Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Αρματολοί και Κλέφτες

armatoloshaagΕπίκαιρη ιστορία σαν να μην άλλαξε ούτε μια μέρα, ο τρόπος που  κυβερνάται αυτή η Χώρα 

Στην Ελλάδα, όπως και γενικότερα στην Βαλκανική, οι σουλτάνοι αντιμετώπιζαν το πρόβλημα τής υποταγής, των ορεινών πληθυσμών, πού είχαν αυξηθεί από πρόσφυγες των πεδινών. Αρκετοί ήταν οι ορεινοί κάτοικοι πού αρνούνταν κάθε συμβιβασμό με τούς κατακτητές και εξακολουθούσαν την ανυπότακτη ζωή τους. Ήταν οι ονομαζόμενοι κλέφτες και τα χωριά τους κλεφτοχώρια. Πολλά είναι γνωστά ακόμη ως σήμερα με το όνομα αυτό.
Οι Τούρκοι έποικοι, οι εγκαταστημένοι ιδίως στις εύφορες πεδιάδες τής Θεσσαλίας και Μακεδονίας δεν ήταν δυνατόν να επιβάλουν την τάξη. Ήταν λοιπόν φυσικό ν’ αγανακτούν και να επιδιώκουν να βρουν ένα αποτελεσματικό τρόπο για την φρούρηση τής περιοχής τους. Έτσι ό θεσμός των αρματολικιών φαίνεται ότι προέκυψε κυρίως από την ανάγκη να επιβληθεί ή τάξη και ασφάλεια εκεί όπου οι ορεινοί κάτοικοι με πυρήνες θαρραλέους και ανυπότακτους νέους ή και ληστές είχαν γίνει ο εφιάλτης ιδίως των κατακτητών.
Όπως και στις άλλες χώρες της Βαλκανικής, έτσι και στις ελληνικές, οι σουλτάνοι με την παροχή ορισμένων προνομίων προσπαθούσαν να προσελκύσουν τούς επικίνδυνους ορεινούς πληθυσμούς και να τούς κάνουν φρουρούς των τόπων τους, ιδίως μάλιστα εκείνους πού κατοικούσαν κοντά σε κλεισούρες (δερβένια). Έτσι π.χ. ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ από την εποχή πού είχε καταλάβει την Πελοπόννησο είχε παραχωρήσει στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια με τον όρο να εξασφαλίζουν τις συγκοινωνίες. Τα προνόμια αυτά τα είχαν διατηρήσει ως την ελληνική επανάσταση του 1821. Πολύ νωρίτερα κιόλας ό πατέρας του Μουράτ Β’ είχε αναγκαστεί, να ιδρύσει το αρματολίκι των Αγράφων.

Ο θεσμός των αρματολικιών στις ελληνικές χώρες στην αρχή είχε ασφαλώς κάποια ωφέλιμη για τούς Τούρκους απόδοση• γι’ αυτό με το πέρασμα του χρόνου οι σουλτάνοι δημιούργησαν και άλλα αρματολίκια, αλλά δεν ξέρουμε με ποια σειρά και πότε. Πάντως, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, κατά τα τέλη του 15ου αι. ιδρύεται το αρματολίκι του Ολύμπου με αρχηγό τον Καρά Μιχάλη, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε. Μόνο το επίθετό του Καρά μαρτυρεί πολλά για τις επιδρομές του και για τον φόβο πού προξενούσε στους Τούρκους.

Τα περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουμε για την οργάνωση των αρματολικών σωμάτων προέρχονται κυρίως από την προφορική παράδοση, όπως σωζόταν ως τα 1821. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι ορεινοί κάτοικοι ή οι κλέφτες υποτάσσονταν, οι άνδρες πού θ’ αποτελούσαν την ντόπια φρουρά ονομάζονταν αρματολοί ή τουρκικά μαρτολός και έμπαιναν στην υπηρεσία τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
Η περιοχή στην οποία εκτείνεται ή δικαιοδοσία των αρματολών ονομάζεται αρματολίκι, ό αρχηγός του καπιτάνιος ή καπετάνιος (από το ιταλικό capitano), οι άνδρες του παλλικάρια (από το αρχαίο πάλληξ, -ηκος) και οι υπασπιστές του πρωτοπαλλήκαρα. Κατά τούς τελευταίους αιώνες τής τουρκοκρατίας αρματολοί δεν διορίζονταν μόνο παλιοί κλέφτες, αλλά και παλληκαράδες του χωριού ή τής κωμόπολης, πού είχαν αντιμετωπίσει με τα όπλα τούς κλέφτες φυλάγοντας την πατρίδα τους και οι οποίοι ζητούσαν μισθό, για να εξακολουθήσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Ατίθασοι λοιπόν νέοι ή και παλιοί κλέφτες σχημάτιζαν τις ομάδες αντιστάσεως πού τριγύριζαν στα βουνά. Διάφοροι λόγοι τούς έσπρωχναν ν’ αντιδράσουν με τον τρόπο αυτό. Πρόχειρη ήταν στο στόμα των νέων των ορεινών περιοχών ή φράση «σηκώνομαι κλέφτης», για να φοβερίσουν τούς άδικους Τούρκους τοπάρχες ή αγάδες ή τούς τυραννικούς προεστούς. Ο καθένας τους εξασφάλιζε την ελευθερία μόνο για τον εαυτό του και φρόντιζε να ζήσει, όπως μπορούσε, ληστεύοντας στην ανάγκη και Έλληνες ακόμη. Αλλά και οι ληστές, που δρούσαν και παλιότερα, βρήκαν τώρα ένα καινούργιο πεδίο δράσης, που εξευγενίζει το όνομά τους και ανοίγει τον δρόμο προς την ηρωοποίηση και την εξιδανίκευσή τους, εφόσον μάλιστα τώρα παρουσιάζονται ως προστάτες και εκδικητές των τυραννισμένων και καταδιωγμένων ομοεθνών τους, κυρίως των φτωχών.

Αυτονόητο είναι ότι οι κλέφτες κατά τούς πρώτους αιώνες τής τουρκοκρατίας δεν είχαν την συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία ολόκληρου του έθνους. Ο,τι τούς ξεχώριζε από τούς κοινούς ληστές ήταν μόνο το έντονο μίσος εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους και ή συμπάθειά τους προς τούς κατατρεγμένους. Έτσι ο κλέφτης άρχισε να γίνεται ίνδαλμα. Από τις αρχές λοιπόν τής τουρκοκρατίας πρέπει να άρχισε να παίρνει την οριστική του διαμόρφωση ο κόσμος του μύθου και του θρύλου, πού περιβάλλει βαθμιαία την προσωπικότητα του ληστή, του κλέφτη. 
Έτσι γεννιέται σιγά σιγά μιά μακραίωνη παράδοση πού επιζεί για πολλά ακόμη χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τελικά σβήνει μέσα στους κόλπους των ληστών. Οι κλέφτες είναι οι πρώτοι πυρήνες τής αντίστασης του ελληνικού λαού, αυτοί διερμηνεύουν την θέλησή του να μην υποταχθή στην βία και στις καταπιέσεις των αλλόδοξων κατακτητών και των χριστιανών οργάνων τους.

Η ορεινή διάρθρωση της ελληνικής χερσονήσου υπήρξε ή σωτηρία του ελληνικού λαού στις δύσκολες στιγμές τής ιστορίας του. Τα βουνά όχι μόνον είχαν σώσει και θα έσωζαν στο μέλλον τον ελληνικό λαό από την ολοκληρωτική καταστροφή, αλλά και θα μόρφωναν γενιές ελεύθερων ανθρώπων, πού θα βρίσκονταν πάντα σε αντίθεση με τούς αποκαρωμένους κατοίκους του κάμπου. Σωστά λοιπόν παρατηρούσε ό Γάλλος περιηγητής Lauvergne πού είχε επισκεφθεί την Ελλάδα στα 1825 πώς «ολόκληρη ή Ελλάδα, με τα πολλά βουνά, τα τρομακτικά φαράγγια πού τα χωρίζουν, με τις άπειρες ανωμαλίες του κατασχισμένου σε κάθε πλευρά εδάφους της, μοιάζει να έχει προοριστεί από την φύση να είναι το λίκνο ελεύθερων ανθρώπων».

Η οργάνωση της Ελλάδας σε 14 αρματολίκια, που αναφέρει ό Pouqueville, έγινε επί Σουλεϊμάν Α’, αλλά δεν μνημονεύει την πηγή τής πληροφορίας του:
"η Μακεδονία εδώθε από τον Αξιό σε 5 (Βέροια, Σέρβια, Ελασσόνα, Γρεβενά και Μηλιά), ή Θεσσαλία σε 6 (Όλυμπος, Μαυροβούνι, Χάσια, Άγραφα, Πατρατζίκι και Μαλακάσι) και ή Αιτωλοακαρνανία σε 3 (Βενέτικο, Λιδορίκι, Ξερόμερο)." 

Οι αρματολοί αποτελούν χωριστή τάξη με ιδιαίτερα κατά τόπους προνόμια (κυρίως φορολογικές απαλλαγές και παραχωρήσεις γαιών με δικαίωμα ανακλήσεως) και με ιδιαίτερες υποχρεώσεις απέναντι τής Πύλης. Οι ορθόδοξοι αρματολοί σύμφωνα μ’ ένα φιρμάνι του 1710 φέρονται ως απαλλαγμένοι και από «δοσίματα» στον πατριάρχη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε σωζόμενα έγγραφα και τα αδέλφια και τα παιδιά των αρματολών δεν φέρονται εγγεγραμμένοι ως ραγιάδες, αλλά ως mu’af, δηλαδή ως απαλλαγμένοι από φόρους. 
Οι αρματολοί και οι αρχηγοί τους ήταν δυνατόν να διορίζονται και από τις τοπικές αρχές, δηλαδή από τούς μουσουλμάνους προκρίτους (αγιάν) και τούς άλλους ραγιάδες, από τα τοπικά ιεροδικεία με ένα ειδικό μόνο σκοπό, να φυλάγουν π.χ. ένα ντερβένι τής περιοχής.

Στα 1621 αναφέρεται ότι ή σπαρμένη από βουνά Δυτική Ελλάδα ήταν γεμάτη από κλέφτες και έπρεπε να είναι βέβαιος κανείς ότι θα κινδύνευε να πέσει στα χέρια τους, αν επιχειρούσε ξεκινώντας από τις ηπειρωτικές ακτές (τις απέναντι από την Κέρκυρα) να φθάσει στην Θεσσαλονίκη.

Οι ληστείες με φόνους, εμπρησμούς και ωμότητες πληθύνονται κατά τον 17° αιώνα, ιδίως στις περιοχές του Ολύμπου, Πιερίων και Βερμίου. Αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του χωριού Δράνιστα στα 1639 - 1640 είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους όχι μόνο εξ αιτίας των υπερβολικών φόρων, αλλά και των απαιτήσεων των ληστών. 
Ακαταστασία παρατηρείται επίσης και στις περιοχές Γρεβενών, Σαρή Γκιόλ, Καστοριάς, Φλώρινας, Πρέσπας. Πέρ’ από τα σημερινά ελληνικά σύνορα, στις περιοχές Μοναστηρίου, Περλεπέ, Βελεσών, Σκοπίων, δρούσαν κυρίως μουσουλμάνοι και Βούλγαροι κλέφτες (χαϊντούτοι). Γενικά σημειώνονται ληστείες όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, κυρίως Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, αλλά και στις βορειότερες βαλκανικές. Αλλεπάλληλες διαταγές στέλνονται στους καδήδες και στους άλλους υπαλλήλους των σαντζακιών για την λήψη μέτρων εναντίον των κλεφτών.

Ο περιηγητής Brown έλεγε ότι ό αριθμός των κλεφτών ήταν πάρα πολύ μεγάλος, μολονότι τούς τιμωρούσαν πολύ αυστηρά, όταν τούς έπιαναν. Στα επικίνδυνα μικρά περάσματα οι κοινότητες τοποθετούσαν ανθρώπους με τύμπανα επάνω στα ψηλώματα και αυτοί κρούοντάς τα καθησύχαζαν τούς διαβάτες πού περνούσαν ανήσυχοι μέσα από τα στενά. Εφιαλτικό ήταν το πέρασμα στενών πού εκτείνονταν σε μάκρος. Μιλώντας για το Σαραντάπορο ό Εβλιά Τσελεμπή λέγει χαρακτηριστικά: «Ο ακατάληπτος Θεός νά δώση νά μην ξαναπεράσω από το στενό αυτό• γιατί στον καθένα μυρίζει ανθρώπινο αίμα. Άπιστοι πού ονομάζονται «χαϊντούκ» εξολοθρεύουν τούς ανθρώπους. Εδώ κάθε άνδρας χύνει αίμα, σκοτώνει και υποφέρει. Γιατί επάνω και κάτω οι δρόμοι του είναι φοβεροί κι’ επικίνδυνοι και ολότελα δασωμένοι• είναι όλοι τόποι για ενέδρα. Σε κάθε λάκκο του χιλιάδες μάρτυρες είναι θαμμένοι• γιατί άλογο δεν περνά• ένας-ένας είναι ανάγκη νά περάση κανείς πεζός . . .»

Ο φόβος των «απίστων ληστών» είναι διάχυτος και στην Στερεά Ελλάδα. Η επίδοση τής ληστείας οφείλεται στην εξασθένηση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην παράλυση τής κρατικής μηχανής, στις καταπιέσεις των τοπικών αρχών, στον πολλαπλασιασμό των ληστοτρόφων ραγιάδων πού εκδηλώνουν επαναστατικές τάσεις, και συχνά, φθάνεται, στην αμέλεια, ανοχή ή και υποστήριξη των κλεφτών από τούς εντόπιους φοβισμένους μουσουλμάνους και χριστιανούς προκρίτους, όπου μας αφήνει νά υπονοήσουμε έγγραφο του 1682. 
Το επόμενο έτος πληθύνονται τόσο πολύ «οι λησταί, οι αντάρται και οι κακοποιοί» στους καζάδες τής Ρούμελης, ώστε να διοριστεί σ’ αυτούς επιθεωρητής με ειδική φροντίδα την επιβολή της τάξης. 

Αξιοσημείωτος είναι ό διαχωρισμός των επικηρυγμένων σε ληστές, αντάρτες και κακοποιούς. Τον αντίκτυπο τής ακαταστασίας αυτής τον διαπιστώνουμε και μέσα στο ίδιο το Αγ. Όρος. Σε μιά απόφαση τής Μεγάλης Συνάξεως (Νοέμβριος 1692) διαβάζουμε: «... όντας τα ιερά μοναστήρια εν ειρήνη και ευημερία συμβαίνοντας και οι σύγχυσαις των πολέμων εξαίφνης ευρέθη να γεμίση το Όρος θορύβου και ταραχής, ώστε ό αναχωρητικός τούτος λιμένας των ψυχών ήλθε παρ’ ολίγον να γίνη καταφυγή ληστών».

Οι αρματολοί, μολονότι κατόρθωναν κάποτε νά συλλάβουν μερικούς κλέφτες, φαίνεται ότι δεν μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κατάσταση, ίσως και γιατί δεν εκτελούσαν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους. Δεν ξεχνούσαν τούς παλιούς συντρόφους των και συχνά θα συνέπρατταν μαζί τους. Γι’ αυτούς ασφαλώς τούς λόγους είχε επιχειρήσει στα 1637 ό Μουράτ Δ’ νά καταργήσει ολότελα το αρματολικό σύστημα. Αφαίρεσε τότε από τούς αρματολούς την εντολή να φυλάγουν τις διόδους και τις στενωπούς και ανέθεσε στους Τούρκους τοπάρχες νά εγκαταστήσουν σ’ αυτές τουρκικές φρουρές, αλλά οι αρματολοί τις χτυπούσαν και τις έδιωχναν από τις περιοχές τους. Η απόπειρα λοιπόν αυτή του Μουράτ Δ’ απέτυχε. Έτσι ό Εβλιά Τσελεμπή μνημονεύει αρματολούς πού εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία στην Θεσσαλονίκη και Ελασσόνα. Επίσης αρματολοί φύλαγαν και στα Χανιά και 200 κάθε νύχτα στην Λάρισα.

Οι Τούρκοι εμπιστεύονται στους Έλληνες αρματολούς την τήρηση της ασφάλειας μόνον από ανάγκη. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν ως αντίβαρο τούς άλλους ομοτέχνους των, τούς Αλβανούς. Από την εποχή μάλιστα πού τα αξιώματα των δερβέν - αγάδων και των δερβέν - μπασήδων των ελληνικών χωρών άρχισαν να δίνονται σε Αλβανούς, οι Έλληνες κλέφτες αντιμετωπίζουν σκληρούς και πεισματικούς αντιπάλους. Αυτοί τώρα καταπιέζουν φοβερά τούς ελληνικούς πληθυσμούς και αποτελούν αληθινή πληγή του τόπου. Τα δημοτικά τραγούδια συχνά ψάλλουν τις συγκρούσεις των κλέφτικων ελληνικών σωμάτων με τούς Αλβανούς αρματολούς.
Νέα απόπειρα - μερική όμως - για αντικατάσταση των Ελλήνων και Αλβανών αρματολών με μουσουλμάνους στα 1699 στις περιφέρειες Ιωαννίνων, Λάρισας, Σερβίων, Γρεβενών, Γενιτσών, Δοϊράνης, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Στρώμνιτσας, Μοναστηρείου, Περλεπέ και Κιουπρουλού φαίνεται ότι δεν είχε καλύτερα αποτελέσματα. 

Αργότερα στα 1704 εξ αιτίας ληστρικών πράξεων Αλβανών αρματολών, διατάσσει ό σουλτάνος νά παύσουν όλοι οι Αλβανοί αρματολοί, οπουδήποτε και αν υπάρχουν, και να διοριστούν στην θέση τους - με την εκλογή και εγγύηση των τοπικών αρχών - άλλοι αρματολοί και ένας αρχηγός. Χαρακτηριστικό είναι ότι εξαιρεί το σαντζάκι Τρικάλων, όπου είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν αρματολοί. Είναι ή εστία όπου έντονη είναι ή αντίσταση των Ελλήνων, εκεί όπου οι γεωγραφικές συνθήκες ευνοούν την δράση των κλεφτών.

Ο αριθμός των αρματολικιών στην Ελλάδα κυμαινόταν κατά καιρούς κα περιστάσεις. Λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 υπήρχαν 17 αρματολίκια, από τα οποία 10 στην Θεσσαλία και στη Λιβαδειά, 4 στην Αιτωλία, Ακαρνανία και Ήπειρο και τα υπόλοιπα στην Μακεδονία νοτίως του Αξιού. Πάντως από το 1537 ως τις παραμονές του 1821 τα αρματολίκια εκτείνονται σχεδόν στους ίδιους τόπους τής ηπειρωτικής Ελλάδας. 
Επομένως οι εστίες, όπου κατ’ εξοχήν αναπτύχθηκε και χαλυβδώθηκε το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας είναι ή Ήπειρος, ή Αιτωλοακαρνανία, μέρος τής Ανατολικής Στερεάς και οι ορεινές συνοριακές περιοχές τής Θεσσαλίας και Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.

Οι αρματολοί πληρώνονταν από τούς ελληνικούς πληθυσμούς τής περιοχής πού φύλαγαν. Συνήθως ό τίτλος και το αξίωμα του καπετάνιου, καθώς και το επάγγελμα των αρματολών, περιέρχονταν κληρονομικά στους απογόνους των οικογενειών. Ο καπετάνιος με ένα μέρος των ανδρών του έμενε συνήθως στην πρωτεύουσα του αρματολικιού του. Οι υπόλοιποι με επικεφαλής τα πρωτοπαλλήκαρά του, τούς «κολιτζήδες», ήταν σκορπισμένοι κατά μικρά σώματα σε διάφορα μέρη τής περιοχής.
Τα φορέματα και τα όπλα των αρματολών ήταν τα ίδια με τα αντίστοιχα των Αλβανών: όπλο, γιαταγάνι και εγχειρίδιο.

Αν βέβαια ό θεσμός των αρματολών ανακούφιζε και διευκόλυνε τούς Τούρκους στο κατακτητικό τους έργο, από το άλλο μέρος έδινε θάρρος και παρηγοριά στους απελπισμένους ραγιάδες. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι ήταν ελεύθεροι, γιατί μόνοι τους διαχειρίζονταν τα κοινά, γιατί μόνοι τους εξασφάλιζαν την ησυχία και τάξη στις περιοχές των αρματολικιών, στις πόλεις, στα χωριά και στα χωράφια τους. 
Οι Τούρκοι, είναι αλήθεια, έμεναν μακριά και συνήθως δεν αναμειγνύονταν στα εσωτερικά τους, αλλά καραδοκούσαν πάντοτε να εκμηδενίσουν τα προνόμια, τις παραχωρήσεις πού είχαν κάνει στους ραγιάδες• «και ή κατάκτηση πού είχε, να πούμε, ανασταλή, γράφει ό Fauriel, έτεινε να ξαναπάρει τον δρόμο της. Με λίγα λόγια, όσο οι Έλληνες είχαν κάτι να χάσουν, οι Τούρκοι είχαν κάτι να κάνουν. 

Οι πασάδες ανέλαβαν να συμπληρώσουν το μισοτελειωμένο έργο των πρώτων κατακτητών: ό κύριος σκοπός της διοίκησης τους ήταν να απογυμνώσουν σιγά σιγά τους νικημένους από τα υπόλοιπα αγαθά και δικαιώματά τους. Οι αρματολοί ήταν ένα εμπόδιο στην πραγματοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου• γι’ αυτό ή ιστορία τους, από τότε πού είναι λίγο γνωστή, δεν είναι παρά ή αναπαράσταση μιας μακριάς και γενναίας πάλης με τούς πασάδες».

Η διαλλακτική στάση των Τούρκων απέναντι των κλεφτών και αρματολών ήταν λοιπόν μιά κατάσταση ανάγκης, μιά ακούσια και προσωρινή συνθηκολόγηση μαζί τους, μιά ανακωχή. Γι’ αυτό, όταν τούς δινόταν ευκαιρία, επιχειρούσαν να εκμηδενίσουν την δύναμή τους ή και να τούς εξοντώσουν. Τότε οι αρματολοί, πού δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους κλέφτικα λημέρια, γίνονταν πάλι κλέφτες και ξέσπαζαν σε βάρος των Τούρκων, αλλά κάποτε και των Ελλήνων. Οι συνεχείς επιδρομές και ληστείες τους κατέληγαν στο να εξαναγκάζουν πάλι τις οθωμανικές αρχές να τούς ανεχθούν.

Ύστερα απ’ αυτά καταλαβαίνει κανείς γιατί ή μετάπτωση από την ιδιότητα του αρματολού στην κατάσταση του κλέφτη, καθώς και το αντίθετο, ήταν ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ήταν λοιπόν φυσικό να παρατηρηθεί σύγχυση ως προς την σημασία των λέξεων αρματολός και κλέφτης και τελικά οι δύο αντίθετες αρχικά έννοιες να προσεγγίσουν ή μιά την άλλη με τάση να ταυτιστούν.

Οι ομάδες των κλεφτών είχαν ρευστό αριθμό ανάλογα με την φήμη του καπετάνιου, με τις πολιτικές συνθήκες του τόπου, όπου δρούσαν, με την στρατιωτική και διοικητική ικανότητα του Τούρκου πασά τής περιοχής κ.λ.. Συνήθως όμως οι άνδρες μιας ομάδας δεν ξεπερνούσαν τούς 50. Όταν πλησίαζαν τούς 100, τότε θεωρούνταν φοβερή ή δύναμή τους
Οι κλέφτες διακρίνονταν όχι μόνο για το θάρρος, αλλά και για την μεγάλη αντοχή τους στην αϋπνία, στην πείνα και στην δίψα. Στις σκληρές αυτές δοκιμασίες τούς προετοίμαζε ή ίδια ή ζωή. Αλλά και οι ασκήσεις τους στον δίσκο (λιθοβολία), στο πήδημα, στο τρέξιμο, πού θύμιζαν τις αντίστοιχες των αρχαίων Ελλήνων, αύξαιναν σε μεγάλο βαθμό τις φυσικές δυνάμεις και ικανότητές τους. Θαυμαστές ήταν οι ταχύτατες πορείες τους, για να αιφνιδιάσουν ένα απομακρυσμένο εχθρό ή να διαφύγουν την καταδίωξή του. 
Αναφέρονται ακόμη καταπληκτικά παραδείγματα αθλητικών επιδόσεων, όπως π.χ. του Νίκου Τσάρα, ό οποίος πηδούσε επτά άλογα βαλμένα στην σειρά κατά μέτωπο.
Ιδίως όμως ασκούνταν στην σκοποβολή, να περνούν από μακριά με την σφαίρα ένα δαχτυλίδι ή να σημαδεύουν την νύχτα με ευστοχία επάνω στην λάμψη ενός εχθρικού πυροβολισμού, να δίνουν φωτιά στην φωτιά, όπως έλεγαν. 
Η τελευταία τους αυτή ικανότητα εξηγείτε, γιατί προτιμούσαν να αιφνιδιάζουν τούς εχθρούς μέσα στο σκοτάδι.
Πιο εκπληκτική ακόμη ήταν ή αντοχή τους στα βασανιστήρια των Τούρκων, όταν συνέβαινε να πέσουν στα χέρια τους. Ζήτημα τιμής ήταν να δαμάσουν τούς φρικτούς πόνους των και να υπομείνουν την δοκιμασία ατάραχοι. Δεν έχουμε παράδειγμα κλέφτη πού λιποψύχησε και απαρνήθηκε την πίστη του, για να σωθεί από τα βασανιστήρια και τον θάνατο. Ασφαλώς όμως προοπτική μιας τέτοιας δοκιμασίας τούς έκανε να εύχονται ό ένας στον άλλο «καλό μολύβι», δηλαδή ακαριαίο θάνατο στο πεδίο τής μάχης. Αν όμως πληγώνονταν βαριά και ήταν αδύνατο να σωθούν, παρακαλούσαν θερμά τούς συντρόφους των - και ή παράκλησή τους ήταν ιερή - να τούς κόψουν οι ίδιοι το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μη το μπήξουν οι εχθροί ψηλά στην άκρη του κονταριού και το πομπέψουν μέσα από πόλεις και χωριά.
Η τακτική τους ήταν ή τακτική των ατάκτων, των παρτιζάνων, όπως λέγεται σήμερα. Είναι ή τακτική, πού οι ίδιοι οι κλέφτες την οργάνωσαν με κύριο στοιχείο την ενέδρα και οι ίδιοι την ονομάτισαν: κλεφτοπόλεμος. Πολεμούσαν δηλαδή σκορπισμένοι, όρθιοι ή γονατιστοί, πίσω απ’ ό,τι έβρισκαν εμπρός τους, πίσω από ένα τοίχο, ένα δένδρο, ένα βράχο ή και τα πτώματα των εχθρών τους. Τα προκαλύμματα αυτά ονομάζονταν μετερίζια.
Κυκλωμένοι κάποτε και καθηλωμένοι επί ημέρες και νύχτες και ακόμη στερημένοι από νερό, φαγητό και ύπνο έβρισκαν την δύναμη (σε στιγμές πού ό εχθρός τούς νόμιζε εξαντλημένους και έτοιμους να παραδοθούν) να πηδούν από τις θέσεις τους, να κάνουν το λεγόμενο γ ι ο υ ρ ο ύ σ ι, την απελπισμένη έφοδο, δηλαδή να ορμούν επάνω τους, ν’ ανοίγουν δρόμο με τα γιαταγάνια τους μέσα από τις γραμμές του και να διαφεύγουν. Αλλιώς ή αντίσταση μέχρι θανάτου ήταν ή συνηθισμένη τακτική τους, εφόσον μάλιστα γνώριζαν καλά ότι δεν υπήρχε καμιά άλλη ελπίδα σωτηρίας. 

