Το νησί μου, ο τόπος μου, η ολοκληρωτικά δική μου πατρίδα. Το μέρος όπου όταν αναπνέω ο αέρας γεμίζει όλη τη καρδιά και νιώθω τους παλμούς μου να χτυπούν δυνατά στη πλάτη και στο στήθος. Η Ικαρία έχει πολλές ομορφιές και εκείνη τη παράξενη ενέργεια που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος, χαλαρός και αγαπημένος. Αγαπημένος από όλους τους Καριώτες που θα σε αγκαλιάσουν με ζεστασιά και λίγη αθώα αδιακρισία ρωτώντας σε ποιανού είσαι ακόμα κι αν δεν μιλάς Ελληνικά. Χαλαρός γιατί τα κλισέ του πώς θα φερθείς, τι θα πεις και τι θα φορέσεις εδώ δεν υπάρχουν, η αποδοχή είναι βέβαιη. Ελεύθερος γιατί ο λόγος και η πράξη θα υπερβούν τη σκέψη, σε ένα πανηγύρι, σε ένα χοιροσφάι, σε ένα ραντεβού για καφέ που θα δοθεί και θα τηρηθεί χωρίς συγκεκριμένη ώρα.
Κάποιοι έγραψαν για την μακροζωία στην Ικαρία, άλλοι για την αλληλεγγύη και κάποιοι για την φιλοξενία. Ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο είναι ότι ένας φόβος με σκιάζει. Φοβάμαι ότι τα δυο τελευταία θα πάψουν να ισχύουν. Εδώ και λίγες μέρες ακούω συχνά για κλοπές… Κάποιοι εισβάλουν σε σπίτια όταν οι ιδιοκτήτες, συνήθως λείπουν. Ψάχνουν και αφαιρούν αντικείμενα και χρήματα. Όταν γίνεται μια φορά λες ότι κάποιος επιπόλαιος το έκανε. Όταν γίνεται δεύτερη σκέφτεσαι ότι είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Όταν όμως ξεπερνά και την τρίτη φορά αναρωτιέσαι τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το μέρος με κλοπές.
Πώς μπορεί να παραβιάζονται τα σπίτια όπου πάντα οι πόρτες έμεναν ανοιχτές με τα κλειδιά απ’ έξω. Πώς μπορεί να παίρνουν αντικείμενα από νοικοκυριά όπου όταν πέρναγες απ’ την αυλή τους σου χάριζαν τους πιο πολύτιμους «θησαυρούς» τους ‘όπως κρασί, σύκα, ελιές, αμύγδαλα. Πώς μπορεί να αφαιρούνται χρήματα όταν στον περιβόητο φούρνο στο Χριστό έπαιρνες ψωμί μόνος αφήνοντας τα λεφτά στον πάγκο;
Νομίζω ότι η λέξη «κλοπή» δεν χωράει σε καμία πρόταση μαζί με το όνομα της Ικαρίας. Αντίθετα πιστεύω πως όποιος κι αν ζητούσε το οτιδήποτε, κανείς δεν θα του το αρνιόταν. Θυμάμαι χωριανούς να μη μιλάνε μεταξύ τους αλλά με το που παρουσιάστηκε ανάγκη όλοι να τρέχουν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Κανείς πιο οκνηρά ή πιο φυγόπονα. Όλοι γρήγορα και με ορμή, να σταθούν δίπλα σε αυτόν που πάσχει, να δώσουν σε αυτόν που δεν έχει.
Θυμάμαι τον παππού και την γιαγιά μου στο σπίτι μας στο Πλατανίδι. Η αυλή μας ήταν πέρασμα για το μονοπάτι του Αρμενιστή και συχνά είχαμε περαστικούς τουρίστες. Δεν μπορούσε να ξέρει κανείς τι άνθρωποι ήταν. Αν ήταν κλέφτες ή δολοφόνοι, τι είχαν κάνει στη ζωή τους, τι σκοπούς είχαν. Για εμάς όμως ήταν πάντα καλοδεχούμενοι. Η γιαγιά μου τους κάθιζε με το ζόρι σε μια σκιά στην αυλή και αφού τους τράταρε βυσσινάδα άρχιζε να πηγαίνει πάνω κάτω στην αυλή. Μπαινόβγαινε στο σπίτι, στα αποθηκάκια, στο κουζινάκι. Ανοιγόκλεινε τα ντουλαπάκια, τα πιθάρια, το φανάρι. Όταν η επίσκεψη (έτσι την έβλεπαν οι παππούδες μου) έφτανε στο τέλος της, οι τουρίστες (για εκείνους ήταν απλώς το πέρασμα ενός μονοπατιού, που γινόταν ευχάριστο ξάφνιασμα) ήταν κυριολεκτικά φορτωμένοι σαν τα γαϊδούρια με τζάνερα, αμύγδαλα, σύκα, σταφύλια, καρύδια, ντομάτες, κέχρους, φασολάκια και άλλα που ούτε τα θυμάμαι. Αυτό γινόταν συχνά, ήταν μια στάνταρ καλοκαιρινή εικόνα ώσπου ήρθε κάποιος κακόβουλος και την έκανε μακρινή ανάμνηση.
Κάποια μέρα τα αμύγδαλα που ταίριαζε η γιαγιά μου επιμελώς να λιαστούν στο ταρατσάκι του φουρναριού έγιναν άφαντα. Κάποιος που δεν ήξερε τι νοστιμιά έχουν όταν στα χαρίζει ο νοικοκύρης τα πήρε. . . Δεν θυμάμαι από τότε τους παππούδες μου να δίνουν τίποτα ποτέ σε κανέναν. Αυτό που τους έκλεψαν δεν ήταν τα αμύγδαλα αλλά η χαρά της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας.
Tα υλικά και τα χρήματα μπορούν να αντικατασταθούν, οι πόρτες όμως δύσκολα θα ξανανοίξουν. Και δεν είναι η πόρτα του κάθε νοικοκυριού. Αυτή η πόρτα που ανοίγει δύσκολα είναι του μυαλού και ακόμα δυσκολότερα αυτή της καρδιάς.
Η κλοπή είναι μια κακή πράξη σίγουρα, το να μην σέβεσαι όμως το σπίτι και την αγκαλιά των Ικαριωτών είναι αμαρτία. Ηλιάννα Πλατή
ΠΗΓΗ http://www.ikariamag.gr/
ΠΗΓΗ http://www.ikariamag.gr/