Διότι κι η χαλάρωση θέλει τον χρόνο της. Από την ολοήμερη τσίτα στο ρεμπελιό, από την αγωνία στην ανεμελιά, δεν πέφτεις με τη μία. Στην αρχή διαβάζεις εφημερίδες, παρακολουθείς τις ειδήσεις, τελειώνεις με κάποιες εκκρεμότητες που έφερες απ΄ την Αθήνα κι έπειτα, σταδιακά - ανεπαισθήτως που έλεγε κι ο ποιητής - ο χρόνος της σχόλης διευρύνεται. Η παρέα μεγαλώνει με νέες αφίξεις, οι ομοτράπεζοι του ούζου διευρύνονται, η θάλασσα είναι λάδι και γυαλί ταυτόχρονα, τα τάβλια κι οι μπιρίμπες σού κλείνουν το μάτι όπως και τα λαδερά στο διπλανό μαγαζί, το αστυνομικό σου το ‘χεις φτάσει σ΄ ένα καλό σημείο, τα βράδια στήνεις καρτέρι στα πεφταστέρια – πόσα να κάνει ένας άνθρωπος σε 24 ώρες;
Κάποτε η διαδικασία της επιστροφής μου ήταν εύκολη, είχα κάνει τον κύκλο των διακοπών μου και γευόμουν τη χαρά των σχολιαρόπαιδων. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο δύσκολη γίνεται. Αυτή η κανονικότητα της αρχής και του τέλους, αποκτά ένα μελαγχολικό υπαρξιακό βάθος. Φτάνω στον Πειραιά και κοιτάζω γύρω μου τους τουρίστες. Παλιά τους λυπόμουν – φεύγουν απ΄ το πανηγύρι του ήλιου και της θάλασσας και πάνε – με τη μία – στο γκρίζο και μουχλιασμένο σκηνικό της δικής τους κανονικότητας, σκεφτόμουν. Ενώ εμείς έχουμε παρατάσεις. Το φως κι ο ήλιος μάς συντροφεύει και στην πόλη, υπάρχουν τα άγια σαββατοκύριακα, ένα μπάνιο στα κλεφτά κάνεις και το φθινόπωρο. Τώρα άλλαξα. Τον εαυτό μου λυπάμαι, όχι τους τουρίστες – ναι, θα προτιμούσα να επέστρεφα σε μια χώρα με κανονικότητες, όπου το γκρίζο σκηνικό θα σου θύμιζε ότι οι ώρες ύπνου αλλάζουν. Με ενοχλεί που όλα γύρω μας διαλαλούν ότι είναι ακόμη καλοκαίρι, αλλά εμείς πρέπει να μαζέψουμε τα κουρέλια μας και να ξαναμπούμε στην αγωνία της βιοπάλης της κρίσης. Ο Γιάννης δίπλα μου διαφωνεί, «ο ήλιος και το φως είναι ακατάλυτες αξίες» λέει, «χαϊδεύουν την καθημερινότητά σου, ομορφαίνουν τη ζωή σου».
(Άντε συναγωνιστές, καλή μας χρονιά.) της Χριστίνα Πουλίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου