Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται - Ημερολόγιο πολέμου




Η Ιστορία επαναλαμβάνεται

_________


Τα διλήμματα του πολέμου - Ο δρόμος προς την ήττα




      H Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, και την δεύτερη σαν φάρσα, είχε πει κάποιος. Και αν και είχε δυστυχώς απόλυτο δίκιο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αγνοούν την Ιστορία, καθώς και τα διδάγματά της. Ήταν τελικά έκπληξη η συμφωνία που υπέγραψε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, της πρώτης Κυβέρνησης της Αριστεράς σε καιρό ειρήνης, ή ήταν κάτι αναμενόμενο; 


Τί μας έχει διδάξει η Ιστορία της Ελλάδας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

  
      Ημερολόγιο πολέμου:


28 Οκτωβρίου 1940: Απρόκλητη εισβολή του φασιστικού ιταλικού κράτους. Τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη. Ηχούν οι σειρήνες και οι καμπάνες ενώ τα ιταλικά αεροπλάνα εισβάλλουν στον ελληνικό εναέριο χώρο. Φασιστικές λεγεώνες εισβάλλουν από την Αλβανία. Το απόσπασμα Δαβάκη και η ηρωική 8η Μεραρχία Ηπείρου αποκρούουν την επίθεση. Οι Ιταλοί δεν φτάνουν ούτε ως το Μέτσοβο, υποχωρούν. Το "Αλβανικό Έπος του '40". Ο ηρωικός "Παπανικολής". Η ελληνική αντίσταση εισχωρεί στην Αλβανία και απελευθερώνει μέσα στο χιονιά πόλεις και χωριά, το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά και το Πόγραδετς.

Άνοιξη 1941: Η "εαρινή επίθεση". Ο ελληνοιταλικός πόλεμος κράτησε 6 μήνες, 6 μήνες ρεζίλι για τους φασίστες του Μουσολίνι. Ήττα της "Mare Nostrum". Νίκη της ελληνικής αντίστασης.

6 Απριλίου 1941: Δεύτερη εισβολή των φασιστικών δυνάμεων, από τα χιτλερικά στρατεύματα από το Βορρά. 

20 Απριλίου 1941: 1η Συνθηκολόγηση - Ο Γεώργιος Τσολάκογλου παραδίδει δίχως όρους την Ελλάδα στη Βέρμαχτ. Στις 27/4 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα, και στις 30/4 σχηματίζεται η πρώτη Κατοχική Κυβέρνηση. Κάτι κινείται στις βόρειες συνοικίες της Αθήνας. 

15 Μαΐου 1941: Άλσος της Καισαριανής. "Όχι δεν γίνηκε ειρήνη, όσο πόδι αγαρηνού πατάει γη ελληνική! Ο πόλεμος συνεχίζεται! Με κορμί και με ψυχή! Με το όπλο στο χέρι!". Τα λόγια ήταν ενός άγνωστου έως τότε αγωνιστή. Θανάσης Κλάρας. Έμεινε γνωστός με το αντιστασιακό παρατσούκλι "ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ".

Φθινόπωρο 1941: Ίδρυση των μεγαλύτερων αντιστασιακών ένοπλων οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Ο ΕΔΕΣ είχε στην αρχή πολύ πιο ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα. Κατέληξε όμως μετά από διάσπαση (Σεπτέμβριος 1943) να συμμαχήσει με τον κατακτητή. Ήταν το προοίμιο του Εμφυλίου.

19 Νοεμβρίου 1941: Ο Άρης κατεβαίνει στη Ρούμελη. Οργανώνει την ένοπλη αντίσταση.

16 Φεβρουαρίου 1942: "ΕΔΩ ΕΛΑΣ! ΕΔΩ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ! Στα όπλα Έλληνες! Στα άρματα στα άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά!". Είναι η πρώτη διακήρυξη για την ένοπλη αντίσταση στον κατακτητή.

7 Ιουνίου 1942: "Εδώ Δομνίστα Ευρυτανίας. Σας μιλά ο Ταγματάρχης Πυροβολικού Άρης Βελουχιώτης: Πατριώτες! Από τούτη τη θέση κηρύσσω την επανάσταση κατά των ξένων κατακτητών!". Ήταν ο πρώτος καπετάνιος του ΕΛΑΣ, της πρώτης αντάρτικης ομάδας, που πήρε όρκο στην Καλλιθέα Σπερχειάδας "να θυσιαστεί για το λαό και την πατρίδα".

Μέχρι το τέλος του χρόνου το αντάρτικο εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και καταφέρνει ανεπανάληπτα χτυπήματα σε ξένο κατακτητή. Για κάθε αντάρτη που σκοτώνεται 10 φασίστες πέφτουν στις μάχες. Μέγας άθλος η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου από ΕΑΜ-ΕΔΕΣ-Άγγλους. Η πρώτη σημαντική συμβολή των Άγγλων "συμμάχων". Από τότε ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τον Εμφύλιο.


31 Δεκεμβρίου 1942: Προσπάθεια Άρη και Ζέρβα για ένοπλη εθνική συνένωση. Τη σαμποτάρει ο Άγγλος Γουντχάουζ. Ήξερε τί θα σήμαινε η συνένωση των μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων. Οι αντιφασιστικές νίκες είναι ακατάπαυστες. Εξολοθρεύονται ολόκληρα φασιστικά τάγματα από αντάρτες που πια από τα λάφυρα σε πολεμικά υλικά, είναι παντοδύναμοι.

6 Ιουλίου 1943: Η αρχή της ήττας του αντιφασιστικού κινήματος. Η Τριανδρία, "οι μάνες του λαϊκού στρατού", Σαράφης-Βελουχιώτης-Σαμαρινιώτης σε ένα πολιτικό ατόπημα, υπογράφουν σύμφωνο με τους Άγγλους για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Το ένοπλο αντάρτικο εξαρτιόταν  πια από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. 

Μέχρι το Μάιο του 1944 και αφού έχουν ιδρυθεί τα Τάγματα Ασφαλείας, εκτυλίσσεται όργιο εκτελέσεων από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες ως αντίποινα για τις νίκες του αντάρτικου σε όλη την αδούλωτη Ελλάδα. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής εκτελούνται 200 κομμουνιστές κρατούμενοι ως αντίποινα για την ενέδρα στους Μολάους. 


14-27 Μαΐου 1944: Ιδρύεται το Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων. Γίνονται μυστικές εκλογές με 1,500,000 Έλληνες να ψηφίζουν λαϊκούς αντιπροσώπους με πρωτοβουλία του ΕΑΜ.

Γράφει η διακήρυξη: 

      "Το Εθνικό Συμβούλιο, συγκροτημένο από αντιπροσώπους ολόκληρου του Ελληνικού λαού που συνήλθαν για να διακηρύξουν την ακατάβλητη θέλησή του να πολεμήσει ως την τελευταία του πνοή για την απελευθέρωση της Χώρας, την πλήρη συντριβή του φασισμού και την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και της λαϊκής κυριαρχίας"

17-20 Μαΐου 1944: "Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου". Ο Γεώργιος Παπανδρέου με τους Άγγλους καταλήγουν σε μία συμφωνία-συμβόλαιο για την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Οι όροι είναι τέτοιοι που μας παραδίδουν στους Άγγλους. Η ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ την υποτέλεια της Ελλάδας στους Άγγλους,παραδίδοντας την εξουσία που τους έδωσε ο λαός στις Κορυσχάδες, στους εχθρούς τους. 


26 Σεπτεμβρίου 1944: "Συμφωνία της Καζέρτας": Ο Γεώργιος Παπανδρέου ορίζει Αρχιστράτηγο των απελευθερωτικών δυνάμεων τον.....Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ. ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ και η πολιτική ηγεσία (ΚΚΕ) και η ένοπλη με τον Σαράφη. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις περνούν στους Άγγλους....


3 Δεκεμβρίου 1944: Παραιτούνται οι ΕΑΜικοί υπουργοί. Καλούν σε διαδήλωση στην Αθήνα. Τα αγγλικά στρατεύματα ανοίγουν πυρ στο Σύνταγμα. Τα "Δεκεμβριανά". 

5 Ιανουαρίου 1945: Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας καταρρέει. Ο Άρης τρέχει στη Θήβα να οργανώσει αντάρτικο. Αποκρούει τους Άγγλους στην Αταλάντη και υπερασπίζεται τη Λαμία.

12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1945: ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ: Υπογράφει το ΚΚΕ. Ο ΕΛΑΣ αποστρατεύεται. Ξεκινάνε οι διώξεις των κομμουνιστών και των αντιστασιακών σε όλη την Ελλάδα. Ο Άρης αρνείται να παραδώσει τα όπλα και με μια χούφτα ανταρτών πάει στο Γαρδίκι Ομιλαίων. Ξεκινάει με 100 άτομα να ανασυντάξει το αντάρτικο βλέποντας ότι δεν έχει τελειώσει ο πόλεμος.

12 Ιουνίου 1945: Ο Ν. Ζαχαριάδης δημοσιεύει την αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη και τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Από τον Απρίλιο είχαν δώσει οδηγία σε όλες τις κομματικές οργανώσεις να "μην δίνουν ούτε νερό ούτε ψωμί από όπου και αν περνάει". Είχε προηγηθεί η επιστολή του Άρη στην ηγεσία του ΚΚΕ για τα λάθη που έχουν γίνει και τους καλούσε σε νέο αντάρτικο. 


17 Ιουνίου 1945: Πλατεία των Τρικάλων. Τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα σε δημόσια θέα. Μαρτυρία της φρίκης. Ξεκινάει ο Εμφύλιος. 



      Πόσα λάθη. Πόσες Καζέρτες. Πόσοι Λίβανοι. Πόσες Βάρκιζες. Πόσες Βρυξέλλες. Η Ιστορία μας είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Τόσα λάθη, όσες και οι ήττες. Εκεί που οι τακτικοί ελιγμοί, οδηγούν σε στρατηγικά λάθη. Και τα στρατηγικά λάθη στην ανυπολόγιστη ήττα.


      Τα λάθη γίνονται όταν τα πράξεις. Που σημαίνει δράση. Που προϋποθέτει πάλη και σύγκρουση. Και ας συγκρουστείς με όλους. Και ας χάσεις κάθε σύμμαχο. Και ας ηττηθείς! 