Πάντως ό βίαιος θάνατος στο πεδίο τής μάχης ήταν προτιμότερος από τον φυσικό πού αποσύνθετε βαθμιαία το σώμα και παραμόρφωνε το πρόσωπο. Γι’ αυτό ξεχώριζαν τούς νεκρούς στα σφαγάρια (θύματα) του πολέμου και στα ψοφίμια του φυσικού θανάτου. Με την λέξη ψοφίμια έδειχναν όλη τους την αποστροφή και την αηδία, θα έλεγε κανείς, για τούς νεκρούς από φυσικό θάνατο.
Εφαρμόζοντας ό κλέφτης την τακτική του αυτή, πώς δηλαδή οι λίγοι να πολεμούν τούς πολλούς, κατόρθωνε να παρενοχλεί και να κατατρίβει τις εχθρικές δυνάμεις και τελικά ανάγκαζε τον αντίπαλο να συνθηκολογεί μαζί του, δηλαδή να του παραχωρεί το αρματολίκι.

Ο κλεφτοπόλεμος είναι ή μόνη στρατιωτική τακτική πού σώζεται κατά παράδοση ως την ελληνική επανάσταση του 1821. Χωρίς την γνώση της είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τούς αδιάκοπους αγώνες του ελληνικού έθνους επί Τουρκοκρατίας εναντίον των σκληρών κατακτητών του, τις διάφορες κατά καιρούς ανταρσίες του πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι φάσεις μιας ακατάπαυτης και ακατάβλητης αντίστασης, οι φάσεις ενός ανελέητου και ακήρυκτου πολέμου πού αρχίζει από τα πρώτα κιόλας χρόνια τής σκλαβιάς. Οι πυρήνες των μαχητικών του δυνάμεων είναι οι αρματολοί και οι κλέφτες. Αυτοί ήταν επόμενο να προβάλλουν ως φυσικοί αρχηγοί του έθνους, ν’ αποτελέσουν την «μαγιά της λευτεριάς», όπως παραστατικά λέγει ό αγωνιστής του 21 Γιάννης Μακρυγιάννης να γίνουν οι πρόμαχοι τής ελευθερίας.

Αυτοί δεν άφηναν καμιά ευκαιρία πού να μην την εκμεταλλευθούν, για ν’ αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό. Ήταν έτοιμοι πάντοτε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα χριστιανικά εκείνα κράτη που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Αυτοί αποκαθαίρουν τον ρύπο του ραγιαδισμού και συντελούν στην ηθική αναγέννηση του ελληνικού έθνους με την στάση τους εμπνέουν γενναία αισθήματα και δείχνουν σε όλους τον δρόμο τής τιμής και του καθήκοντος. 
Αποτελούν ζωντανά παραδείγματα και προκαλούν την μίμηση. Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, μέσα σ’αυτόν τον κόσμο των ιδεών ανατρέφονται τα παιδιά των ορεινών περιοχών και γενικότερα τής Ελλάδας. Ένα μάλιστα από τα αγαπημένα τους παιγνίδια απομιμείται την τακτική και τούς αγώνες των κλεφτών εναντίον των Τούρκων.

Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αν οι ανυπότακτοι εκείνοι άνδρες έλαμψαν μέσα στην θερμή φαντασία του τυραννισμένου ελληνικού λαού και έγιναν ινδάλματα, αν ό λαός δημιούργησε τον μύθο του παλληκαριού, αν δηλαδή έπλασε την μορφή του ιδανικού νέου της εποχής: την μορφή πού ενσαρκώνει τα αισθήματα τής αντρίκειας περηφάνειας, τής δικαιοσύνης, της συμπάθειας προς τούς αδυνάτους, και της αδίστακτης αντίστασης εναντίον των τυράννων, των κατακτητών, την μορφή πού κρύβει ακόμη ως σήμερα πολύ φως από το παρελθόν. 

Και ό θαυμασμός του ελληνικού λαού έγινε τραγούδι ηρωικό, τραγούδι πού αγαπήθηκε και διαδόθηκε πλατιά σε όλα τα στρώματα. Τα τραγούδια τους, τα ξακουστά κλέφτικα τραγούδια, με τον αρρενωπό τόνο τους, ικανοποιούσαν κάπως την τραυματισμένη καρδιά του σκλάβου, σκόρπιζαν τον ενθουσιασμό και έκαναν αβάσταχτη την σκλαβιά, με λίγα λόγια, μόρφωναν ελεύθερους ανθρώπους.

Πηγή: Το καταπληκτικό έργο του Αποστόλου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β’, Θεσσαλονίκη 1976.                                                                                          πηγη http://www.pame.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου