Η ήμερη βελανιδιά (Quercus ithaburensis subsp. macrolepis) μοιάζει γενικότερα με τη βελανιδιά που όλοι ξέρουμε όμως διαφέρει σημαντικά στον καρπό της, ο οποίος είναι εντυπωσιακός στο σχήμα και το μέγεθος του.
Το κύπελλο του καρπού της, όπως βλέπετε και στις σχετικές φωτογραφίες φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια που το κάνουν να μοιάζει με λουλούδι...Στην Ελλάδα αυτό το είδος βελανιδιάς το βρίσκουμε στις Κυκλάδες, τις βόρειες Σποράδες, την Αττική, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία όπου κατά το παρελθόν από τα κύπελλα των καρπών του έβγαζαν εκχύλισμα χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
Το καπελάκι του βελανιδιού είναι ένα εξαιρετικό δεψικό και βαφικό υλικό που αντικαθιστά τις χρήσεις της τανίνης και μάλιστα χρησιμεύει για προετοιμασίες κατεργασίας πιο ευαίσθητες.
Στην προβιομηχανική βυρσοδεψία κατά τη διαδικασία της επεξεργασίας, μετά τα αλλεπάλληλα πλυσίματα και την κατεργασία των δερμάτων με αλάτι, εβύθιζαν τα δέρματα μέσα σε ειδικές λίμπες με εκχύλισμα από βελανίδι όπου και παρέμειναν ως τη στιγμή της βαφής. Η πρακτική αυτή απέβλεπε στο να φουσκώσει το δέρμα, να το καταστήσει πιο τρυφερό και εύκαμπτο ώστε να απορροφά ευκολότερα το χρώμα.
Το καπάκι του βελανιδιού το έτριβαν επάνω σε μεγάλες πλάκες με κυλιόμενη πέτρα ή και σε ειδικό μύλο, τον ταμπακόμυλο, με ειδικές σκληρές μυλόπετρες που κινούσε περιφερόμενο ζώο. Συχνά κατέφευγαν και στους μυλωνάδες των αλευρόμυλων που δυστροπούσαν όμως να τρίψουν βελανίδι, γιατί μαύριζαν οι μυλόπετρες.
Στη συνέχεια το τριμμένο δεψικό υλικό το διέλυαν σε ζεστό νερό μέσα στις λίμπες για να βγάλει την τανίνη . Εκεί αφού κρύωνε το μίγμα τοποθετούσαν τα δέρματα για να αποκτήσουν στυπτικότητα. Το στάδιο αυτό της δέψης συνδυάζεται και με το βάψιμο και τη μελλοντική χρήση των δερμάτων.
Όταν χρησιμοποιούσαν ως στυπτικό υλικό το φλοιό πεύκου, το δέρμα έπαιρνε ένα κόκκινο-κεραμιδί χρώμα. Με το βελανίδι αποκτούσαν ένα ζεστό «ταμπά» χρώμα.
Ως βαφικό υλικό το βελανίδι χρησιμοποιούνταν ευρέως ως και την εποχή του μεσοπολέμου στην υφαντική ως χρωστική ουσία για την απόδοση του βελανιδοχρώματος, κάτι ανάμεσα σε σκούρο μπεζ και λαδί-χακί και σπάνια για το κίτρινο χρώμα.
Για να επιτύχουν σκουρότερες αποχρώσεις έριχναν καπνιά από το τζάκι. Στη βαφική τέχνη εκτός από το βελανίδι που έδινε τη χρωστική ουσία χρησιμοποιούσαν και τη φλούδα και τις ρίζες της βελανιδιάς ως στυπτικό υλικό.
Η βελανιδιά δημιουργεί και άλλες βαφικές ουσίες χάρη στα παράσιτα έντομα από την κατηγορία των υμενοπτέρων Τα υμενόπτερα είναι η μεγαλύτερη τάξη εντόμων, στην οποία ανήκουν η σφήκα η μέλισσα και το μυρμήγκι.που επωάζουν τα αυγά τους στον κορμό και τα φύλλα της.
(Οι πληροφορίες για τη βαφή με βελανίδι πάρθηκαν από ftiaxno.gr και http://www.fytokomia.gr/)