(Χρησιμοποιήθηκαν μέρη από το εξαιρετικό βιβλίο του Μπάμπη Κλάρα "Το παραμύθι ενός λαού που δεν είναι παραμύθι").                                                                                                                                   πηγη http://tzakisanalysis.blogspot.com/2015/07/blog-post.html



Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Το κρασί και τα αμπέλια των αρχαίων Ικαρίων και το Πράμνιο ... Δαιμόνιο

Φωτογραφία της Maria Iordanidou.
     πηγη

Ο Πράμνειος Οίνος και ο θεός Διόνυσος
Η Αρχαία Ικαρία ήταν παραγωγός του περίφημου Πράμνειου Οίνου. Ο Ομηρικός ύμνος εις Διόνυσον (ΧΧΧΙV) μνημονεύει 6 περιοχές που αναφέρονται ως τόποι που γεννήθηκε ο Διόνυσος (Δράκανο, Ικάρου ανεμόεσσα, Νάξος, Αλφειός, Θήβα, όρος Νύσα). Από αυτούς οι δύο (Δράκανο Ικάρου ανεμόεσσα) είναι στην Ικαρία. Αλλά, και οι άλλοι τόποι δεν είναι άσχετοι με την Ικαρία. Αν σηματοδοτήσει κανείς στο χάρτη αυτά τα τοπωνύμια θα διαπιστώσει ότι βρίσκονται περίπου στην ίδια ευθεία. Στο θαλάσσιο δρόμο που ένωνε την Ιωνική ακτή με την Ελληνική Χερσόνησο, και που έχει την Ικαρία στο κέντρο του. Τον ίδιο αυτό δρόμο που είχαν σηματοδοτήσει και τα ιερά της Αρτέμιδας (Έφεσος, Νάς Ικαρίας, Αμφιάρειο).
Στην Ικαρία, είναι ολοζώντανες διάφορες ιστορίες για νέους που τους είχαν αρπάξει οι Πειρατές, αλλά ξέφυγαν και κρύφτηκαν στο βουνό της Ικαρίας. Αρκετά σόγια αναφέρουν τέτοιο γεννήτορα. Ο μύθος λεει ότι και ο Διόνυσος είχε μια τέτοια επαφή με τους τότε πειρατές. Τον πήραν από την Ικαρία και πήγαιναν να τον πουλήσουν σκλάβο. Αυτός τους είπε ότι είναι Θεός και μάλιστα της γονιμότητας, της απόλαυσης της φύσης και φυσικά του οίνου, αλλά εκείνοι δεν τον πίστεψαν εκτός από ένα ναυτόπουλο (που τελικά σώθηκε). Τα όσα περιγράφονται είναι μάλλον από την επίδραση του Πράμνιου οίνου. Να πως τα περιγράφει, γλαφυρά, ο Απολλόδωρος:

“Θέλοντας να περάσει απ’ την Ικαρία στη Νάξο μίσθωσε ένα πειρατικό των Τυρρηνών. Εκείνοι αφού τον έμπασαν μέσα, παρέκαμψαν τη Νάξο κι έβαλαν πλώρη κατά την Ασία για να τον πουλήσουν. Κι ο Διόνυσος έκανε φίδια τα κουπιά κα ιτο κατάρτι κι όλο το σκάφος το γέμισε με κισσό και μελωδίες από αυλούς. Οπότε οι πειρατές καταλαμβάνονται από μανία και ρίχνονται στη θάλασσα όπου γίνονται δελφίνια. Έτσι οι άνθρωποι πίστεψαν οτι είναι θεός και τον τιμούσαν”
Το γεγονός ότι ο Διόνυσος, όταν ήταν νεαρός και άγνωστος έμενε στην Ικαρία, είναι πολύ ενδιαφέρον. Ο αρχαιολόγος Θ. Κατσαρός, σε μια εξαίρετη πραγματεία του υπογραμμίζει την πληθώρα των τοπωνυμίων της Ικαρίας που σχετίζονται με το Διόνυσο.
Η υπόθεση ότι η Ικαρία είναι η πατρίδα του Διονύσου και του κρασιού ενισχύεται ακόμη και από το αρχαίο μύθο του Ικάριου, του πρώτου ανθρώπου που έφτιαξε οίνο. Όψιμες μεταγραφές του μύθου τοποθετούν τον Ικάριο στην Αττική. Ο Απολλόδωρος αναφέρει:

“Όταν πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο ίδιο τέμενος της Αθηνάς, έγινε βασιλιάς ο Πανδίων, και στα χρόνια της βασιλείας του ήλθαν στην Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Την Δήμητρα την υποδέχτηκε στην Ελευσίνα ο Κελεός και τον Διόνυσο ο Ικάριος, που παρέλαβε απ’ αυτόν ένα κλήμα κι έμαθε την οινοποιία”.
Είναι γνωστή η σχέση των Ικαρίων με την περιοχή του Διονύσου της Αττικής. Ωστόσο, ο οίνος ήταν τόσο δυνατός που όταν τον ήπιαν οι δούλοι του παραφέρθηκαν, και μάλιστα σκότωσαν τον ίδιο τον αφέντη τους τον Ικάριο. Το δίδαγμα είναι ότι ο οίνος πρέπει να πίνεται με προσοχή, και μάλιστα, καλό είναι να τον αναμειγνύει κανείς με νερό, και να κάνει κράμα-κρασί. Σήμερα, ο Πράμνειος Οίνος της Ικαρίας είναι από τους λίγους υψηλόβαθμους που έχουν απομείνει. Οι σημερινοί Καριώτες έχουμε την ευτυχία να γευόμαστε Οίνο, και ξέρουμε πώς μπορεί να παραφερθεί κανείς μεθώντας με τέτοιο κρασί. Μάλιστα, το καλοκαίρι, τους μήνες που δεν έχουν “ρο”, ξέρουμε ότι “θέλει νερό” γιατί τότε μεθάει κανείς ευκολότερα. Βάζουμε λοιπόν νερό και μετατρέπουμε τον Πράμνειο Οίνο σε κρασί. Το εθιμοτυπικό που υπάρχει σήμερα στην Ικαρία γύρω από το κρασί δείχνει ότι οι κάτοικοι αυτού του νησιού έχουν καλά καταλάβει το δίδαγμα του μύθου του Ικάριου.

Κυκεώνας: Το Ικαριακό “κοκτέϊλ”
Η αρχαία γραμματολογία έχει συχνές αναφορές στον Πράμνιο Οίνο. Η Κίρκη κερνάει τους συντρόφους του Οδυσσέα ένα κοκτέϊλ από τυρί, μέλι ξανθό, αλεύρι και “Οίνο Πράμνειο”. Μόλις αυτοί το ήπιαν, τους έκανε γουρούνια (Οδύσσεια, Κ. Στίχοι230-240). Φαίνεται ότι μέθυσαν και άλλαξαν συμπεριφορά, ‘γίναν σαν τα ζώα Είναι εκπληκτικό ότι αυτά ακριβώς τα προϊόντα είναι και τα περιώνυμα της παραδοσιακής Ικαριακής παραγωγής. Εκτός από το αλεύρι, τα άλλα προϊόντα έχουν έντονη σημερινή παρουσία.
Μάλιστα, το τυρί αυτής της συνταγής είναι ...κατσικίσιο, δηλαδή καθούρα. Αυτό μαθαίνουμε από την Ιλιάδα:
Μια νησιωτοπούλα, η Εκαμήδη από την Τένεδο, κέρασε τον σοφό γερο-Νέστορα και την παρέα του ένα κοκτέϊλ, τον περίφημο κυκεώνα. Για την ακρίβεια, άπλωσε στο τραπέζι “κρεμμύδι, προσφάγι για το πιοτό, και μέλι φρέσκο και μαζί του άγιου κριθαριού τον καρπό”. Στη μέση του τραπεζιού έβαλε και ένα βαρύ μεγάλο ποτήρι, περίτεχνα διακοσμημένο, για να πιουν από κοινού. Όταν ήταν γεμάτο δύσκολα το σήκωνε να πιει κανείς, εκτός από τον ιδιοκτήτη του τον ίδιο το Νέστορα, που μάλιστα το είχε φέρει από το σπίτι του, από την Πύλο.

“Μέσα σ’ αυτό τους ανακάτωσε η γυναίκα η όμοια με θεές νερό με κρασί Πράμνειο, έξυσε με χάλκινη ξύστρα κατσικίσιο τυρί, και πασπάλισε άσπρο κριθαρένιο αλεύρι. Ύστερα, αφού ετοίμασε τον κυκεώνα, τους είπε να πιουν. Εκείνοι ήπιαν πρώτα κ’ έσβησαν τη δίψα που τους ξέραινε το λαιμό, κ’ έπειτα πήραν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους για να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους με λόγια”.Εδώ, εκτός από την συνταγή του κυκεώνα έχουμε και ένα πολύ γνωστό παραδοσιακό εθιμοτυπικό, με την γυναίκα-γνώστρια να ετοιμάζει για την παρέα το τραπέζι, και την λιτή τροφή να προσφέρεται, με σκοπό να πίνουν οι ομοτράπεζοι και κουβεντιάζουν για να περάσουν ευχάριστα. Μάλιστα, λίγο αργότερα, όταν ο Πάτροκλος φέρνει στη σκηνή του Νέστορα τον βαριά τραυματισμένο Μαχάονα, τον γιο του περίφημου γιατρού της αρχαιότητας Ασκληπιού, η Εκαμήδη του δίνει να πιει από τον κυκεώνα, για να γίνει καλά.
Αυτό το τελετουργικό, με επίκεντρο τον Πράμνειο Οίνο και τις σπουδαίες ιδιότητές του, απασχόλησε και τον Πλάτωνα. Ο Σωκράτης, συνομιλώντας με τον Ίωνα, τον ρωτάει χρησιμοποιώντας την μαιευτική μέθοδο:

“Σωκράτης: Και η τέχνη του ραψωδού είναι διαφορετική από την τέχνην του ηνιόχου;
Ίων: Ναι.
Σωκράτης: Και εφ’ όσον είναι διαφορετική, είναι γνώσις αναφερόμενη εις πράγματα διαφορετικά.
Ίων: Ναι.
Σωκράτης: Και πάλιν: Όταν ο Όμηρος διηγείται ότι εις τον τραυματισμένον Μαχάονα, η παλλακίς του Νέστορος, η Εκαμήδη, του δίδει ένα ρόφημα να πίνει: Και αυτό το λέιε πάνω-κάτω:
“Από κρασί Πραμνιώτικο και γιδοτύρι ξύνει
Μέσα, με ξύστρα χάλκινη. Και από κοντά κρεμύδι
Να συνοδέψει το πιοτό...”
Αυτά, αν σωστά τα λεει ο Όμηρος ή όχι εις ποίαν τέχνην ανήκει να το κρίνει μετ’ ακριβείας; Εις την τέχνην του ιατρού ή του ραψωδού;
Ίων: Εις την τέχνην του ιατρού.
Σωκράτης: Και πάλιν όταν λέγει ο Όμηρος....”
Ο Πλάτωνας επανέρχεται στον Πράμνειο Οίνο στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ, συνδέοντάς τον ακόμη μια φορά με την Ιατρική:

“-Και μικρότερη τάχα ντροπή το νομίζεις νάχη κανείς την ανάγκη της ιατρικής, όχι ότνα πρόκειται για τίποτα πληγές ή για κάτι τυχαίες επιδημικές αρρώστιες, αλλά επειδή από τη μαλθακή ζωή και τη δίαιτα που αναφέραμε γεμίζει το σώμα του, καθώς οι βάλτοι, από αέρια και αναθυμιάσεις, και αναγκάζει τους κομψούς μας τους Ασκληπιάδες να βρίσκουν ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους, για τις αρρώστειες του;
-Και πραγματικώς νέα είναι και αλλόκοτα αυτά τα ονόματα για τις αρρώστιες.
-Που βέβαια δεν θα υπήρχαν, καθώς φαντάζομαι, στην εποχή του Ασκληπιού. Και το συμπεραίνω, επειδή οι δυό του γυιοί, στην πολιορκία της Τροίας δεν μάλλωσαν τη γυναίκα, που έδωσε στον πληγωμένο Ευρύπυλο να πιει Πραμνιώτικο κρασί με πασπαλισμένο από πάνω άφθονο αλεύρι και ξυσμένο τυρί, που τάχουν για φλεγματικά, ούτ’ έκαμαν καμιά παρατήρηση στον Πάτροκλο, που τον γιάτρευε.
-Να πούμε όμως την αλήθεια, δεν ήταν και πολύ κατάλληλο το πιοτό για έναν άνθρωπο σε αυτή την κατάσταση.
-Δεν θα το κρίνης έτσι, αν λάβης υπ’ όψη σου πώς οι Ασκληπιάδαι παλιότερα, πριν να φανή ο Ηρόδικος, Δε γνώριζαν, καθώς λένε, απ’ αυτή την παιδαγωγική ιατρική”

Είναι φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εντοπίσει ειδικά στο κρασί της Ικαρίας σπουδαίες ιδιότητες, σχεδόν μαγικές. Και φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο το κρασί της Ικαρίας αλλά και τα άλλα Καριώτικα προϊόντα, το μέλι, το κατσικίσιο τυρί και το κριθαράλευρο που έκαναν τον Πράμνειο Οίνο ένα έξοχο ποτό για παρέα, για τέρψη αλλά και για να νοιώσει καλύτερα όχι απλά ένας οποιοσδήποτε τραυματίας, αλλά ο ίδιος ο γιός του γιατρού Ασκληπιού!

Το Πράμνιο ... Δαιμόνιο
Ένα τέτοιο κρασί δεν θα μπορούσε να μην πέσει στην προσοχή του Αριστοφάνη. Η μαρτυρία που έχουμε στους ΙΠΠΗΣ είναι αποκαλυπτική. Δυο δούλοι συζητούν, παραπέμποντας στον μύθο του Ικάριου και των δούλων του που ήπιαν το κρασί. Ωστόσο, οι δούλοι κρατούν μάσκες και παίζουν θέατρο, κοροϊδεύοντας τους πολιτικούς. Ο ένας φοράει το προσωπείο του στρατηγού Δημοσθένη και ο άλλος του στρατηγού και πολιτικού Νικία, και διαμαρτύρονται για το ξύλο που τρώνε από τον Κλέωνα.

Β’ Δούλος (Νικίας): Το καλύτερο λοιπόν για μας είναι να πεθάνουμε.
Α’ Δούλος (Δημοσθένης): Σκέψου τότε πώς θα πεθάνουμε σαν άντρες.
Β’: Πώς αλήθεια; Πώς θα πεθάνουμε σαν άντρες; Ας πιούμε αίμα ταύρου! Ο θάνατος του Θεμιστοκλή είναι ο προτιμότερος από όλους.
Α’: Όχι μα το Δία! Κάλλιο να πιούμε άκρατο οίνο για το αγαθό δαιμόνιο. Ίσως έτσι μας κατεβεί καμιά καλή ιδέα..
Β’: Ά ναί, άκρατο οίνο! Το πώς θα πιούμε τώρα λογαριάζεις! Και γίνεται μεθυσμένος άνθρωπος να σκεφτεί κάτι σωστό;
Α’: Αληθινά το λες φίλε; Είναι ένας μωρολογονεροκανατάς! Τολμάς να αρνηθείς στο κρασί την έμπνευση; Και μπορείς να βρεις κάτι καλύτερο από το κρασί γι αυτό; Τάχα Δε βλέπεις πως όταν οι άνθρωποι πίνουν, τότε πλουτίζουν, πετυχαίνουν, κερδίζουν τις δίκες τους, γίνονται ευτυχισμένοι και βοηθούν τους φίλους τους; Έλα, τρέχα και φέρε μου γλήγορα μια κανάτα κρασί, για να ποτίσω το μυαλό μου και πω κάτι ξυπνό!
Β’: Δυστυχία! Τι τάχα να μας μαγειρεύει αυτό σου το πιοτί;
Α’: Κάτι καλό. Φέρε το όμως...
(ο Β’ δούλος πάει και κλέβει κρασί από το αφεντικό)
Α’: Χύσε μου μπόλικο άκρατο οίνο, όπως αν ήταν για σπονδή.
Β’: Πάρε και πρόσφερε σπονδή στο αγαθό δαιμόνιο.
Α’: Ρούφα, ρούφα το Πράμνιο δαιμόνιο! (έπειτα που άδειασε το ποτήρι:) Ω αγαθό δαιμόνιο, δική σου είναι αυτή η ιδέα όχι δική μου!”
Είναι εντυπωσιακή η παρομοίωση του Πράμνειου Οίνου με το αίμα του ταύρου. Επίσης, ότι άκρατος οίνος και Πράμνειος οίνος είναι συνώνυμα. Τέλος, ο συντηρητικός Νικίας δεν μπορεί να νοιώσει ελεύθερος και χαλαρός, ενώ ο Δημοσθένης τον προτρέπει να πιει και να ευφρανθεί, να αισθανθεί το πνεύμα του Πράμνειου οίνου και να ξεχάσει τον πόνο του.

Πού ήταν άραγε τα αμπέλια του Πράμνειου Οίνου;
Θα πρέπει κανείς να τα αναζητήσει στα ορεινά. Η Οινόη, όπως δηλώνει και το όνομά της, θα πρέπει να ήταν το επίνειο της εμπορίας καριώτικου κρασιού. Επομένως, η περιοχή του Κοσκινά, ιδιαίτερα η νότια πλευρά του Κάστρου, ανάμεσα στον Κοσκινά και στην Πούντα, με τη μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο, θα πρέπει να είναι το επίκεντρο των αμπελώνων.
Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο και ένα ιδιαίτερο γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό που δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί. Στην νότια πλευρά της οροσειράς, ακριβώς κάτω από την κορυφογραμμή, υπάρχουν πλατώματα που κάποτε θα πρέπει να ήταν ενωμένα και να αποτελούσαν μια ενιαία επίπεδη ζώνη από το Μαυράτο μέχρι την Πούντα. Είναι η περιοχή της οροσειράς του Αθέρα που σήμερα φέρει ακόμη το όνομα Πράμνος, όχι τυχαία..
Η ζώνη αυτή εμφανίζεται και μετά τον Μαγγανίτη, πάνω από το Καρκινάγρι. Με τις διαβρώσεις των εδαφών πολλά τμήματα αυτού του ιδιόμορφου “σκαλοπατιού” θα πρέπει να κατέρρευσαν. Σε αυτή την στενή και επίπεδη λωρίδα, που είναι υπήνεμη, θα πρέπει να υπήρχαν επίσης αμπελώνες. Η πληθώρα των οικισμών που βρίσκονται σε εκείνη την υψομετρική ζώνη ισχυροποιεί αυτή την υπόθεση: Οικισμός Καρναούς, Κεχρίτης, Κάμπα, Παγγεράτο ή Παριανάδο, Αστάχυ, Ραφέδο, Τσαμπατάτο, Βαρδαράδο, Βρουχοί, Κελιά, Σύριγγας, Δάσος Μαγγανίτη, της ελιάς Κάμπος, Κουμαρό, Αγ. Γιάννης Θεολόγος. Συνέχεια αυτής της ζώνης είναι το Αμάλου και η Λαγκάδα, το παροιμιώδες άκρο της Ικαριακής Αφάνειας και σημαντικό παραγωγικό κέντρο για αυτή την περίοδο.
Αυτοί οι οικισμοί θα πρέπει να έχουν πολύ παλιά ιστορία. Υποθέτω ότι θα πρέπει να είναι, μαζί με τους αμπελώνες του Κοσκινά, οι αρχαίοι αμπελώνες του Πράμνειου Οίνου. Θα πρέπει να είχαν σύνδεση μεταξύ τους με δρόμο ή μονοπάτι, και παράλληλα θα είχαν σύνδεση με τις παραθαλάσσιες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, και ιδίως με την Οινόη. Μια ανασκαφή και σε αυτή την περιοχή, θα μπορούσε να δώσει πολλά.

Μια Ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμη
Μετά την κλασσική Ελλάδα, κατέρρευσαν τα δίκτυα εμπορίου των αρχαίων Ελλήνων. Οι παράκτιες πόλεις της Ικαρίας (Δράκανο, Θέρμαι, Οινόη, Νάς), που ήταν βασισμένες στο εμπόριο θα πρέπει να ερημώθηκαν. Ήδη επί Ρωμαίων η Ικαρία αναφέρεται ως έρημη. Τι συνέβη;
Θα πρέπει όσοι έμειναν στο νησί, να αποσύρθηκαν στα ορεινά, και ιδιαίτερα στην παραγωγική ζώνη του Πράμνειου Οίνου. Τότε ουσιαστικά θα πρέπει να δομήθηκε το αυτόνομο Ικαριακό νοικοκυριό και όχι στην περίοδο της μεταβυζαντινής πειρατείας, όπως πιστεύουμε σήμερα.. Επομένως, δεν θα πρέπει να μιλάμε για τον αιώνα της αφάνειας, αλλά για πολλούς αιώνες επιβίωσης και προσαρμογής αυτόνομων και συνεχώς διευρυνόμενων νοικοκυριών, με απόλυτη αυτάρκεια, μέσα στην Ικαριακή φύση.
Η μεγάλη παραγωγική δύναμη της Ικαριακής φύσης και τα διάσπαρτα νερά κατά μήκος του Αθέρα, ευνόησαν τον πρωτότυπο οικιστικό τύπο της αραιής κατοίκησης, δηλαδή της επιβίωσης σε επικλινές δασωμένο έδαφος. Η τροφοσυλλογή, η αιγοτροφία, η μελισσοπαραγωγή, η καροβυνοποιία και φυσικά η αμπελουργία αναπτύχθηκαν σε συνθήκες αυτάρκειας.
Διατηρήθηκαν οι αρχαίες ελληνικές τεχνικές, που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. Διατηρήθηκαν έτσι και τα ήθη και έθιμα. Διαμορφώθηκε η κοινωνία των ίσων και η κοινωνία των ελαχίστων. Διαμορφώθηκε η Ικαρία της Ουτοπίας.
Οι κάτοικοι ζούσαν ελεύθεροι, μακρόβιοι, χωρίς ταξικές αντιθέσεις, χωρίς διευρυμένη αγορά και εμπόριο. Η αλίμενη και ανεμόεσσα Ικαρία, και το τραχύ Ικάριο Πέλαγος διαμόρφωσαν ένα τείχος προστασίας. Μεσολάβησε ένα μικρό διάλειμμα κατά την Βυζαντινή περίοδο, οπότε και ξαναστήθηκαν τα δίκτυα εμπορίου και ορισμένοι Ικάριοι ξανακατέβηκαν προς την ακτή χωρίς να χάσουν την επαφή τους με την παραγωγική ζώνη του Αθέρα.
Αυτή η ζώνη γης κάτω από την κορυφογραμμή ήταν, επίσης, αόρατη από τη θάλασσα. Επομένως, θα πρέπει να παρέμεινε παραγωγική και την περίοδο της μεταβυζαντικής πειρατείας. Ασφαλώς και σταδιακά θα δημιουργήθηκαν και άλλοι οικισμοί στην υπόλοιπη Ικαρία, πάνω στις πλαγιές. Εκεί κυρίως διαμορφώθηκε το αντιπειρατικό Ικαριακό σπίτι. Δεν είναι τυχαίο, που ακριβώς κάτω από αυτή τη ζώνη του Αθέρα υπάρχουν τα σημερινά χωριά Ξυλοσύρτης, Χρυσόστομο, Πλαγιά, Μαγγανίτης, Καρκινάγρι. Επίσης, το σημερινό μονοπάτι που σώζεται ακόμη, περνάει από αυτή τη διαδρομή για να βγει στην Πούντα. Η πάνω γη θα πρέπει να εγκαταλείφθηκε. Οι κάτοικοι άλλαξαν ασχολίες και έγιναν κτηνοτρόφοι και ελαιοκαλλιεργητές. Η αμπελουργία ξεχάστηκε σε αυτή την περιοχή, με μόνη ίσως εξαίρεση την περιοχή της Κάμπας.
Αν λοιπόν η ζώνη αυτή, σχετίζεται με την αμπελουργική ιστορία της Ικαρίας και τη μετεξέλιξή της, τότε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι άλλες παρόμοιες ζώνες σχετίζονταν με άλλες παραγωγικές εξειδικεύσεις. Υπάρχουν, εκτός από τις “από το βουνό προς τη θάλασσα” οικιστικές διαδοχές (Μεσαριά, Πέρα Μεριά, Άγιος Κήρυκος, Βόρεια περιοχή των Ραχών μέχρι τη θέλασσα), άλλες δύο σημαντικές ισοϋψείς οικιστικές διαδοχές:
Α) Μονοκάμπι-Πλωμάρι-Μηλιωπό, και Β) Κουνιάδοι-Βρακάδες-Προεσπέρα.
Η Ικαρία φαίνεται να έχει σημαντική οικιστική ιστορία, σημαντικές οικιστικές αναπροσαρμογές. Πολλά στοιχεία του Ικαριακού πολιτισμού, η γλώσσα, η γραφή, οι χοροί, τα έθιμα, το κτηνοτροφικό σύστημα, ερευνώνται σήμερα και δείχνουν ότι είναι εφάμιλλα της μοναδικότητας και της σημασίας του Πράμνειου Οίνου, και πέρασαν επίσης στην αφάνεια.

Στο σύνολό της η Ικαρία, μέχρι σήμερα, παραμένει ακόμη “αφανής” και ανεξερεύνητη. Ακόμη και από μας τους ίδιους τους Ικάριους.Το κρασί και τα αμπέλια των αρχαίων Ικαρίων
Μια σπουδαία ιστορία που δεν γράφτηκε ακόμη
Ηλίας Γιαννίρης
Πολεοδόμος, Χωροτάκτης, Δρ. ΕΜΠ

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Το Κάστρο του Κοσκινά (ή Κάστρο της Νικαριάς ή Κάστρο της Μεσαριάς) βρίσκεται στο χωριό Κοσοίκια του Ευδήλου, στο μέσο περίπου του νησιού και αποτελούσε το ισχυρότερο οχυρωματικό έργο της Βυζαντινής πόλης Δολίχης. Κατασκευάστηκε από τους Βυζαντινούς στην κορυφή κωνικού λόφου τον 10ο αι. και-όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την μικρή του έκταση-προοριζόταν για την εγκατάσταση μικρής στρατιωτικής μονάδας που επέβλεπε από την προνομιακή αυτή θέση ολόκληρη την γύρω περιοχή και τους θαλάσσιους δρόμους. Σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση το τείχος που περιβάλλει την κορυφή του λόφου με είσοδο στη βόρεια πλευρά του, ενώ στο εσωτερικό του λόφου διατηρείται ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Δοργανά, μονόκλιτη καμαροσκεπής βασιλική, στο εσωτερικό της οποίας διατηρούνται κίονες αρχαίων κτισμάτων. Στην ομαλή βορειοδυτική κλιτύ του λόφου, κάτω από το κάστρο, διατηρούνται ίχνη οικισμού. Το Κάστρο ενισχύθηκε την εποχή που το νησί περιήλθε στην κατοχή των Γενουατών (1362-1481), ερημώθηκε όμως όταν οι Γενουάτες-υπό τον κίνδυνο της εξάπλωσης των Τούρκων-αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί και να αποσυρθούν στη Χίο. Η Ικαρία περιήλθε στη συνέχεια στην εξουσία των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου μέχρι τα μέσα του 16ου, όταν κυριάρχησαν πλέον οι Τούρκοι. Η παράδοση λέει, πως το κάστρο ήταν απόρθητο, εκτός από μια φορά, όπου κατακτήθηκε από προδοσία..Η ιστορία του Κάστρου έχει αποτυπωθεί σε θρύλους και μεσαιωνικά δημοτικά τραγούδια που ακόμη και σήμερα διατηρούνται στην Ικαρία, με πιο γνωστή τη «ρίβα του Κάστρου της Νικαριάς», όπου περιγράφεται η άλωση των κάστρων της Ικαρίας από τους Γενουάτες

Ακούσατε να σας ειπώ του Κοσκινά τη ρίμα
στα χίλια διακόσια και στα ογδόντα τρία.
Ηθέλησαν η Γένουα με τονε κρυφοράφτη
να `ρτουν για να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι.

Ανάθεμα τη Γένουα με τονε κρυφοράφτη
που ήρταν να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι
οπου `ταν ξακουστό παντού, παντού εξακουσμένο,
στην Πολη και στη Βενετιά ήτο ζωγραφισμένο.

Σαν ήρτασιν ηράξασι μπροστά εις το Φανάρι
ζερβά ρίχνουν τις άγκουρες, πίσω τα παλαμάρια
και πάνω εις την όστρια ρίχνουν τις σιγουράντζες,
εκεί ήβρασιν τον `πω δα τα όπου καλά γνωρίζει

Τη νύχτα το σκοπεύσασι κι ολονυχτίς εζάλαν
και σαν εγλυκοχάραξεν επήξαν οι ατσίδες
και όταν ηνεφάνασι στον Κάμπο του Φιλίππου
τότε φωνήν εβγάλασι ν’ ακούσουν απ’ το κάστρο.

Κανένας δεν ευρέθηκεν απόκριση να πέψει,
μονάχα ο κακόβουλος ο γέρων ο Ατσίδης:
"μπας και θαρρείς, ω Γένουα, και συ, ω κρυφοράφτη,
πως ειν’ τα Δώδεκα Νησιά όπου τα `χμαλωτίζεις;

Εδώ είναι κάστρο φοβερό, παντού εξακουσμένο,
στου βασιγιά τες κάμαρες το `χουν σταμπαρισμένο.
Για να `ρτουν οι εννιά αδερφοί οι καστροπολεμήτες,
τότες να πολεμήσετε, ν’ αντιπαραταχθείτε."

"Και πού `ν’ τους οι εννιά αδερφοί ν’ αντιπαραταχθούμε;"
"Μιαν αδερφήν παντρεύουσιν επάνω στη Λαγκάδα."
Τότες αυτοί σιμώσασι με τόση γρηγοράδα,
γυρίζουν, τριγυρίζουν το, παραδομόν δε έχει.

Ένας μικρός απ’ όλους των παναθεματισμένος
ήταν περίσσια απ’’ αυτούς πολλά δασκαλεμένος
και βγάλει τα μαχαίριαν του και κάμει τα σκαλάκια
κι όλοι του κουλουθήσασι να κάμουσι ρισάκα.

¨Ενα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου
και στέκει και παρακαλεί εξ όλης της καρδιάς του:
"Άγιε μου Γιώργη Δοργανά μεγάλο τ’ όνομά σου,
μεγάλη που `ν’ η χάρη σου και το προσκύνημά σου."

Ένας από τ’ ανάθεμαν από τους Χαλικάδες
αυτή την κόρην αγαπά κι εκείνη δεν τον δέχει.
"Ένα κορίτσιν κάθεται επάνω `δω του κάστρου'
αυτό να μου χαρίσετε κι εγώ να σας διδάξω."

Κι αυτού του υποσχέθησαν πως θα του τη χαρίσουν
κι άλλα πολλά δωρήματα, ώστε να των ανοίξει.
Και τα κλειδιά των έριξε έξω από το μπεντένι,
τότες αυτοί εμπήκασι όλοι αρματωμένοι.

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Κάμπος, η Αρχαία Οινόη



Η Οινόη ήταν σίγουρα η αρχαιότερη και επικρατέστερη πόλη στην Ικαρία. Tα ερείπιά της, που κατάκεινται γύρω από την εκβολή του ποταμού Βουτσιδέ (πιθανή παραφθορά της λέξης ‘βουθυσία’), πέρα του Ευδήλου, στη βόρεια πλευρά του νησιού, διηγούνται το κλέος της. Η Οινόη ήταν κτισμένη εκεί που σήμερα βρίσκονται κατάσπαρτα γύρω από τον ωραίο λόφο της Αγίας Ειρήνης, τα σπίτια του μικρού χωριού Κάμπος της Πέρας Μεριάς κα εκεί όπου το ίδιο χωριό απλώνει προς τη θάλασσα. Η πόλη φαίνεται να ήταν πατρίδα του Επαρχίδου. Μια επιτάφιος πλάκα, που ανήκει στο πρώτο μισό του Β΄ π.χ. αιώνα και η οποία βρέθηκε στην περιοχή της Οινόης, αναφέρει το όνομα «Επαρχίδης του Κτησιφώντος», με άλλα ονόματα της οικογένειάς του. Η Οινόη όφειλε ασφαλώς το όνομά της στην εξειδίκευση της καλλιέργειας της αμπελουργίας. Ό Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι οι αρχαίοι τα αμπέλια τα έλεγαν και οίνας. Ο Καριώτης ιστορικός Παμφίλης υποστηρίζει ότι παρά την Οινόη υπήρχε η Πράμνη πέτρα κοντά στην οποία βλάστησε η Διονυσίας άμπελος, όπως την ονόμαζαν οι εγχώριοι ή η ιεράς άμπελος, από την οποία κα παράχθηκε το πρώτο, ο Πράμνιος οίνος. Όπως επιδείκνυαν κατά τους ιστορικούς χρόνους στην αθηναϊκή Ακρόπολη το ιερό δέντρο της Αθηνάς, την πρώτη ελαίαν που βλάστησε στην ελληνική γη, έτσι και στη νήσο της Ικαρίας, όπου «το πρώτο έφυ άμπελος», επιδείκνυαν την Πράμνην πέτρα, ιερά άμπελον του Διονύσου ή τη Διονυσιάδα άμπελον. Οπωσδήποτε, η Οινόη με τη φήμη της ειδικευμένης αμπελουργού, πρέπει να είχε αποκτήσει ανάλογη υλική ευρωστία. Οι εύφορες εκτάσεις του Κάμπου κα των μαγευτικών κατωφερειών της Μεσαριάς κα της Πέρας Μεριάς, θα είχαν ασφαλώς θαυμαστή απόδοση. Ο πράμνιος είχε γίνει το βασικό βιοτικό βάθρο του νησιού κατά τη διάρκεια των αρχαίων αιώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στους χρόνους ακόμα του Πλινίου (α΄ αιών μ.χ.), γίνεται σοβαρός λόγος περί αυτού. Ο Λατίνος ιστορικός αναφέρει, ότι κα στην εποχή του εξακολουθούσε να διατηρεί ανέπαφη τη φήμη και την αξία του. Προσπάθειες απομίμησης του οίνου δεν θα έλειψαν από άλλες οινοπαραγωγικές περιοχές, που θα θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη φήμη του, την οποία όμως διασφάλιζε τόσο η εξειδίκευση των Ικάριων καλλιεργητών, όσο και το ιδιαίτερο άρωμα το οποίο κα σήμερα ακόμη χαρακτηρίζει το ικαριώτικο σταφύλι. Δεν χωρά αμφιβολία ότι κοντά στην ακμάζουσα αμπελουργία πρόκοβε στο νησί και η κτηνοτροφία, η ναυπηγική κα η αλιεία, όπως άλλωστε μαρτυρείται και από την κατά παράδοση κα σήμερα επίδοση. Τα καρύδια, το μέλι, το κερί κα ιδίως η ξυλεία ως κύρια προϊόντα, συμπλήρωναν τις βάσεις του ικαριακού βίου. Είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθεί ο πληθυσμός της Οινόης κα μάλιστα ανά ιστορικές εποχές. Ο Παμφίλης κάνει την υπόθεση ότι στους Μινωικούς χρόνους η πόλη ήταν περισσότερο πολυάριθμη από κάθε άλλη εποχή. Πάντως εκείνο το οποίο μπορεί να υποστηριχθεί περίπου με βεβαιότητα είναι ότι κατά τους μεγάλους αιώνες των Αθηνών, η Οινόη ήταν μία από τη δεύτερη ή τρίτη σε τάξη πόλη της Αθηναϊκής συμμαχίας, όπως συνάγεται από τις καταβολές των φόρων στο συμμαχικό ταμείο της Δήλου κα αργότερα των Αθηνών. Ο Στράβων στους κατοπινούς καιρούς αναφέρει την Ικαρία ως «λειπανδρούσαν» και χαρακτηρίζει την Οινόη ως πολισμάτιον. Ποια γεγονότα μεσολάβησαν για να φτάσει κα αυτή μαζί με τα άλλα πολίσματα του νησιού σε ραγδαία παρακμή, είναι προ το παρόν πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί. Ίσως η εξήγηση του χρονικού της Οινόης αλλά και όλης της νήσου να βρίσκεται θαμμένη σε κάποια απόκρυφη για την ώρα πτυχή του εδάφους στον Κάμπο, δηλαδή τον χώρο της Οινόης, το Δράκανο, τα Θέρμα και το Ταυροπόλιον, που αναμένουν την σκαπάνη για να της εκμυστηρευτούν το κρυμμένο μυστικό τους.

Η βυζαντινή εποχή

Στους βυζαντινούς καιρούς η Οινόη γνώρισε νέα ακμή, όχι όμως ως Οινόη, αλλά ως Δολίχη, που όπως γνωρίζουμε είναι ένα από τα παμπάλαια ονόματα της νήσου. Η νέα αυτή ακμή μαρτυρούν από τα φανταχτερά ερείπια της βυζαντινής Δολίχης, το φρούριο της οποίας έστεκε προς το εσωτερικό της δυτικής πλευράς του Κάμπου. Η λάμψη της, στα ίχνη της αρχαίας ζωής, με σχεδόν τις ίδιες βιοτικές συνθήκες και στον ίδιο ακριβώς χώρο του παλαιού οικισμού, συνεχίσθηκε αργότερα όταν η Δολίχη επιλέχθηκε από τους Βυζαντινούς και τους Φράγκους για έδρα της βαρονίας και στη συνέχεια της κομητείας. Στα 1481 μ. χ., στην ακμή της πειρατείας και ενώπιον της απειλής του ερχομού των Τούρκων, οι Αράγκιοι της Γενούης, κυρίαρχοι της Ικαρίας, ύστερα από 124 έτη συνεχής κατοχής, μια μέρα την εγκατέλειψαν ξαφνικά για να καταφύγουν στην Χίο. Είχαν συνδεθεί πολύ με τον τόπο, που είχε καταστεί γη των πατέρων τους. Στην κορυφή του γραφικού λοφίσκου του Κάμπου, οι Βυζαντινοί της Δολίχης είχαν αναγείρει τον ναό της Αγίας Ειρήνης. Ήταν αγία προσφιλής τότε στις ταραγμένες εποχές της συνεχούς αβεβαιότητας. Όταν ήρθαν οι Φράγκοι της Γενούης εγκαταστάθηκαν στα ίδια αρχοντικά ή το παλάτιον της βυζαντινής υποδιοικήσεως, όπου άλλοτε έμενε ο τουρμάρχης του Στρατηγού της Σάμου κα ίσως κα οι εξόριστοι πρίγκιπες του Βυζαντίου που στέλνονταν εκεί για ασφαλή απομόνωση κα για τους οποίους μιλά με συγκίνηση η καριώτικη παράδοση. Οι Αράγκιοι καταλαμβάνοντας την Ικαρία μετέφεραν και τις γενουατικές συνήθειες, όπως μετέφεραν εκεί κα τα ήθη, τη σκαιά μεταχείριση κα την ματαιοδοξία των Γενουηνσίων εταίρων της Μαόνας της Χίου, της οποίας ήταν άλλωστε μέτοχοι. Η Αγία Ειρήνη χρησίμευσε πάλι ως μητρόπολη, αλλά αυτή τη φορά των Φράγκων κατακτητών. Για την εξοικονόμηση του βωμού της καθολικής λατρείας, προστέθηκαν τότε στην κόγχη του ιερού του ναού ο απαραίτητες βαθμίδες. Βρίσκονται πάντα στη θέση τους όπως τις άφησαν το πρωί της φυγής τους οι Αράγκιοι, με την εκκένωση της νήσου. Τις παρατήρησα κατά την εκεί επίσκεψή μου και μου έκανε εντύπωση όταν με πληροφόρησαν ότι κανείς δεν τις είχε μέχρι τότε προσέξει. Οι ζωηρές ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το γυαλί των αρχαίων παραθύρων, έπαιζαν με τα χρώματά τους μέσα στο λιθόστρωτο του ναού, που είναι στρωμένος με χονδροειδή ψηφιδωτά κα με πέτρες που φαίνονται ότι χρησίμευαν άλλοτε κι ως δάπεδο άλλου και αρχαιότερου ιερού χώρου, ίσως του Διονύσου. (Ο Λ. Πολίτης θεωρεί το ναό μεταβυζαντινό κτίσμα, αναγερμένο στα θεμέλια προγενέστερης βασιλικής πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων). Μέσα στη σιγή του ναού που τον διέκοπταν το χαρούμενο κα αμέριμνο τιτίβισμα των πουλιών κα ο φλοίσβος του κύματος του όρμου της     Οινόης, αναλογίστηκα τις σκηνές των συμπαθών περαστικών του βυζαντινού βίου και ιδίως του βίου της φραγκικής κομητείας, που είχαν διαδραματιστεί στο χώρο αυτό της κατάνυξης. Εδώ θα είχαν ζήσει οι άνθρωποι εκείνοι που χάθηκαν, τα χαρμόσυνα ή τα λυπηρά συμβάντα της ζωής τους. Εδώ η ευλάβεια των νησιωτών ύψωνε τις ικεσίες και τις ευχαριστίες της προς το θεό των Ελλήνων, όταν ευλογούσε ακόμα τις νίκες κατά των βαρβάρων. Εδώ έψελναν κατανυκτικά το Te Deum των Λατίνων, οι Επίσκοποι που είχαν εγκατασταθεί μαζί με τους κατακτητές. Κάτω απ τον ίδιο απέριττο θόλο θα ακούστηκαν οι δεήσεις για το συνεχές κα αδιάπτωτο μεγαλείο της «κραταιά και γαληνότατη Δημοκρατίας της Γενούης». Πανικοβλημένοι από τον ερχομό Τούρκων, οι Αράγκιοι εγκατέλειψαν ξαφνικά και για πάντα μαζί με όλα τα άλλα και τον καθεδρικό ναό και εξαφανίστηκαν. Οι υποτελείς νησιώτες, όσοι απέμειναν στο νησί και δεν ακολούθησαν τους κατακτητές στη Χίο ή δεν πήραν το δρόμο της διασποράς, στερημένοι από τη μισητή προστασία, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν και αυτοί τους φανερούς οικισμούς κα μεταξύ αυτών πρώτη τη Δολίχην και έσπευσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στις ορεινές φωλιές. Και εκείνοι που έφυγαν ίσως δια παντός από το νησί και εκείνοι που αποσύρθηκαν σε ορεινά κρησφύγετα, θα έκλαψαν βέβαια την πεφιλημένην αρχαία πρωτεύουσα, που ήταν γραφτό της να γίνει εντός μιας ίσως και μόνης μέρας, από κυψέλη ζωής χώρος θανάτου. Ο λιμένας της Δολίχης με τον καιρό φράχτηκε, το Κάστρο του Κοσκινά που ήταν η ασφάλειά τους εγκαταλείφθηκε και ακολούθησε η ερήμωση, η οποία πρόκειται να είναι ο παντοτινός θάνατος της Οινόης. Μόνο όταν βρεθεί κανείς στο λοφίσκο της Αγίας Ειρήνης κα ρίξει το βλέμμα προς την απαλή κατωφέρεια του κάμπου, αμυντήριον του Κοσκινά, τον κλεισμένο λιμένα και τα αμίλητα ερείπια, μπορεί να συλλάβει τη σκηνή της δραματικής εγκατάλειψης της Δολίχης από τους αποχωρούντες Φράγκους. Τώρα δεν απομένουν πια από το πέρασμα των υπεροπτικών Γενουηνσίων, παρά οι φραγκικές βαθμίδες του ιερού της Αγίας Ειρήνης. Από το βυζαντινό χρονικό, τα χαλάσματα των κατοικιών των εξόριστων πριγκίπων. Και από το αρχαίο κλέος της Οινόης, η υπόμνηση των λίθινων φορολογικών καταλόγων που βρέθηκαν στην Ακρόπολη των Αθηνών κα τα οποία μας πληροφορούν ότι η Οινόη συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχαίων πόλεων που είχαν γράψει με μόχθο κα ανυποψίαστα, το ελληνικό θαύμα του Ε΄ αιώνος. (από το βιβλίο του Ι. Μελλά, Η Ιστορία της Νήσου Ικαρίας)                                      πηγη  http://ikariautopia.com/wordpress

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου

 Το μνημείο του Ικάρου που υποδέχεται τους επισκέπτες στην προβλήτα του λιμανιού του Αγίου Κηρύκου και είναι έργο του γλύπτη Νίκου Ίκαρη, καλλιτέχνη της ικαριακής διασποράς στην Αμερική.Το άγαλμα έχει ύψος 17μ, είναι φτιαγμένο από μέταλλο . Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν το 1980 στα πλαίσια του ΣΤ΄Διεθνές Συμπόσιο Αιγαίου (17 -21 Ιούλη) το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Ικαρία.

Ο Μίνωας , ο βασιλιάς της Κρήτης , ήθελε να κατασκευάσει ένα οικοδόμημα ξεχωριστό , που παρόμοιο του δε θα υπήρχε στον κόσμο . Γι’ αυτό το σκοπό κάλεσε από την Αθήνα τον ξακουστό τεχνίτη Δαίδαλο .
Ο Δαίδαλος , εκτός από ξεχωριστός αρχιτέκτονας και γλύπτης ,  φημιζόταν επίσης για την εφευρετικότητά του . Λένε ότι είχε εφεύρει τα κατάρτια και πανιά των πλοίων και πολλά εργαλεία , όπως το πριόνι , το τσεκούρι , το τρυπάνι κ.ά .
Πήγε λοιπόν στην Κρήτη κι έφτιαξε ένα πολύπλοκο και ξεχωριστό κτίριο , το λαβύρινθο .
Επειδή όμως  ο Μίνωας φοβήθηκε πως ο Δαίδαλος μπορεί να φτιάξει ένα παρόμοιο οικοδόμημα και σε άλλο μέρος , τον έκλεισε μαζί με το γιο του Ίκαρο μέσα στο παλάτι και δεν τον άφηνε να φύγει .
Ο Δαίδαλος ζήτησε τότε να του φέρουν κερί , με σκοπό να φτιάξει ένα καινούργιο δημιούργημα για να ευχαριστήσει το βασιλιά . Ωστόσο ,ο πολυμήχανος Δαίδαλος  είχε κάτι άλλο στο μυαλό του … Με το κερί αυτό έφτιαξε φτερά , τα κόλλησε πάνω στους ώμους του αγαπημένου του γιου και τους δικούς του και πέταξε μακριά από το παλάτι του Μίνωα .
Στον Ίκαρο είχε δώσει μια συμβουλή , να μην ανεβαίνει πολύ ψηλά , γιατί το κερί θα λιώσει και τα φτερά θα διαλυθούν . Ο μικρός Ίκαρος , όμως αγνόησε τη συμβουλή του πατέρα του και καθώς ο ήλιος τον ζέσταινε , ήθελε να ανέβει όλο και πιο ψηλά . Δυστυχώς το κερί άρχισε να λιώνει και ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα κοντά σε ένα νησί του Αιγαίου . Ο Δαίδαλος λυπημένος για το χαμό του αγαπημένου του γιου , κατέβηκε να περιμαζέψει το σώμα του παιδιού του .
Το νησί που ήταν κοντά ονομάστηκε Ικαρία , ενώ το πέλαγος γύρω από αυτό ονομάστηκε Ικάριο πέλαγος .
                                                                                                                                                                 
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο θάνατος του Ικάρου υπήρξε η πρώτη ελληνική προσφορά - θυσία στο βωμό της αεροπορικής ιδέας. Σε αυτό το μύθο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων έχει στηριχθεί ο τίτλος των νεαρών σπουδαστών αεροπόρων και της Σχολής στην οποία φοιτούν και δείχνει την τόλμη και την αποφασιστικότητα που τους διακρίνει για την ελευθερία.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Αρματολοί και Κλέφτες

armatoloshaagΕπίκαιρη ιστορία σαν να μην άλλαξε ούτε μια μέρα, ο τρόπος που  κυβερνάται αυτή η Χώρα 

Στην Ελλάδα, όπως και γενικότερα στην Βαλκανική, οι σουλτάνοι αντιμετώπιζαν το πρόβλημα τής υποταγής, των ορεινών πληθυσμών, πού είχαν αυξηθεί από πρόσφυγες των πεδινών. Αρκετοί ήταν οι ορεινοί κάτοικοι πού αρνούνταν κάθε συμβιβασμό με τούς κατακτητές και εξακολουθούσαν την ανυπότακτη ζωή τους. Ήταν οι ονομαζόμενοι κλέφτες και τα χωριά τους κλεφτοχώρια. Πολλά είναι γνωστά ακόμη ως σήμερα με το όνομα αυτό.
Οι Τούρκοι έποικοι, οι εγκαταστημένοι ιδίως στις εύφορες πεδιάδες τής Θεσσαλίας και Μακεδονίας δεν ήταν δυνατόν να επιβάλουν την τάξη. Ήταν λοιπόν φυσικό ν’ αγανακτούν και να επιδιώκουν να βρουν ένα αποτελεσματικό τρόπο για την φρούρηση τής περιοχής τους. Έτσι ό θεσμός των αρματολικιών φαίνεται ότι προέκυψε κυρίως από την ανάγκη να επιβληθεί ή τάξη και ασφάλεια εκεί όπου οι ορεινοί κάτοικοι με πυρήνες θαρραλέους και ανυπότακτους νέους ή και ληστές είχαν γίνει ο εφιάλτης ιδίως των κατακτητών.
Όπως και στις άλλες χώρες της Βαλκανικής, έτσι και στις ελληνικές, οι σουλτάνοι με την παροχή ορισμένων προνομίων προσπαθούσαν να προσελκύσουν τούς επικίνδυνους ορεινούς πληθυσμούς και να τούς κάνουν φρουρούς των τόπων τους, ιδίως μάλιστα εκείνους πού κατοικούσαν κοντά σε κλεισούρες (δερβένια). Έτσι π.χ. ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ από την εποχή πού είχε καταλάβει την Πελοπόννησο είχε παραχωρήσει στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια με τον όρο να εξασφαλίζουν τις συγκοινωνίες. Τα προνόμια αυτά τα είχαν διατηρήσει ως την ελληνική επανάσταση του 1821. Πολύ νωρίτερα κιόλας ό πατέρας του Μουράτ Β’ είχε αναγκαστεί, να ιδρύσει το αρματολίκι των Αγράφων.

Ο θεσμός των αρματολικιών στις ελληνικές χώρες στην αρχή είχε ασφαλώς κάποια ωφέλιμη για τούς Τούρκους απόδοση• γι’ αυτό με το πέρασμα του χρόνου οι σουλτάνοι δημιούργησαν και άλλα αρματολίκια, αλλά δεν ξέρουμε με ποια σειρά και πότε. Πάντως, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, κατά τα τέλη του 15ου αι. ιδρύεται το αρματολίκι του Ολύμπου με αρχηγό τον Καρά Μιχάλη, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε. Μόνο το επίθετό του Καρά μαρτυρεί πολλά για τις επιδρομές του και για τον φόβο πού προξενούσε στους Τούρκους.

Τα περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουμε για την οργάνωση των αρματολικών σωμάτων προέρχονται κυρίως από την προφορική παράδοση, όπως σωζόταν ως τα 1821. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι ορεινοί κάτοικοι ή οι κλέφτες υποτάσσονταν, οι άνδρες πού θ’ αποτελούσαν την ντόπια φρουρά ονομάζονταν αρματολοί ή τουρκικά μαρτολός και έμπαιναν στην υπηρεσία τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
Η περιοχή στην οποία εκτείνεται ή δικαιοδοσία των αρματολών ονομάζεται αρματολίκι, ό αρχηγός του καπιτάνιος ή καπετάνιος (από το ιταλικό capitano), οι άνδρες του παλλικάρια (από το αρχαίο πάλληξ, -ηκος) και οι υπασπιστές του πρωτοπαλλήκαρα. Κατά τούς τελευταίους αιώνες τής τουρκοκρατίας αρματολοί δεν διορίζονταν μόνο παλιοί κλέφτες, αλλά και παλληκαράδες του χωριού ή τής κωμόπολης, πού είχαν αντιμετωπίσει με τα όπλα τούς κλέφτες φυλάγοντας την πατρίδα τους και οι οποίοι ζητούσαν μισθό, για να εξακολουθήσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Ατίθασοι λοιπόν νέοι ή και παλιοί κλέφτες σχημάτιζαν τις ομάδες αντιστάσεως πού τριγύριζαν στα βουνά. Διάφοροι λόγοι τούς έσπρωχναν ν’ αντιδράσουν με τον τρόπο αυτό. Πρόχειρη ήταν στο στόμα των νέων των ορεινών περιοχών ή φράση «σηκώνομαι κλέφτης», για να φοβερίσουν τούς άδικους Τούρκους τοπάρχες ή αγάδες ή τούς τυραννικούς προεστούς. Ο καθένας τους εξασφάλιζε την ελευθερία μόνο για τον εαυτό του και φρόντιζε να ζήσει, όπως μπορούσε, ληστεύοντας στην ανάγκη και Έλληνες ακόμη. Αλλά και οι ληστές, που δρούσαν και παλιότερα, βρήκαν τώρα ένα καινούργιο πεδίο δράσης, που εξευγενίζει το όνομά τους και ανοίγει τον δρόμο προς την ηρωοποίηση και την εξιδανίκευσή τους, εφόσον μάλιστα τώρα παρουσιάζονται ως προστάτες και εκδικητές των τυραννισμένων και καταδιωγμένων ομοεθνών τους, κυρίως των φτωχών.

Αυτονόητο είναι ότι οι κλέφτες κατά τούς πρώτους αιώνες τής τουρκοκρατίας δεν είχαν την συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία ολόκληρου του έθνους. Ο,τι τούς ξεχώριζε από τούς κοινούς ληστές ήταν μόνο το έντονο μίσος εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους και ή συμπάθειά τους προς τούς κατατρεγμένους. Έτσι ο κλέφτης άρχισε να γίνεται ίνδαλμα. Από τις αρχές λοιπόν τής τουρκοκρατίας πρέπει να άρχισε να παίρνει την οριστική του διαμόρφωση ο κόσμος του μύθου και του θρύλου, πού περιβάλλει βαθμιαία την προσωπικότητα του ληστή, του κλέφτη. 
Έτσι γεννιέται σιγά σιγά μιά μακραίωνη παράδοση πού επιζεί για πολλά ακόμη χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τελικά σβήνει μέσα στους κόλπους των ληστών. Οι κλέφτες είναι οι πρώτοι πυρήνες τής αντίστασης του ελληνικού λαού, αυτοί διερμηνεύουν την θέλησή του να μην υποταχθή στην βία και στις καταπιέσεις των αλλόδοξων κατακτητών και των χριστιανών οργάνων τους.

Η ορεινή διάρθρωση της ελληνικής χερσονήσου υπήρξε ή σωτηρία του ελληνικού λαού στις δύσκολες στιγμές τής ιστορίας του. Τα βουνά όχι μόνον είχαν σώσει και θα έσωζαν στο μέλλον τον ελληνικό λαό από την ολοκληρωτική καταστροφή, αλλά και θα μόρφωναν γενιές ελεύθερων ανθρώπων, πού θα βρίσκονταν πάντα σε αντίθεση με τούς αποκαρωμένους κατοίκους του κάμπου. Σωστά λοιπόν παρατηρούσε ό Γάλλος περιηγητής Lauvergne πού είχε επισκεφθεί την Ελλάδα στα 1825 πώς «ολόκληρη ή Ελλάδα, με τα πολλά βουνά, τα τρομακτικά φαράγγια πού τα χωρίζουν, με τις άπειρες ανωμαλίες του κατασχισμένου σε κάθε πλευρά εδάφους της, μοιάζει να έχει προοριστεί από την φύση να είναι το λίκνο ελεύθερων ανθρώπων».

Η οργάνωση της Ελλάδας σε 14 αρματολίκια, που αναφέρει ό Pouqueville, έγινε επί Σουλεϊμάν Α’, αλλά δεν μνημονεύει την πηγή τής πληροφορίας του:
"η Μακεδονία εδώθε από τον Αξιό σε 5 (Βέροια, Σέρβια, Ελασσόνα, Γρεβενά και Μηλιά), ή Θεσσαλία σε 6 (Όλυμπος, Μαυροβούνι, Χάσια, Άγραφα, Πατρατζίκι και Μαλακάσι) και ή Αιτωλοακαρνανία σε 3 (Βενέτικο, Λιδορίκι, Ξερόμερο)." 

Οι αρματολοί αποτελούν χωριστή τάξη με ιδιαίτερα κατά τόπους προνόμια (κυρίως φορολογικές απαλλαγές και παραχωρήσεις γαιών με δικαίωμα ανακλήσεως) και με ιδιαίτερες υποχρεώσεις απέναντι τής Πύλης. Οι ορθόδοξοι αρματολοί σύμφωνα μ’ ένα φιρμάνι του 1710 φέρονται ως απαλλαγμένοι και από «δοσίματα» στον πατριάρχη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε σωζόμενα έγγραφα και τα αδέλφια και τα παιδιά των αρματολών δεν φέρονται εγγεγραμμένοι ως ραγιάδες, αλλά ως mu’af, δηλαδή ως απαλλαγμένοι από φόρους. 
Οι αρματολοί και οι αρχηγοί τους ήταν δυνατόν να διορίζονται και από τις τοπικές αρχές, δηλαδή από τούς μουσουλμάνους προκρίτους (αγιάν) και τούς άλλους ραγιάδες, από τα τοπικά ιεροδικεία με ένα ειδικό μόνο σκοπό, να φυλάγουν π.χ. ένα ντερβένι τής περιοχής.

Στα 1621 αναφέρεται ότι ή σπαρμένη από βουνά Δυτική Ελλάδα ήταν γεμάτη από κλέφτες και έπρεπε να είναι βέβαιος κανείς ότι θα κινδύνευε να πέσει στα χέρια τους, αν επιχειρούσε ξεκινώντας από τις ηπειρωτικές ακτές (τις απέναντι από την Κέρκυρα) να φθάσει στην Θεσσαλονίκη.

Οι ληστείες με φόνους, εμπρησμούς και ωμότητες πληθύνονται κατά τον 17° αιώνα, ιδίως στις περιοχές του Ολύμπου, Πιερίων και Βερμίου. Αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του χωριού Δράνιστα στα 1639 - 1640 είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους όχι μόνο εξ αιτίας των υπερβολικών φόρων, αλλά και των απαιτήσεων των ληστών. 
Ακαταστασία παρατηρείται επίσης και στις περιοχές Γρεβενών, Σαρή Γκιόλ, Καστοριάς, Φλώρινας, Πρέσπας. Πέρ’ από τα σημερινά ελληνικά σύνορα, στις περιοχές Μοναστηρίου, Περλεπέ, Βελεσών, Σκοπίων, δρούσαν κυρίως μουσουλμάνοι και Βούλγαροι κλέφτες (χαϊντούτοι). Γενικά σημειώνονται ληστείες όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, κυρίως Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, αλλά και στις βορειότερες βαλκανικές. Αλλεπάλληλες διαταγές στέλνονται στους καδήδες και στους άλλους υπαλλήλους των σαντζακιών για την λήψη μέτρων εναντίον των κλεφτών.

Ο περιηγητής Brown έλεγε ότι ό αριθμός των κλεφτών ήταν πάρα πολύ μεγάλος, μολονότι τούς τιμωρούσαν πολύ αυστηρά, όταν τούς έπιαναν. Στα επικίνδυνα μικρά περάσματα οι κοινότητες τοποθετούσαν ανθρώπους με τύμπανα επάνω στα ψηλώματα και αυτοί κρούοντάς τα καθησύχαζαν τούς διαβάτες πού περνούσαν ανήσυχοι μέσα από τα στενά. Εφιαλτικό ήταν το πέρασμα στενών πού εκτείνονταν σε μάκρος. Μιλώντας για το Σαραντάπορο ό Εβλιά Τσελεμπή λέγει χαρακτηριστικά: «Ο ακατάληπτος Θεός νά δώση νά μην ξαναπεράσω από το στενό αυτό• γιατί στον καθένα μυρίζει ανθρώπινο αίμα. Άπιστοι πού ονομάζονται «χαϊντούκ» εξολοθρεύουν τούς ανθρώπους. Εδώ κάθε άνδρας χύνει αίμα, σκοτώνει και υποφέρει. Γιατί επάνω και κάτω οι δρόμοι του είναι φοβεροί κι’ επικίνδυνοι και ολότελα δασωμένοι• είναι όλοι τόποι για ενέδρα. Σε κάθε λάκκο του χιλιάδες μάρτυρες είναι θαμμένοι• γιατί άλογο δεν περνά• ένας-ένας είναι ανάγκη νά περάση κανείς πεζός . . .»

Ο φόβος των «απίστων ληστών» είναι διάχυτος και στην Στερεά Ελλάδα. Η επίδοση τής ληστείας οφείλεται στην εξασθένηση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην παράλυση τής κρατικής μηχανής, στις καταπιέσεις των τοπικών αρχών, στον πολλαπλασιασμό των ληστοτρόφων ραγιάδων πού εκδηλώνουν επαναστατικές τάσεις, και συχνά, φθάνεται, στην αμέλεια, ανοχή ή και υποστήριξη των κλεφτών από τούς εντόπιους φοβισμένους μουσουλμάνους και χριστιανούς προκρίτους, όπου μας αφήνει νά υπονοήσουμε έγγραφο του 1682. 
Το επόμενο έτος πληθύνονται τόσο πολύ «οι λησταί, οι αντάρται και οι κακοποιοί» στους καζάδες τής Ρούμελης, ώστε να διοριστεί σ’ αυτούς επιθεωρητής με ειδική φροντίδα την επιβολή της τάξης. 

Αξιοσημείωτος είναι ό διαχωρισμός των επικηρυγμένων σε ληστές, αντάρτες και κακοποιούς. Τον αντίκτυπο τής ακαταστασίας αυτής τον διαπιστώνουμε και μέσα στο ίδιο το Αγ. Όρος. Σε μιά απόφαση τής Μεγάλης Συνάξεως (Νοέμβριος 1692) διαβάζουμε: «... όντας τα ιερά μοναστήρια εν ειρήνη και ευημερία συμβαίνοντας και οι σύγχυσαις των πολέμων εξαίφνης ευρέθη να γεμίση το Όρος θορύβου και ταραχής, ώστε ό αναχωρητικός τούτος λιμένας των ψυχών ήλθε παρ’ ολίγον να γίνη καταφυγή ληστών».

Οι αρματολοί, μολονότι κατόρθωναν κάποτε νά συλλάβουν μερικούς κλέφτες, φαίνεται ότι δεν μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κατάσταση, ίσως και γιατί δεν εκτελούσαν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους. Δεν ξεχνούσαν τούς παλιούς συντρόφους των και συχνά θα συνέπρατταν μαζί τους. Γι’ αυτούς ασφαλώς τούς λόγους είχε επιχειρήσει στα 1637 ό Μουράτ Δ’ νά καταργήσει ολότελα το αρματολικό σύστημα. Αφαίρεσε τότε από τούς αρματολούς την εντολή να φυλάγουν τις διόδους και τις στενωπούς και ανέθεσε στους Τούρκους τοπάρχες νά εγκαταστήσουν σ’ αυτές τουρκικές φρουρές, αλλά οι αρματολοί τις χτυπούσαν και τις έδιωχναν από τις περιοχές τους. Η απόπειρα λοιπόν αυτή του Μουράτ Δ’ απέτυχε. Έτσι ό Εβλιά Τσελεμπή μνημονεύει αρματολούς πού εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία στην Θεσσαλονίκη και Ελασσόνα. Επίσης αρματολοί φύλαγαν και στα Χανιά και 200 κάθε νύχτα στην Λάρισα.

Οι Τούρκοι εμπιστεύονται στους Έλληνες αρματολούς την τήρηση της ασφάλειας μόνον από ανάγκη. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν ως αντίβαρο τούς άλλους ομοτέχνους των, τούς Αλβανούς. Από την εποχή μάλιστα πού τα αξιώματα των δερβέν - αγάδων και των δερβέν - μπασήδων των ελληνικών χωρών άρχισαν να δίνονται σε Αλβανούς, οι Έλληνες κλέφτες αντιμετωπίζουν σκληρούς και πεισματικούς αντιπάλους. Αυτοί τώρα καταπιέζουν φοβερά τούς ελληνικούς πληθυσμούς και αποτελούν αληθινή πληγή του τόπου. Τα δημοτικά τραγούδια συχνά ψάλλουν τις συγκρούσεις των κλέφτικων ελληνικών σωμάτων με τούς Αλβανούς αρματολούς.
Νέα απόπειρα - μερική όμως - για αντικατάσταση των Ελλήνων και Αλβανών αρματολών με μουσουλμάνους στα 1699 στις περιφέρειες Ιωαννίνων, Λάρισας, Σερβίων, Γρεβενών, Γενιτσών, Δοϊράνης, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Στρώμνιτσας, Μοναστηρείου, Περλεπέ και Κιουπρουλού φαίνεται ότι δεν είχε καλύτερα αποτελέσματα. 

Αργότερα στα 1704 εξ αιτίας ληστρικών πράξεων Αλβανών αρματολών, διατάσσει ό σουλτάνος νά παύσουν όλοι οι Αλβανοί αρματολοί, οπουδήποτε και αν υπάρχουν, και να διοριστούν στην θέση τους - με την εκλογή και εγγύηση των τοπικών αρχών - άλλοι αρματολοί και ένας αρχηγός. Χαρακτηριστικό είναι ότι εξαιρεί το σαντζάκι Τρικάλων, όπου είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν αρματολοί. Είναι ή εστία όπου έντονη είναι ή αντίσταση των Ελλήνων, εκεί όπου οι γεωγραφικές συνθήκες ευνοούν την δράση των κλεφτών.

Ο αριθμός των αρματολικιών στην Ελλάδα κυμαινόταν κατά καιρούς κα περιστάσεις. Λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 υπήρχαν 17 αρματολίκια, από τα οποία 10 στην Θεσσαλία και στη Λιβαδειά, 4 στην Αιτωλία, Ακαρνανία και Ήπειρο και τα υπόλοιπα στην Μακεδονία νοτίως του Αξιού. Πάντως από το 1537 ως τις παραμονές του 1821 τα αρματολίκια εκτείνονται σχεδόν στους ίδιους τόπους τής ηπειρωτικής Ελλάδας. 
Επομένως οι εστίες, όπου κατ’ εξοχήν αναπτύχθηκε και χαλυβδώθηκε το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας είναι ή Ήπειρος, ή Αιτωλοακαρνανία, μέρος τής Ανατολικής Στερεάς και οι ορεινές συνοριακές περιοχές τής Θεσσαλίας και Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.

Οι αρματολοί πληρώνονταν από τούς ελληνικούς πληθυσμούς τής περιοχής πού φύλαγαν. Συνήθως ό τίτλος και το αξίωμα του καπετάνιου, καθώς και το επάγγελμα των αρματολών, περιέρχονταν κληρονομικά στους απογόνους των οικογενειών. Ο καπετάνιος με ένα μέρος των ανδρών του έμενε συνήθως στην πρωτεύουσα του αρματολικιού του. Οι υπόλοιποι με επικεφαλής τα πρωτοπαλλήκαρά του, τούς «κολιτζήδες», ήταν σκορπισμένοι κατά μικρά σώματα σε διάφορα μέρη τής περιοχής.
Τα φορέματα και τα όπλα των αρματολών ήταν τα ίδια με τα αντίστοιχα των Αλβανών: όπλο, γιαταγάνι και εγχειρίδιο.

Αν βέβαια ό θεσμός των αρματολών ανακούφιζε και διευκόλυνε τούς Τούρκους στο κατακτητικό τους έργο, από το άλλο μέρος έδινε θάρρος και παρηγοριά στους απελπισμένους ραγιάδες. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι ήταν ελεύθεροι, γιατί μόνοι τους διαχειρίζονταν τα κοινά, γιατί μόνοι τους εξασφάλιζαν την ησυχία και τάξη στις περιοχές των αρματολικιών, στις πόλεις, στα χωριά και στα χωράφια τους. 
Οι Τούρκοι, είναι αλήθεια, έμεναν μακριά και συνήθως δεν αναμειγνύονταν στα εσωτερικά τους, αλλά καραδοκούσαν πάντοτε να εκμηδενίσουν τα προνόμια, τις παραχωρήσεις πού είχαν κάνει στους ραγιάδες• «και ή κατάκτηση πού είχε, να πούμε, ανασταλή, γράφει ό Fauriel, έτεινε να ξαναπάρει τον δρόμο της. Με λίγα λόγια, όσο οι Έλληνες είχαν κάτι να χάσουν, οι Τούρκοι είχαν κάτι να κάνουν. 

Οι πασάδες ανέλαβαν να συμπληρώσουν το μισοτελειωμένο έργο των πρώτων κατακτητών: ό κύριος σκοπός της διοίκησης τους ήταν να απογυμνώσουν σιγά σιγά τους νικημένους από τα υπόλοιπα αγαθά και δικαιώματά τους. Οι αρματολοί ήταν ένα εμπόδιο στην πραγματοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου• γι’ αυτό ή ιστορία τους, από τότε πού είναι λίγο γνωστή, δεν είναι παρά ή αναπαράσταση μιας μακριάς και γενναίας πάλης με τούς πασάδες».

Η διαλλακτική στάση των Τούρκων απέναντι των κλεφτών και αρματολών ήταν λοιπόν μιά κατάσταση ανάγκης, μιά ακούσια και προσωρινή συνθηκολόγηση μαζί τους, μιά ανακωχή. Γι’ αυτό, όταν τούς δινόταν ευκαιρία, επιχειρούσαν να εκμηδενίσουν την δύναμή τους ή και να τούς εξοντώσουν. Τότε οι αρματολοί, πού δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους κλέφτικα λημέρια, γίνονταν πάλι κλέφτες και ξέσπαζαν σε βάρος των Τούρκων, αλλά κάποτε και των Ελλήνων. Οι συνεχείς επιδρομές και ληστείες τους κατέληγαν στο να εξαναγκάζουν πάλι τις οθωμανικές αρχές να τούς ανεχθούν.

Ύστερα απ’ αυτά καταλαβαίνει κανείς γιατί ή μετάπτωση από την ιδιότητα του αρματολού στην κατάσταση του κλέφτη, καθώς και το αντίθετο, ήταν ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ήταν λοιπόν φυσικό να παρατηρηθεί σύγχυση ως προς την σημασία των λέξεων αρματολός και κλέφτης και τελικά οι δύο αντίθετες αρχικά έννοιες να προσεγγίσουν ή μιά την άλλη με τάση να ταυτιστούν.

Οι ομάδες των κλεφτών είχαν ρευστό αριθμό ανάλογα με την φήμη του καπετάνιου, με τις πολιτικές συνθήκες του τόπου, όπου δρούσαν, με την στρατιωτική και διοικητική ικανότητα του Τούρκου πασά τής περιοχής κ.λ.. Συνήθως όμως οι άνδρες μιας ομάδας δεν ξεπερνούσαν τούς 50. Όταν πλησίαζαν τούς 100, τότε θεωρούνταν φοβερή ή δύναμή τους
Οι κλέφτες διακρίνονταν όχι μόνο για το θάρρος, αλλά και για την μεγάλη αντοχή τους στην αϋπνία, στην πείνα και στην δίψα. Στις σκληρές αυτές δοκιμασίες τούς προετοίμαζε ή ίδια ή ζωή. Αλλά και οι ασκήσεις τους στον δίσκο (λιθοβολία), στο πήδημα, στο τρέξιμο, πού θύμιζαν τις αντίστοιχες των αρχαίων Ελλήνων, αύξαιναν σε μεγάλο βαθμό τις φυσικές δυνάμεις και ικανότητές τους. Θαυμαστές ήταν οι ταχύτατες πορείες τους, για να αιφνιδιάσουν ένα απομακρυσμένο εχθρό ή να διαφύγουν την καταδίωξή του. 
Αναφέρονται ακόμη καταπληκτικά παραδείγματα αθλητικών επιδόσεων, όπως π.χ. του Νίκου Τσάρα, ό οποίος πηδούσε επτά άλογα βαλμένα στην σειρά κατά μέτωπο.
Ιδίως όμως ασκούνταν στην σκοποβολή, να περνούν από μακριά με την σφαίρα ένα δαχτυλίδι ή να σημαδεύουν την νύχτα με ευστοχία επάνω στην λάμψη ενός εχθρικού πυροβολισμού, να δίνουν φωτιά στην φωτιά, όπως έλεγαν. 
Η τελευταία τους αυτή ικανότητα εξηγείτε, γιατί προτιμούσαν να αιφνιδιάζουν τούς εχθρούς μέσα στο σκοτάδι.
Πιο εκπληκτική ακόμη ήταν ή αντοχή τους στα βασανιστήρια των Τούρκων, όταν συνέβαινε να πέσουν στα χέρια τους. Ζήτημα τιμής ήταν να δαμάσουν τούς φρικτούς πόνους των και να υπομείνουν την δοκιμασία ατάραχοι. Δεν έχουμε παράδειγμα κλέφτη πού λιποψύχησε και απαρνήθηκε την πίστη του, για να σωθεί από τα βασανιστήρια και τον θάνατο. Ασφαλώς όμως προοπτική μιας τέτοιας δοκιμασίας τούς έκανε να εύχονται ό ένας στον άλλο «καλό μολύβι», δηλαδή ακαριαίο θάνατο στο πεδίο τής μάχης. Αν όμως πληγώνονταν βαριά και ήταν αδύνατο να σωθούν, παρακαλούσαν θερμά τούς συντρόφους των - και ή παράκλησή τους ήταν ιερή - να τούς κόψουν οι ίδιοι το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μη το μπήξουν οι εχθροί ψηλά στην άκρη του κονταριού και το πομπέψουν μέσα από πόλεις και χωριά.
Η τακτική τους ήταν ή τακτική των ατάκτων, των παρτιζάνων, όπως λέγεται σήμερα. Είναι ή τακτική, πού οι ίδιοι οι κλέφτες την οργάνωσαν με κύριο στοιχείο την ενέδρα και οι ίδιοι την ονομάτισαν: κλεφτοπόλεμος. Πολεμούσαν δηλαδή σκορπισμένοι, όρθιοι ή γονατιστοί, πίσω απ’ ό,τι έβρισκαν εμπρός τους, πίσω από ένα τοίχο, ένα δένδρο, ένα βράχο ή και τα πτώματα των εχθρών τους. Τα προκαλύμματα αυτά ονομάζονταν μετερίζια.
Κυκλωμένοι κάποτε και καθηλωμένοι επί ημέρες και νύχτες και ακόμη στερημένοι από νερό, φαγητό και ύπνο έβρισκαν την δύναμη (σε στιγμές πού ό εχθρός τούς νόμιζε εξαντλημένους και έτοιμους να παραδοθούν) να πηδούν από τις θέσεις τους, να κάνουν το λεγόμενο γ ι ο υ ρ ο ύ σ ι, την απελπισμένη έφοδο, δηλαδή να ορμούν επάνω τους, ν’ ανοίγουν δρόμο με τα γιαταγάνια τους μέσα από τις γραμμές του και να διαφεύγουν. Αλλιώς ή αντίσταση μέχρι θανάτου ήταν ή συνηθισμένη τακτική τους, εφόσον μάλιστα γνώριζαν καλά ότι δεν υπήρχε καμιά άλλη ελπίδα σωτηρίας. 

Πάντως ό βίαιος θάνατος στο πεδίο τής μάχης ήταν προτιμότερος από τον φυσικό πού αποσύνθετε βαθμιαία το σώμα και παραμόρφωνε το πρόσωπο. Γι’ αυτό ξεχώριζαν τούς νεκρούς στα σφαγάρια (θύματα) του πολέμου και στα ψοφίμια του φυσικού θανάτου. Με την λέξη ψοφίμια έδειχναν όλη τους την αποστροφή και την αηδία, θα έλεγε κανείς, για τούς νεκρούς από φυσικό θάνατο.
Εφαρμόζοντας ό κλέφτης την τακτική του αυτή, πώς δηλαδή οι λίγοι να πολεμούν τούς πολλούς, κατόρθωνε να παρενοχλεί και να κατατρίβει τις εχθρικές δυνάμεις και τελικά ανάγκαζε τον αντίπαλο να συνθηκολογεί μαζί του, δηλαδή να του παραχωρεί το αρματολίκι.

Ο κλεφτοπόλεμος είναι ή μόνη στρατιωτική τακτική πού σώζεται κατά παράδοση ως την ελληνική επανάσταση του 1821. Χωρίς την γνώση της είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τούς αδιάκοπους αγώνες του ελληνικού έθνους επί Τουρκοκρατίας εναντίον των σκληρών κατακτητών του, τις διάφορες κατά καιρούς ανταρσίες του πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι φάσεις μιας ακατάπαυτης και ακατάβλητης αντίστασης, οι φάσεις ενός ανελέητου και ακήρυκτου πολέμου πού αρχίζει από τα πρώτα κιόλας χρόνια τής σκλαβιάς. Οι πυρήνες των μαχητικών του δυνάμεων είναι οι αρματολοί και οι κλέφτες. Αυτοί ήταν επόμενο να προβάλλουν ως φυσικοί αρχηγοί του έθνους, ν’ αποτελέσουν την «μαγιά της λευτεριάς», όπως παραστατικά λέγει ό αγωνιστής του 21 Γιάννης Μακρυγιάννης να γίνουν οι πρόμαχοι τής ελευθερίας.

Αυτοί δεν άφηναν καμιά ευκαιρία πού να μην την εκμεταλλευθούν, για ν’ αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό. Ήταν έτοιμοι πάντοτε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα χριστιανικά εκείνα κράτη που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Αυτοί αποκαθαίρουν τον ρύπο του ραγιαδισμού και συντελούν στην ηθική αναγέννηση του ελληνικού έθνους με την στάση τους εμπνέουν γενναία αισθήματα και δείχνουν σε όλους τον δρόμο τής τιμής και του καθήκοντος. 
Αποτελούν ζωντανά παραδείγματα και προκαλούν την μίμηση. Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, μέσα σ’αυτόν τον κόσμο των ιδεών ανατρέφονται τα παιδιά των ορεινών περιοχών και γενικότερα τής Ελλάδας. Ένα μάλιστα από τα αγαπημένα τους παιγνίδια απομιμείται την τακτική και τούς αγώνες των κλεφτών εναντίον των Τούρκων.

Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αν οι ανυπότακτοι εκείνοι άνδρες έλαμψαν μέσα στην θερμή φαντασία του τυραννισμένου ελληνικού λαού και έγιναν ινδάλματα, αν ό λαός δημιούργησε τον μύθο του παλληκαριού, αν δηλαδή έπλασε την μορφή του ιδανικού νέου της εποχής: την μορφή πού ενσαρκώνει τα αισθήματα τής αντρίκειας περηφάνειας, τής δικαιοσύνης, της συμπάθειας προς τούς αδυνάτους, και της αδίστακτης αντίστασης εναντίον των τυράννων, των κατακτητών, την μορφή πού κρύβει ακόμη ως σήμερα πολύ φως από το παρελθόν. 

Και ό θαυμασμός του ελληνικού λαού έγινε τραγούδι ηρωικό, τραγούδι πού αγαπήθηκε και διαδόθηκε πλατιά σε όλα τα στρώματα. Τα τραγούδια τους, τα ξακουστά κλέφτικα τραγούδια, με τον αρρενωπό τόνο τους, ικανοποιούσαν κάπως την τραυματισμένη καρδιά του σκλάβου, σκόρπιζαν τον ενθουσιασμό και έκαναν αβάσταχτη την σκλαβιά, με λίγα λόγια, μόρφωναν ελεύθερους ανθρώπους.

Πηγή: Το καταπληκτικό έργο του Αποστόλου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β’, Θεσσαλονίκη 1976.                                                                                          πηγη http://www.pame.gr/