στον αέρα.
Πέρασε ώρα. Η σάλπιγγα κάποτε βουβάθηκε. Οι κάννες αποσύρθηκαν. Είχε σταματήσει και το τρεμούλιασμα. Έξω βασίλευε πάλι ησυχία. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει. Τα βήματα των χωροφυλάκων σύρθηκαν στο διάδρομο. Σε λίγο ξανάγινε ησυχία. Ξημέρωνε. Απ’ έξω ακούστηκαν να κυλούν κάτι ρόδες. Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν” (25) και μπήκε φρικιαστική, άυπνη από το παραθυρόνι η φάτσα του χωροφύλακα Σκουπίδα, για να οδηγήσει τον Μενέλαο Λουντέμη ως τη σκάλα του βαποριού.
6Πολιτικός εξόριστος φωτογραφίζεται με φόντο τα πλοία της εξορίας προς την Ικαρία.
Το βαπόρι πράγματι ήταν γεμάτο από νέα παιδιά, 20 ως 25 χρονών, που τους πήγαιναν σιδηροδέσμιους για “κατάταξη” στη Μακρόνησο. Ο Μενέλαος Λουντέμης κατέβηκε στο αμπάρι που έβραζε σαν καζάνι, για να υποβληθεί από τους δεσμώτες του, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, στο μαρτύριο της δίψας για καμιά εικοσαριά ώρες, όπως σαδιστικά τους ανακοίνωσε ο ανθυπομοίραρχος, όσο δηλαδή θα διαρκούσε το ταξίδι για το Λαύριο. Από τις διαμαρτυρίες και τα ξεφωνητά οι ναύτες άνοιξαν τα δύο καπάκια και με τη μάνικα από τη θάλασσα άρχισαν έναν άγριο, αλμυρό καταιονισμό (26) που κράτησε ως μισή ώρα.
Αυτή η κτηνώδης αντιμετώπιση των εκτοπιζομένων στη Μακρόνησο αποκαλύπτει στα μάτια του συγγραφέα γυμνό τον σκοπό των δεσμωτών τους:
“Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν”(27).
7Χμ… Σε γνωρίζω εγώ εσένα. / Σε ξέρω απ’ έξω κι’ ανακατωτά / Όχι απ’ την “όψη του σπαθιού την τρομερή” / Μα από την όψη τη χοντρή και βρωμερή. / Και μη θαρρείς πως γεννήθηκες σήμερα, / Είσαι πιο παλιός κι’ από το μπιστόλι σου / Κι’ απ’ το καουτσικένιο σου ρόπαλο / Το γεμάτο ξερά αίματα. / Είσαι πιο παλιός κι’ απ’ το μίσος σου / Κι’ απ’ το δικαίωμα ζωής και θανάτου / Πάνω στις ζωές μας. / Επάγγελμά σου το ξύλο. / Καρδιά σου το ξύλο. / Ξύλινος ο κόσμος σου / Ξυλοκοπημένος ο κόσμος σου. / Δεν είσαι αποδώ / Δεν είσαι μόνο εδώ. / Έρχεσαι από παντού. / Απ’ τη Χιλή και το Περναμπούκο / Απ’ το Σικάγο και το Τέξας. / Κι’ απ’ τον κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι / Ζητούν ψωμί. Ενώ / Πρέπει να το ζητιανεύουν. / (Μενέλαος Λουντέμης, Ο φύλαξ άγγελος). (28)
(Φωτογραφία: Μακρόνησος, 1950.  
 Από αριστερά προς τα δεξιά 
ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, 
ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, 
ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, 
ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, 
ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, 
ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, 
ο Γιάννης Ιμβριώτης 
και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς)
.
Το βαπόρι άραξε στο Λαύριο κοντά στα ξημερώματα. Τότε ανέβηκαν όλοι στο κατάστρωμα. Το Μακρονήσι ορθωνόταν αντίκρυ ως πέτρινο φίμωτρο…
Σημειώσεις:
1 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Γ’, Αθήνα 1974.
2 “Τους βλέπεις πώς με κάνανε”, θα πει στον πονόψυχο χωροφύλακα Μπαντούνα, που έρχεται και τον βρίσκει στο αναρρωτήριο. “Από εβδομήντα κιλά δεν μ’ αφήσανε ούτε σαράντα” (βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 20).
3 Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 87.
4 Χιλιάδες άλλοι αγωνιστές της Αριστεράς στάλθηκαν εξόριστοι κατά την περίοδο 1938 – 1954. Το 1946-1949 σ’ αυτό το νησί των 11.000 κατοίκων υπήρχαν 14.000 εξόριστοι! (Βλ. Θ. Λ., Οι εννιά της Νικαριάς. Τιμή στους αλύγιστους της ταξικής πάλης, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 Ιούνη 2015 – 2η έκδοση, σελ. 26)
5 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
6 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
7 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
8 Βλ. Ευάγγελος Μαχαίρας, Ικαρία-Μακρόνησος-Στρατοδικεία. Εξόριστος στην Ικαρία και στη Μακρόνησο, περιοδικό της Εταιρείας Ικαριώτικων Μελετών, τριμηνιαία έκδοση, αριθμ. φύλλου 14, έτος 5ον, σελ. 25.
9 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
10 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 26-27.
11 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 28.
12 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 31.
13 αραξοβόλι το: (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία• αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο.
14 φουντάρω: (εδώ, προφ.) ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.
15 μανταλώνω -ομαι: (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο || (επέκτ.) κλείνω καλά,βκλειδώνω: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα.
16 τηράω: (λαϊκότρ.) βλέπω.
17 κατσαπλιάς ο: (εδώ) υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
18 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 40.
19 μπουντρούμι το: (εδώ παρωχ.) κρατητήριο ή φυλακή.
20 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 43.
21 μπαταριά η: (παρωχ.) ομοβροντία.
22 κλαγγή η: ήχος που ακούγεται, όταν συγκρούονται σιδερένια όπλα, κυρίως ξίφη.
23 μπούκα η: (εδώ) το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου.
24 ουραίος -α -ο: (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
25 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 48-49.
26 καταιονισμός ο: (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους.
27 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 52-53.
28 Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 58-59.
http://agonaskritis.gr/
www.sarantakos.com/liter/lountemis6.htm

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η Αθήνα στην δεύτερη χιλιετία

   Η Αθήνα παρά τις καταστροφές που υπέστη(καταδρομές, σεισμούς, επιδημίες) δεν έπαψε να προκαλεί την περιέργεια πολλών δυτικών που τους έκανε να φτάσουν στην Αττική γη και να δουν από κοντά τους τόπους για τους οποίους τόσα είχαν διαβάσει. Οι αρχαιότητες είχαν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό αφού οι Τούρκοι είχαν δείξει αξιοσημείωτο σεβασμό, όπως σημειώνει και ο Άγγλος Dodwell(1) όταν αναφέρει ότι : « Οι Τούρκοι σεβάστηκαν τον Παρθενώνα και δεν έθιξαν διόλου τις Καρυάτιδες». Ο ιδιότυπος «φιλελληνισμός» πολλών δυτικών και οι βαρβαρότητες των Βενετών υπήρξαν τελικά η αιτία της καταστροφής σημαντικού μέρους των αρχαιοτήτων.




Ξεκινώντας από τον Άραβα γεωγράφο Εδρισή το 1154 (2), η Αθήνα χαρακτηρίζεται ως «Πολυάνθρωπη πολιτεία που περιβάλλεται από περιβόλια και αγρούς».
Τα πολλά περιβόλια κάνουν εντύπωση και το 1580 ο Γερμανός Reinhold Lubenau(3),όπου συναντάει Αθηναίους που κάθονταν κάτω από τα δέντρα κοντά σε δροσερές πηγές και έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν, κάνοντας τον Lubenau να εγκωμιάζει την μελωδία των αθηναϊκών τραγουδιών. Εντύπωση του προκαλεί και η μακροζωία των κατοίκων της Αθήνας και το υγιεινό κλίμα της, ενώ ο αέρας της τόσο πολύ ευωδίαζε τόσο «που ένοιωθες να σε τυλίγει μια παράξενη γοητεία. Η πολιτεία είναι χτισμένη σε πολύ υγιεινή περιοχή. Είδα εκατοχρόνιτες που δεν θυμούνται ν’αρρώστησαν ποτέ στη ζωή τους. Αντίθετα στις γειτονικές περιοχές παρατηρείται μεγάλη θνησιμότητα από τις επιδημίες».

Οι κάτοικοι της Αθήνας είναι Έλληνες, Εβραίοι και αρκετοί Ιταλοί. Η ακρόπολη είχε εκείνη την εποχή κατακλυστεί από γενίτσαρους ύστερα από πληροφορίες ότι «οι Ισπανοί πλέουν με την αρμάδα τους εναντίον της αυτοκρατορίας». 
Η κατάσταση όμως της Αθήνας το 1609, όταν την επισκέφθηκε ο Άγγλος William Lithgow (4)ήταν απελπιστική, να η περιγραφή του:
« Από όλη αυτή τη χώρα, από το ένδοξο παρελθόν της έμεινε μονάχα το όνομα. Οι τουρκικές βαρβαρότητες και ο χρόνος εξαφάνισαν όλα τα αρχαία μνημεία. Απάνθρωπες οι συνθήκες της ζωής, ούτε ίχνος πνευματικών ενδιαφερόντων. Οι σημερινοί Έλληνες είναι σαν φυλακισμένοι σε κάτεργο, είναι σκλάβοι σκληρόψυχων τυρράνων. Έχει τόσο παραμορφωθεί αυτό το άλλοτε πλούσιο βασίλειο, τόση δυστυχία βασανίζει αυτό το λαό που ένοιωσα να σπαράζη η καρδιά μου καθώς έβλεπα τα τρομακτικά έργα της σκληρής μοίρας που βύθισε στην άβυσσο της λησμονιάς μια ένδοξη εποχή.»
Περιγράφει την Αθήνα σαν μια ασήμαντη πολίχνη, οι Αθηναίοι όμως ευημερούσαν:
« Οι Αθηναίοι με φιλοξένησαν πλουσιοπάροχα τέσσερες μέρες. Με περιποιήθηκαν, με τραπέζωσαν και μου πρόσφεραν κάθε λογής εφόδια για το ταξίδι μου στην Κρήτη. Με μετέφεραν μάλιστα δωρεάν μ’ένα μπριγιαντίνι στο Τσιρίγο.

Τους ευχαρίστησα, κι’εκείνοι μου ανταπέδωσαν τις φιλοφρονήσεις μιλώντας μου για τη δίψα τους να μάθουν νέα από τον έξω κόσμο και την εκτίμηση που έτρεφαν για τους ξένους ταξιδιώτες
».

Το 1623 ο Γάλλος Louis Deshayes(5) αναφέρει για τους πολίτες της Αθήνας ότι: 
« Είναι όλοι Έλληνες και υπομένουν τη βάρβαρη μεταχείριση των λιγοστών Τούρκων. Υπάρχει ένας καδής, ένας σούμπασης και μερικοί γενίτσαροι που ανανεώνονται από την Πύλη κάθε τρείς μήνες».


Σημαντικός σταθμός στον περιηγητισμό στη Ελλάδα είναι το ταξίδι του Τούρκου Εβλίγια Τσελεπή περίπου το 1641(6)
O Εβλίγια ήταν ίσως ο μόνος περιηγητής που είδε τον Παρθενώνα από κοντά, αφού στους «Φράγκους» απαγορευόταν η ανάβαση στην Ακρόπολη. Και φυσικά ο Παρθενώνας που είδε ήταν ο Παρθενώνας προ Μοροζίνι. Ο Εβλίγια κάπως αφελώς και παρεφθαρμένα μεταφέρει τις τοπικές παραδόσεις μεταφερμένες με τη σειρά τους από τους Τούρκους της περιοχής, να τι γράφει για την Αθήνα:


«-Ιδρυτής της Αθήνας είναι ο ιερεύς Σολομών. Ας έχει ειρήνη». Προφανώς μπερδεύοντας τον Σολομώντα με τον Σόλωνα.
« Επειδή μαζεύτηκαν στην πόλη της Αθήνας εφτά χιλιάδες φιλόσοφοι διαφόρων επιστημών γι’αυτό ιστορική όλων των εθνών ονόμασαν την πολιτεία αυτή «πόλη των αρχαίων σοφών». Οι φιλόσοφοι της πολιτείας όλοι μαζί προσπάθησαν να βρουν τη θεραπεία του θανάτου. Δεν κατώρθωσαν όμως να ανακαλύψουν τη θεραπεία για χιλιάδες αρρώστιες, έγιναν και δυνάμωσαν τα κορμιά τους με εξαιρετική δίαιτα και με επίμονη άσκηση και έτσι ζούσαν 300 χρόνια».

Η ιστορική ακμή της Αθήνας ζωντανή στις μνήμες των κατοίκων της, ήταν γνωστή ακόμα και στους Τούρκους της περιοχής, αν και παρεφθαρμένη.
Εντύπωση του προκαλούν όμως τα αρχαία μνημεία της πόλης.
« Σ’αυτή την ανθηρή πόλη βρίσκονται όλα τα θαυμαστά και αξιοπερίεργα πράγματα του κόσμου και πλήθος έργα τέχνης. Υπάρχουν χιλιάδες ειδών γλυπτά από άσπρο μάρμαρο που παριστάνουν κάθε λογής όντα, περίεργα και αξιοθαύμαστα. Επίσης υπάρχουν αγάλματα που τα αγαπούν εξαιρετικά οι Φράγκοι. Οι επισκέπτες που τα περιεργάζονται τα θαυμάζουν. Ο νους τους σταματά και τα κορμιά τους ανατριχιάζουν, τα μάτια τους δακρύζουν και θαμπώνουν. Τα αγάλματα φαίνονται σα να είναι ζωντανά. Και καθώς βλέπουν προς τους θεατές τους άλλα χαμογελούν και άλλα είναι βλοσυρά ή μελαγχολικά. Για να περιγράψω τα αγάλματα χρειάζομαι ολόκληρο βιβλίο. Και πρέπει να σταματήσω την περιοδεία μου. Έπειτα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Τα αγάλματα είναι θαύμα θαυμάτων. Αδύνατον να έγιναν από ανθρώπινα χέρια.
Όσα και αν γράψει κανείς γι’αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης είναι λίγα και δεν φθάνουν. Είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθεί κανείς την πόλη της Αθήνας για να καταλάβει πως ήταν η αρχαία εποχή. Γιατί ποτέ δεν είναι το ίδιο να ακούει κανείς με το να βλέπει. Μια σοφή αραβική παροιμία λέει πως το να βλέπει κανείς είναι η καλύτερη από τις πληροφορίες.
Εγώ ο ταπεινός, ο γεμάτος ελαττώματα, από το έτος 1050 της Εγείρας(1641) γυρίζω τις εφτά χώρες της οικουμένης. Αλλά όσα είδα στη Ρώμη της Φραγκιάς, στο κάστρο του Εστρεγκομ, στην πολιτεία της Βιέννης και στην πόλη του Άμστερνταμ της Ολλανδίας, είναι σχεδόν τίποτα αν τα συγκρίνεις με τα αριστουργήματα αυτά της Αθήνας. Οποιοσδήποτε περιηγητής του κόσμου, αν δεν επισκέφθηκε και δεν περιεργάσθηκε την πόλη αυτή της Αθήνας, ας μην πη πως είναι κοσμογυρισμένος
».
Έγραψε και έναν ύμνο για την ομορφιά της Ακρόπολης:
« Μ’όλα αυτά, στη σφαίρα του κόσμου δεν υπάρχει τέτοιος λαμπρός ναός, που ν’ανοίγει τόσο την καρδιά του ανθρώπου.
Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα
Μα όμοιο μ’αυτό δεν είδα.
Αυτό το δίστιχο ταιριάζει σε τούτον τον φωτεινό, τον λαμπρό ναό, γιατί παρόμοιος του δεν υπάρχει στις ευτυχισμένες χώρες. Μακάρι ως την συντέλεια των αιώνων να είναι τόπος προσευχής και να παραμείνει στέρεος και παντοτεινός.Αμήν
».(Κώστας Μπίρης-«Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεπή»).
Για τον πληθυσμό της Αθήνας αναφέρει ότι κατοικείται από 4,000 άπιστους(Ρωμιούς). Αναφέρει ότι :
Οι μουσουλμάνοι της πολιτείας δεν είναι συμπαθείς και δεν έχουν καμιά αρχοντιά και υπόληψη, γιατί οι άπιστοι είναι πολύ πλούσιοι έμποροι και έχουν συνέταιρους στα πέρατα της Ευρώπης».
Εντύπωση ακόμα του κάνουν οι Ελληνοπούλες: 
« Στην Αθήνα υπάρχουν κορίτσια των Ρωμιών, που όμοια και αντάξια τους δεν βρίσκονται στον κόσμο. Είναι κάτασπρα, έχουν σπαθάτα φρύδια, στόμα μικρό σαν καλαμάρι, δόντια μαργαριταρένια, μάγουλα ασημένια μ’ένα λακκάκι στο σαγόνι, πρόσωπο σαν το φεγγάρι.»



Και τα ελληνόπουλα του προκάλεσαν εντύπωση…
« Υπάρχουν επίσης αγόρια σαν τις νεράιδες, αγγελοπρόσωπα, με λαφίσια μάτια, γλυκομίλητα, αργυροπρόσωπα, λυγερά, φεγγαροπρόσωπα, με μέτωπα που φεγγοβολούν. Γοητευτικά, αξιαγάπητα, χνουδάτα, που μιλάνε γλυκά και απέριττα».
Στέλνοντας ένα...μήνυμα προς τους σημερινούς Αθηναίους περιγράφει τον Υμηττό που την εποχή εκείνη το αποκαλούσαν Τρελλό ή Τρελοβούνι.
« Το βουνό Τρελλός βρίσκεται σε δύο ώρες απόσταση από την πόλη της Αθήνας. Οι Ρωμιοί, οι Άραβες και οι Πέρσες, ονόμαζαν το βουνό αυτό, το ψηλό και περήφανο, Ντελή-Νταού, δηλαδή τρελόβουνο. Τα σπαρτά, τα βότανα και τα μυριστικά που βρίσκονται απάνω σ’αυτό το βουνό δεν υπάρχουν σε κανένα κάμπο και μάλιστα πιπέρι και ρωμαίικο ραβέντι, μάραθο, λάπαθο και παρόμοια μεγάλης αξίας θεραπευτικά βότανα, που γιατρεύουν όλες τις αρρώστιες. Μάλιστα την άνοιξη, όποιος ανέβη στην κορυφή του ψηλού αυτού βουνού, η όσφρηση του γεμίζει ευωδίες από συκαμινιές, ζουμπούλια, μάραθα, μοσκορούμια, ζαμπάκια, βασιλικά, φούλια, ανεμώνες και διάφορα είδη χρυσοπότηρων λαλέδων». 



Τον 17ο αιώνα, και συγκεκριμένα το1675, ο Γάλλος La Guilletiere(Andre Guillet)(7), εκδίδει δύο χρονικά όπου περιγράφει με ζωντάνια τόπους και καταστάσεις της Ελλάδας της εποχής του( Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675 και Lacedemone ancienne et nouvelle, Paris 1676). Ένα από αυτά τα περιστατικά είναι αυτό που συνέβη μεταξύ του Guillet και της συνοδείας όταν συνάντησε δίπλα από το Θησείο, σε ένα σχολείο που υπήρχε τότε εκεί, και γινόταν μάθημα, τον δάσκαλο και μερικούς άλλους Αθηναίους. Είναι εξαιρετικής σημασίας τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτόν τον διάλογο μεταξύ του Γάλλου και των Ελλήνων συνομιλητών του, τόσο για τον τρόπο που σκέφτονταν οι Έλληνες της εποχής για την κατάστασή τους όσο και για την αντίληψή τους για την έννοια του έθνους και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Η μετάφραση είναι του Κυριάκου Σιμόπουλου (Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα,333μ.Χ.-1700,σελ.620)
»…Μιλήσαμε ύστερα για το ψωμί. Το αλεύρι δεν ήταν κατά τη γνώμη μας καλοζυμωμένο. Φταίνε οι μύλοι, λέει ο δάσκαλος. Ο Ιλισσός έχει κοπή σ’αυλάκια για τα ποτιστικά και δεν υπάρχει αρκετό νερό για το άλεσμα.
-Και γιατί δεν χτίζετε ανεμόμυλους; ρώτησε ο Άγγλος Drelingston.
-Ναι, χτίσαμε κάποτε, απαντά ψυχρά ο καλόγερος, που μιλούσε ιταλικά, τέσσερες ανεμόμυλους στον κάμπο. Αλλά δεν δούλεψε κανένας.
«Εκείνη τη στιγμή χάσαμε κάθε καλή ιδέα που είχαμε για τους Έλληνες.
Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα γέλια κι αρχίσαμε να σχολιάζουμε λατινικά με πολλή δηκτικότητα την αμάθεια των σύγχρονων Αθηναίων.
«Οι άλλοι δεν μιλούσαν διόλου. Κάθονταν σοβαροί και συνοφρυωμένοι. Νομίζαμε πως πήραν αυτό το ύφος επειδή νόμισαν πως είπαν κάτι πολύ σπουδαίο. Και αυτό μας έκανε να διπλασιάσουμε τις ειρωνείες μας. Ο δάσκαλος χαμογελούσε και δεν έλεγε λέξη.
«Ο Betaldi που δεν είχε ακόμα μιλήσει παρατήρησε ότι δεν έπρεπε να κρίνουμε αυτούς τους ανθρώπους με επιπολαιότητα.
-Οι Έλληνες μας ειρωνεύονται. Δίνοντας μας αυτές τις γελοίες απαντήσεις θέλουν να μας εξευτελίσουν για την φλυαρία μας και τις επιπόλαιες ερωτήσεις μας. Δεν υπάρχει καυστικότερη ειρωνεία από τις χλευαστικές απαντήσεις που μας έδωσαν με τόση ψυχραιμία.
«-Τότε εγώ ρώτησα τους Έλληνες αν είχαν ακουστά για κάποιον ένδοξο Αθηναίο, τον Αλκιβιάδη που είχε καταστρέψει την Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιον. Εκείνοι με κοίταζαν με έκπληξη.
«Άρχισα να τους μιλάω για τους ενδόξους προγόνους τους, τον Ολυμπιόδωρο, τον Θρασύβουλο, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα.
«Με σταμάτησε όμως ο καλόγερος και με ρώτησε αν αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερα ήταν καλοί χριστιανοί, αν ήταν από τη γενιά του Κωνσταντίνου και αν είχαν στην εποχή τους την αξία των σημερινών Αθηναίων, του Δημητρίου Βενιζέλου, του Σταμάτη Παλαιολόγου ή του Πολύμερου Ζαρλή. Ήθελε δηλαδή να συγκρίνει τους δημογέροντες της Αθήνας με τους ενδόξους άνδρες της αρχαιότητος.
«Ξαφνικά ο καλόγερος πέταξε τη μάσκα του, δικαιώνοντας τον Betaldi, και άρχισε να μιλάει ζωηρά:
- Ναι, ειρωνεύομαι τους Αλκιβιάδηδες και τους Ολυμπιόδωρους σας. Κάθε Φράγκος που έρχεται στην Αθήνα, βλέποντας πως η χώρα μας δεν είναι πια όπως κατά την αρχαιότητα μας ελεεινολογεί που δεν θρηνούμε επειδή μια τόσο ένδοξη πολιτεία βρίσκεται στο πέλμα των βαρβάρων. Και με ιερό ζήλο στηλιτεύει τους ηγεμόνες που αλληλοσπαράσσονται αντί να ενωθούν και για το δικό μας συμφέρον και για το δικό τους εναντίον των απίστων. Λόγια, λόγια, λόγια! Εδώ και πέντε αιώνες μιλάνε μάταια στην Ευρώπη για τη δύναμη των χριστιανών της και την κακή χρήση της ελευθερίας. Οι δήθεν σοφοί σας χλευάζουν την αμάθειά μας. Έχουν δίκιο;
Σας δώσαμε κατά την αρχαιότητα τα φώτα του πνεύματος και της επιστήμης. Και όταν ξεχάσατε ό,τι είχατε αποκτήσει από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τους άλλους αρχαίους, είχαμε την καλοσύνη να σας τους ξαναστείλουμε για δεύτερη φορά περί τα μέσα του ΙΕ’ αιώνα, με τον σοφό Αργυρόπουλο, τον Θεόδωρο Γαζή, τον Γεώργιο Τραπεζούντιο, τον Γεώργιο Γεμιστό
.
Συνεχίζει… 
«Γιατί απορείτε; Τον ένδοξο μοναχό Βησσαρίωνα δεν έχρισε ένας από τους πάπες σαν καρδινάλιο; Δεν τον έστειλε λεγάτο στη Γαλλία για να συμφιλιώσει τον Λουδοβίκο ΙΑ’ με τον Κάρολο, τελευταίο δούκα της Βουργουνδίας; Πιστεύετε λοιπόν ότι είσαστε οι μοναδικοί θεματοφύλακες της ιστορίας; Δεν γνωρίζετε ίσως ότι ο πάπας ετίμησε τον Βησσαρίωνα όπως κανέναν από τους καρδιναλίους σας. Παρευρέθη στην κηδεία του. Κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε. Δεν πιστεύω πως στις λατινικές κουβεντούλες σας μιλήσατε γι’αυτό το θέμα.
Θα έπρεπε όμως να ξέρετε και μια άλλη λεπτομέρεια: ο Γεώργιος Γεμιστός ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος περιπατητικός. Αυτές οι δύο διδασκαλίες υπάρχουν ακόμα μεταξύ μας και παραμένουν πάντοτε αντίμαχες. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έγραφε εναντίον της διδασκαλίας τους Πλάτωνος. Είμαι βέβαιος ότι τα έργα του έφθασαν στα χέρια σας. Και δεν αμφιβάλλω πως στον Τραπεζούντιο οφείλεται η εισαγωγή της αριστοτελικής διδασκαλίας στα σχολεία σας.
Πηγαίνετε στην Κωνσταντινούπολη, πηγαίνετε στη Σινώπη το ξακουστό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Θα δείτε καθηγητές της Φιλοσοφίας ικανούς να διδάξουν τους δικούς σας δέκα χρόνια συνέχεια. Δεν θα σας μιλήσω από μετριοφροσύνη για τους Αθηναίους.»
Στον ίδιο τόπο όπου εξαπόλυε τους φιλιππικούς του ο Δημοσθένης, ο απλός Αθηναίος καλόγερος καυτηρίαζε την στάση των Δυτικών έναντι των Ελλήνων, κάνοντας μια ιστορική αναδρομή.
Και καταλήγει:
«Δυστυχώς εσείς οι χριστιανοί Ευρωπαίοι δεν γίνατε σοφότεροι. Και εμείς οι Έλληνες μπορούμε να σας ρωτήσουμε τώρα: Πού είναι το πνεύμα και οι αξίες που κληρονομήσατε από την Ελλάδα;
Όσο για μας ευκαιρία περιμένουμε για να αποτινάξουμε τον ζυγό της οθωμανικής κυριαρχίας. Γιατί η αρχαία ανδρεία του έθνους μας δεν χάθηκε. Έλληνες δεν ήταν οι γενίτσαροι που ως τώρα κατανικούσαν τους στρατούς σας και κυρίευαν τις επαρχίες σας; Γνωρίζετε καλά ότι τα οθωμανικά τάγματα αποτελούνται από τα ελληνόπουλα του παιδομαζώματος. Μπορεί αυτοί οι γενίτσαροι να έχουν τούρκικο όνομα αλλά η καταγωγή τους είναι ελληνική.»
Το όνομα του ήταν ιερομόναχος Δαμασκηνός.
Ο Andre Guillet μας δίνει αρκετές ακόμα χρήσιμες πληροφορίες. Φτάνοντας από το Πόρτο-Κάγιο στον Πειραιά ή όπως λεγόταν τότε Πόρτο-Λεόνε δίνει αυτήν την περιγραφή:
« Το μόνο που βλέπει κανείς σήμερα στον Πειραιά είναι ένα ωραιότατο μαρμαρένιο λιοντάρι, που έδωσε και τα’όνομά του στο ένδοξο λιμάνι. Έχει ανοιχτό στόμα και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Σου δίνει την εντύπωση πως μουγγρίζει κι’είναι έτοιμο να ορμήσει στα αραγμένα καράβια.
Υπάρχει ακόμα ένα καραβάν-σεράι αλλά όχι σαν εκείνα που βλέπεις στην Τουρκία όπου χρησιμεύουν για ξενοδοχεία των ξένων. Το καραβάν-σεράι του Πειραιά είναι μια άθλια αποθήκη όπου τοποθετούνται τα εμπορεύματα που εκφορτώνονται από τα καράβια σε περίπτωση βροχής ή όσα μεταφέρονται από την Αθήνα για εξαγωγή».
Οι Αθηναίοι έχοντας επίγνωση των αρχαίων παραδόσεων έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως την περιγράφει ο Guillet:
«Όταν ο δικαστής υποχρεώνει σε μια πολιτική υπόθεση τον Αθηναίο να ορκισθει στο Ευαγγέλιο ανοίγει την Καινή Διαθήκη στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων των Αποστόλων και του επιβάλλει να ακουμπήσει την παλάμη του στη σελίδα. Αυτή η λεπτομέρεια αποκτά μια πρόσθετη έννοια επισημότητος επειδή το κεφάλαιο 17 αναφέρεται στον προσηλυτισμό του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στον χριστιανισμό κατά την περίφημη επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου
».
Συνεχίζει:
« Όσο για τον αριθμό των κατοίκων με έκπληξη είχα διαβάσει και ακούσει χίλιες φορές ότι η Αθήνα είναι σωστή έρημος. Σίγουρα οι ταξιδιώτες που δημοσίευσαν αυτές τις πληροφορίες περιορίσθηκαν να μπουν στην πολιτεία και να βγούν. Ίσως έφθασαν στην Αθήνα κάποια μέρα που έβρεχε και δεν βρισκόταν άνθρωπος στους δρόμους ή σε περίοδο επιδημίας που ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πολιτεία και να εγκατασταθούν στην εξοχή. Η Αθήνα έχει πληθυσμό δέκα πέντε ή δέκα έξι χιλιάδων κατοίκων. Απ’αυτούς χίλιοι ως χίλιοι διακόσιοι είναι Τούρκοι. Όσο για τους Εβραίους δεν τους ανέχτηκαν ποτέ οι Αθηναίοι μ’όλο που ζουν πολλοί στις γειτονικές περιοχές και κυρίως στη Θήβα και στον Εύριπο(Εύβοια).»
Από τους 15-16,000 κατοίκους οι 1000-1200 είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι Έλληνες για τους οποίους γράφει ο Guillet: 
« Η γλώσσα τους είναι η λιγότερο παρεφθαρμένη σ’ολόκληρη την Ελλάδα. Μόνο στην Αθήνα γίνονται κατανοητά τα σωστά ελληνικά. ¨όταν μιλάνε νομίζεις πως τραγουδούν.
Είναι γνωστή η ελληνική παροιμία « Για να μιλάς ευχάριστα πρέπει να έχεις τη γλώσσα της Αθήνας και την προφορά του Αναπλιού»
."
Ο Ιταλός Cornelio Magni(8) επισκέφτηκε την Αθήνα και μας άφησε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους Αθηναίους της εποχής. Γράφει λοιπόν:
« Τα σπίτια της Αθήνας είναι γερής κατασκευής αλλά υστερούν σε αρχιτεκτονική. Ο αριθμός των κατοίκων υπολογίζεται σε δώδεκα χιλιάδες ψυχές, όλοι Έλληνες ορθόδοξοι. Υπάρχουν στην πόλη πολλές εκκλησίες και μοναστήρια με πολυάριθμους και παχύτατους καλόγερους. Όλοι ανεξαιρέτως εκκλησιαστικοί και λαϊκοι, ακόμα και οι γυναίκες τρέφουν βαθύτατο μίσος κατά των Λατίνων. Προτιμούν να προσκυνήσουν το Κοράνιο παρά να ασπασθούν το δικό μας δόγμα.
Οι άρχοντες της πολιτείας είναι μια ντουζίνα περίπου οικογένειες. Μερικοί απ’αυτούς υπερηφανεύονται για την αυτοκρατορική τους καταγωγή. Ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των Παλαιολόγων. Ματαιόδοξοι και υπερόπτες παριστάνουν ακόμα τους κληρονόμους του Αρείου Πάγου.
Ξεχωρίζουν από τους άλλους Αθηναίους από τη φορεσιά τους που είναι σοβαροφανής και γελοία. Συνηθίζουν το μαύρο χρώμα, μακριές ζακέτες με πλατειά μανίκια για να παριστάνουν τους πατρικίους. Ξυρίζουν ολόκληρο το κεφάλι και το σκεπάζουν με ένα καμελαύκι. Κουρεύουν τα γένεια γύρω-γύρω στο πηγούνι. Οι πιο επίσημοι φοράνε ένα καπέλο δύο σπιθαμές ψηλό από μαύρη καλοδουλεμένη φέλπα. Αυτά τα καπέλλα διατηρούνται στην οικογένεια όπως οι Σταυροί της Μάλτας και άλλων ιπποτικών ταγμάτων της χριστιανοσύνης. Περνούν από πατέρα σε γιό και θεωρούνται πολύτιμη κληρονομιά. Τα κυριώτερα ονόματα αυτών των επιφανών οικογενειών είναι: Βενιζέλος, Παλαιολόγος, Λιμπόνας, Περούλης, Καβαλλάρης. Υπάρχει και η οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Είναι απόγονοι του περίφημου Βυζαντινού ιστορικού αλλά σήμερα είναι πάμπτωχοι.
Τα φορέματα των γυναικών δεν έχουν τίποτα ξεχωριστό: ένας κόκκινος σάκκος που αποτελεί το μπούστο και μια φούστα ραμμένη στο πανωκόρμι. Σκεπάζουν το κεφάλι με μια σκούφια από βελούδο ή δαμάσκο, στολισμένη με νομίσματα( πολλές φορές είναι χρυσά). Πάνω από τη σκούφια συνηθίζουν ένα άσπρο βέλο που σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο. Εκείνο που βελτιώνει κάπως την αμφίεση τους είναι ένα ζιπούνι σφιχτό που φθάνει ως τα γόνατα. Καμαρώνουν γι’αυτό το φόρεμα που γίνεται από μποκάρ, βελούδο, λεπτή τσόχα με φόδρα και γουναρικό από κουνάβι, ακόμα και ζιμπελίνα. Στο στήθος έχει γαϊτάνι από χρυσή ή ασημένια κλωστή που το λένε «σύρμα» και κουμπιά χοντρά σαν καρύδι. Αυτά είναι, όλα- όλα τα στολίδια τους
»


Ο Magni υπολογίζει τους Τούρκους της Αθήνας του 1674 σε τρεις χιλιάδες. Από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος κατοικεί στην Ακρόπολη. Σημειώνει επίσης ότι δεν υπάρχουν Εβραίοι στην Αθήνα. Αρβανίτες δεν υπάρχουν εκείνη την εποχή στην Αθήνα και οι μόνοι Δυτικοί είναι οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας Chastagnier και Giraud αντίστοιχα.
Ο Magni διασώζει και μια παροιμία της εποχής: 
« Να φυλάγεσαι από Οβριό Σαλονικιό, από Ρωμιό Αθηναίο κι’από Τούρκο Χαλκιδαίο.»
Συνεχίζει ο Ιταλός περιγράφοντας μια κυνηγετική εκδρομή στα περίχωρα της Αθήνα, παρέα με τον βοεβόδα της Αθήνας, περιγράφοντας την ενδυμασία των χωριατών της Αττικής(κατά πλειοψηφία Αρβανίτες).:

«Οι άνδρες φοράνε μια πάνινη πουκαμίσα και μπενοβράκια που φθάνουν ως τη μέση της γάμπας. Στο κεφάλι συνηθίζουν, όπως σ’όλη τη χώρα μια κόκκινη σκούφια. Διατηρούν γένεια γύρω από το πηγούνι. Για να προφυλαχθούν από τον ήλιο στερεώνουν πάνω στο μέτωπο ένα μικρό καπέλο που το δένουν με δύο κορδόνια, το ένα κάτω από το πηγούνι και το άλλο στον αυχένα. Ο χωριάτισσες φορούν ένα πολύ ευρύχωρο πουκάμισο με πλατειά μανίκια. Στο πανωκόρμι τους το πουκάμισο είναι μεταξωτό. Πάνω απ’αυτό πέφτει ένα ζιπούνι, από το ίδιο πανί, που φθάνει ως τη μέση της γάμπας. Από το λαιμό κρέμεται ένα ασημένιο κορδόνι με τρύπια νομίσματα, ελάχιστης αξίας. Περίεργος είναι το ξύλινο τσέρκι που στερεώνουν μια παλάμη πάνω από την κορυφή του κεφαλιού και το καλύπτουν με κόκκινο πανί στολισμένο με τέσσερα δάχτυλα δαντέλλα και κεντήματα μ’ασημοκλωστή. Όλες έχουν μια μακριά ουρά μαλλιών που κρέμεται στη ράχη τους σύμφωνα με παλιά ελληνική συνήθεια. Και στα αγάλματα είδα παρόμοιες κομμώσεις."


(1)CLASSICAL AND TOPOGRAPHICAL TOUR THROUGH GREECE, DURING THE YEARS 1801, 1805, AND 1806. BY EDWARD DODWELL
(2) Abou Abd Allah Mohammed Ben Mohhamed Ben-Abd Allah Ben-Edris-al Hammundi/A.Jaubert,Geographie d’Edrisi,Paris 1811
(3) Reinhold Lubenau /C.G. Low: A description of Athens in 1589
(4) Travels and voyages through Europe,Asia and Africa…by William Lithgow, Leith,1814
(5)Louis Deshys baron de Courmesnin: Voyage du Levant fait par le commandement du Roy en l’annee 1621,Paris,1624
(6) Evliya Mehmet Zilh)(μεταφρ. Narrative of travels in Europe, Asia and Africa by Evliya
Efendi,London 1834).
(7) Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675
(8) Relazione della citta d’Athene,colle provincie dell’Attica… l’anno 1674,Parma 1688                                                     
http://kleftouria.blogspot.gr/2009/01/blog-post.html

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

"Η Ιερή λευκότητα"

"Η Ιερή λευκότητα," ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε τον 17ο αιώνα,και είναι μια δομή εξουσίας που στηριζόταν στη διαίρεση και την κατάκτηση από ανθρώπους με ευρωπαϊκή καταγωγή. Κατά τις πρώτες ημέρες των αποικιών, μαύροι σκλάβοι και μισθωμένοι υπηρέτες μοιράζονται την αλληλεγγύη με λευκούς δούλους και μισθωμένους υπηρέτες, καθώς και οι δύο ήταν ιδιοκτησίες της ελίτ των γαιοκτημόνων. Μέσω αυτής της συγγένειας, μαύροι , άσπροι δούλοι και μισθωμένοι υπηρέτες έλαβαν μέρος σε διάφορες ένοπλες εξεγέρσεις.

Αλλά οι γαιοκτήμονες σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η θέση τους στην εξουσία θα μπορούσε να στερεοποιηθεί καλύτερα δίνοντας στους μισθωμένους λευκούς  δύναμη πάνω στους μαύρους σκλάβους, με τη δημιουργία μιας ιεραρχίας που βασίζεται.στην Αστυνόμευση

«Δημιούργησαν αυτή τη νοοτροπία λέγοντας « Είστε πλέον μέλος της λευκής φυλής, είστε στην ομάδα μας. . Τώρα,βέβαια είστε στο τέλος του πάγκου, και δεν μπορείτε να μπείτε στο παιχνίδι, αλλά είστε στην ομάδα μας.και αναμένετε .......

Μετά τη δημιουργία της έννοιας της "Ιερής λευκότητας",οι πλούσιοι γαιοκτήμονες προσέλαβαν φτωχούς λευκούς για να περιπολούν ,να αστυνομεύουν, να καταγγείλουν και να καταστέλλουν οποιαδήποτε υποψία εξέγερσης. των μαύρων σκλάβων

"Στη πραγματικότητα δεν τους είχαν δώσει τίποτα !,ούτε γη ούτε καμιά πραγματική εξουσία, παρά μόνο την εξουσία να ελέγχουν ρουφιανεύοντας ανθρώπους διαφορετικού χρώματος, και καταγωγής

"Ακόμα κι αν δεν θα μπορέσεις να έχεις κάτι πολύ, τουλάχιστον δεν είσαι Μαύρος δεν εισαι Άραβας δεν εισαι Πακιστανός . . Τουλάχιστον δεν είσαι Κινέζος, που εργάζεται για ένα πιάτο φαΐ "Ο Σοφός Λευκός " είπε. "Μπορεί να μην έχετε πολλά, αλλά τουλάχιστον κατέχετε το« ψυχολογικό μισθό της "Ιερής λευκότητας. " Η 21η Μαρτίου έχει οριστεί ως Διεθνής Ημέρα για την εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων και του ρατσισμού.
Η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων εορτάζεται κάθε χρόνο σαν σήμερα στις 21 Μαρτίου. Καθιερώθηκε το 1966 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σε ανάμνηση ενός τραγικού συμβάντος: Στις 21 Μαρτίου του 1960 η αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά μιας διαδήλωσης φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 70 άνθρωποι. Οι νεαροί διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ειρηνικά κατά των νόμων του Απαρτχάιντ.