Την άνοιξη του 1947, ενώ η
σύγκρουση μεταξύ εθνικιστών και των κομμουνιστών στα βουνά της βόρειας
Ελλάδας είχε εξελιχτεί σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο που φαινόταν ότι θα
διαρκούσε πολύ, η εθνικιστική κυβέρνηση της Αθήνας, θέλοντας να
εμποδίσει την ανάπτυξη κινημάτων στις πόλεις, διέταξε τη σύλληψη
χιλιάδων υποστηρικτών της Αριστεράς και τη μεταφορά τους σε απομονωμένα,
δυσπρόσιτα νησιά του Αιγαίου.
Συλλήψεις και εκτοπισμοί γίνονταν και στο προηγούμενο διάστημα, όμως
αυτήν τη φορά η επιχείρηση εκτελέστηκε μαζικά. Μια νύχτα εκείνης της
άνοιξης η αστυνομία άρπαξε μέσα από τα σπίτια τους πολλές εκατοντάδες
πολίτες της εργατικής και της μεσαίας τάξης. Πολλοί χωρίς αποσκευές,
άλλοι ακόμα με τις πυτζάμες, σωριάστηκαν σε φορτηγά και οδηγήθηκαν στον
Πειραιά όπου τους περίμεναν πλοία έτοιμα να σαλπάρουν.
Ένας από αυτούς ήταν ο θείος μου.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα του καραβιού ρώτησε ένα ναύτη
- Που πάει το πλοίο;
- Δε θα το ξέρεις το μέρος. Πάμε Ικαρία.
Ο καλός θείος, σαν παλιός πρόσφυγας που ήταν, γνώριζε αρκετά ώστε να
μην αφήσει να του φύγει κουβέντα. Έψαξε και βρήκε αμέσως ένα ήσυχο μέρος
στο κατάστρωμα, έβγαλε απ’ τη τσέπη του και πέταξε στη θάλασσα τη
ταυτότητά του. Ήταν προπολεμική κι έγραφε τόπο διαμονής “Ικαρία”.
Ξέροντας ότι ποτέ δεν εξόριζαν κάποιον στην ίδια του την πατρίδα, ήταν
βέβαιος ότι αν τον ανακάλυπταν θα τον μετέφεραν αμέσως σε πλοίο για άλλο
νησί.
Μόλις που πρόλαβε. Σε λίγο ήρθαν για έλεγχο οι χωροφύλακες που θα συνόδευαν τους κρατούμενους.
- Που είναι η ταυτότητά σου;
- Δεν πρόλαβα να την πάρω μαζί μου.
- Πως σε λένε;
- Αγγελίδη, απάντησε σκαρώνοντας επιτόπου επίθετο από το μικρό όνομα της μητέρας του.
- Από που είσαι;
- Από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.
- Α, Τουρκόσπορε, βρωμοπρόσφυγα! Κάτσε φρόνιμα μη σε πετάξουμε στη θάλασσα! είπαν κι έφυγαν.
Σ’ εκείνο το καράβι, ο θείος πρέπει να ήταν ο μόνος χαρούμενος
επιβάτης. Θα ξανάβλεπε τη Νικαριά μετά από πολλά χρόνια που οι
επικοινωνίες είχαν διακοπεί. Μόνο όταν πάτησε το πόδι του στο νησί
κατάλαβε ότι υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα. Όταν ζούσε εκεί αλλά κι αργότερα
που πήγαινε σαν επισκέπτης, ήταν πολύ κοινωνικός και γλεντζές, πολύ
δημοφιλής σε άντρες και γυναίκες. Τώρα λοιπόν οι παλιοί φίλοι τον
αναγνώριζαν ανάμεσα στους εξόριστους και, χωρίς να δίνουν καμία σημασία
στους χωροφύλακες και στο οφθαλμοφανές γεγονός ότι ο θείος ήταν
αιχμάλωτος, τον χαιρετούσαν μεγαλόφωνα και θερμά
- Ε, εδώ είσαι; Καλωσόρισες! Τι κάνεις; Τι χαμπάρια;
Όταν γινόταν αυτό, ο καημένος ο θείος γύριζε το κεφάλι και παρίστανε
ότι δεν μιλούσαν σ’ εκείνον. Μόνο στον καλύτερο φίλο του που επέμενε,
είπε
- Σε παρακαλώ, σταμάτα να με φωνάζεις. Με περνάς για κάποιον άλλο. Εμένα με λένε Αγγελίδη.
Ο φίλος που, εννοείται, γνώριζε το μικρό όνομα της μητέρας του θείου,
μπήκε επιτέλους στο νόημα. Του είπε τότε με δυνατή φωνή (για ν’ ακούνε
κι οι χωροφύλακες)
- Ω με συγχωρείς. Ήμαστε πολύ μοναχικά εδώ. Ήταν πόλεμος και
πεθυμήσαμε πολύ τους παλιούς φίλους. Όταν βλέπουμε ξένους, καμιά φορά
τους περνάμε για ‘κείνους. Με συγχωρείς”.
Κι έτρεξε να πει και στους άλλους το μυστικό. Ο φίλος τους ήταν
εξόριστος, έκρυβε το όνομά του κι έπρεπε να κάνουν πως δεν τον ξέρουν.
Ο θείος πέρασε καλά στην Ικαρία γιατί είχε μια ξεκάθαρη αποστολή.
Επειδή γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, έγινε ο κρυφός σύνδεσμος ανάμεσα
στους συντρόφους του και στους Καριώτες. Απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη
και των δύο πλευρών, μεσολαβούσε ώστε να λύνονται πολλά πρακτικά
ζητήματα. Αλλά το κυριότερο που έκανε ήταν ότι βοήθησε τόσο τους
εξόριστους, όσο και τους Καριώτες στο θέμα του φόβου. Τους μεν πρώτους
να ξεπεράσουν τον φόβο για την αβέβαιη μοίρα τους, δίνοντάς τους να
καταλάβουν ότι η Ικαρία είναι ένα μεγάλο κατοικημένο νησί όπου οι
άνθρωποι τους βλέπουν με συμπάθεια, και ότι γι’ αυτόν το λόγο θα ήταν
πολύ δύσκολο για τις αρχές να προβούν σε ομαδικές εκτελέσεις και
βασανιστήρια. Τους δε δεύτερους, να αντισταθούν στην προπαγάνδα ότι οι
εξόριστοι ήταν “μιάσματα” -“
τέρατα που αρπάζουν μωρά και τα τρώνε”.
Πίσω στον χρόνο, πίσω στον Πειραιά…
Την ώρα που οι εξόριστοι επιβιβάζονταν στα βαπόρια, πλήθος από οικογένειες μαζεύονταν στις αποβάθρες.
- Που τους πάτε; Που πάτε τους άντρες μας; φώναζαν κι έκλαιγαν.
Αντί για απάντηση οι αστυνομικοί παρατάχτηκαν και σήκωσαν τα όπλα τους. Το πλήθος σώπασε.
Ακούστηκε το πρώτο σφύριγμα για αναχώρηση. Κάποιοι καθυστερημένοι
ναύτες προσπαθούσαν με κόπο να διασχίσουν το πλήθος για να φτάσουν στα
πλοία. Οι γυναίκες τους τραβούσαν από τα σακάκια, έπεφταν πάνω τους και
τους ρωτούσαν
- Που πάει το καράβι σου; Που πάτε;
- Σ’ ένα νησί εκεί πέρα. Στην Ικαρία, είπε ένας κι έτρεξε στο καράβι του.
Η είδηση διαδόθηκε σαν τη φωτιά στα ξερά χόρτα.
- Που είναι η Ικαρία; Τι είναι η Ικαρία;”
(Εδώ ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι την εποχή εκείνη τα
μικρότερα νησιά του Αιγαίου ήταν σχεδόν άγνωστα στον πολύ κόσμο. Τα
Δωδεκάνησα μόλις είχαν ενωθεί με την Ελλάδα, κι ενώ ίσως πολλοί ήξεραν
τη Λέσβο, τη Χίο ή τη Σάμο, ωστόσο νησιά όπως η Λήμνος, ο Άγιος
Ευστράτιος, η Αμοργός, η Φολέγανδρος, η Ικαρία, για το συλλογικό
συνειδητό, όπως θα λέγαμε σήμερα, απλά “δεν υπήρχαν”.)
- Ποιος έχει ακουστά αυτό το μέρος. Θα ‘ναι κανένας βράχος, κάποιος είπε.
- Σίγουρα κάνας βράχος καταμεσής στο πέλαγος, συμπλήρωσε άλλος.
Όσοι ήταν γύρω τους και τους άκουσαν, ανατρίχιασαν. Δεν είχαν περάσει
πολλά χρόνια απ’ τον πόλεμο κι όλοι θυμόνταν τις θηριωδίες των Γερμανών
στη διάρκεια της κατοχής. Και τώρα πάλι όπως και τότε ίδια ήταν η
βιαιότητα των συλλήψεων, ίδιος ο τρόμος, ίδια κι η αδικία κι ο
παραλογισμός. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων για τις πιο ηλικιωμένες
γυναίκες, μανάδες, να κάνουν τον συσχετισμό.
- Θα πετάξουν τα παιδιά μας σ’ ένα ξερόβραχο και θα τα παρατήσουν!
Και καθώς είναι πολλοί και ο βράχος θα είναι μικρός, δεν θα έχουν χώρο
να σταθούν. Θα σπρώχνονται, θα κουράζονται, θα πέφτουν ένας-ένας στη
θάλασσα και θα πνίγονται!
Τα νέα αυτή τη φορά κυκλοφόρησαν ακόμα πιο γρήγορα. Οι γυναίκες βαριαναστέναξαν και άρχισαν να ουρλιάζουν
- Όχι! Όχι! Κατεβάστε τους! Φέρτε τους πίσω!
Κάποιες λιποθύμησαν ενώ οι πιο τολμηρές έκαναν μερικά βήματα προς τους αστυνομικούς (1).
Και τότε ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή γυναικεία φωνή:
- Μην κλαίτε! Δεν είναι ξερόβραχος!
Ήταν μια Καριωτίνα. Είχε κατέβει στο λιμάνι μήπως δει γνωστά πρόσωπα
πάνω στα καράβια, μήπως μπορέσει να τους χαιρετίσει. Κι ενώ έψαχνε με τα
μάτια τα καταστρώματα, μια γνωστή της πιο δίπλα, μεγαλύτερή της
γυναίκα, αρπάχτηκε πάνω της φωνάζοντας
- Θα τους πνίξουν! Θα τους αφήσουν στην Ικαρία που είναι μια ξέρα και θα πνιγούν!
Τα ΄χασε όταν κατάλαβε τι τρομερή φήμη είχε κυκλοφορήσει στο πλήθος.
Ξεπερνώντας όμως την έκπληξή της, όρμησε τότε και, γυρίζοντας ανάμεσα
στις γυναίκες, τους έλεγε
- Ακούστε με! Στην Ικαρία ζει ο πατέρας μου! Κι εγώ εκεί μεγάλωσα και
πήγα σχολείο! Είναι ένα μεγάλο νησί με πολύ κόσμο. Ησυχάστε κι ελάτε να
σας εξηγήσω.
Η Καριωτίνα ήταν μια ψηλή γυναίκα με ξανθά μαλλιά και σοβαρό πρόσωπο.
Όμως τα μάτια της ήταν καλοσυνάτα και κάπου στο βάθος παιχνίδιζε μέσα
τους ένα χαμόγελο. Ήταν μοδίστρα. Στη διάρκεια της κατοχής είχε πάρει
μέρος στην αντίσταση. Ήταν μια γυναίκα που ήξερε να μιλάει στον κόσμο.
- Η Ικαρία είναι ένα μεγάλο πράσινο νησί με πολλά νερά και χωράφια
και σπίτια, άρχισε. Έχει πολλά χωριά, μικρά και μεγάλα, και καλούς
φιλόξενους ανθρώπους. Έχει βουνά και ποτάμια και πολλά δέντρα. Δεν ξέρω
τον λόγο πάντως σας λέω, αποκλείεται να στέλνουν εκεί τους ανθρώπους μας
για να βασανιστούν. Και βέβαια, Θεός φυλάξει, δεν θα πέσουν στη
θάλασσα. Ίσα-ίσα που λέω, νέοι άνθρωποι είναι κι αγωνιστές, μια χαρά θα
τα πάνε. Και σπίτια θα βρουν να μείνουν κι ο κόσμος εκεί θα τους
βοηθήσει.
Με ανακούφιση άκουγαν τα λόγια της οι γυναίκες κι ησύχαζαν. Άρχισαν δειλά-δειλά να ρωτάνε
- Έχει Ταχυδρομείο; Κάθε πότε έχει βαπόρι; Πόσο μακριά είναι; Πως να στείλουμε χρήματα, ρούχα και τρόφιμα;
Το πλήθος ήταν ήσυχο τώρα. Τα καράβια σφύριξαν και σήκωσαν άγκυρα.
Γύρισαν τις πλώρες και σάλπαραν για το Αιγαίο που, ανυποψίαστο για το
δράμα, λαμπύριζε ολόφωτο στ’ ανοιχτά. Άσπρα μαντίλια ανέμισαν στον αέρα
- Στο καλό! Στο καλό! Να γυρίσετε γρήγορα!
Η μάχη της αξιοπρέπειας είχε κερδηθεί. Ο τρόμος και το χάος είχαν νικηθεί.
Στην Ικαρία τώρα οι εξόριστοι, όπως είχε προβλέψει η Καριωτίνα στο
λιμάνι, έδωσαν τις μάχες τους, οργανώθηκαν κι η ζωή τους τακτοποιήθηκε
σύντομα. Δεν υπήρχαν φυλακές ούτε συρματοπλέγματα. Ήταν μόνο εξορία.
Εξορία όμως που, καθώς έφθαναν συνεχώς κι άλλα καράβια, φάνηκε πως ήταν
σε έκταση τέτοια που πρώτη φορά καταγραφόταν στα χρονικά. Τελικά, το
νησί γέμισε εξόριστους. Μόνο και μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού τους, δεν
γινόταν παρά οι συνθήκες να είναι σχετικά ήπιες. Κι εκείνοι, παρά τα
καψόνια, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες, ζούσαν σε καθεστώς
ημι-ελευθερίας.
Όπως έλεγε ο θείος μου
“Δεν ήμασταν φυλακισμένοι και δεν
ονομάζαμε τους εαυτούς μας εξόριστους. Αυτό θα ήταν υποτιμητικό. Δεν
ήμασταν απόβλητοι. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας μαχητές της δημοκρατίας
κι έτσι λέγαμε πως ήμασταν όμηροι. Κι έτσι περνούσαμε τις δυσκολίες με
κέφι και ψηλό ηθικό.”
Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου ο θείος μου κι οι άλλοι “όμηροι”
γύρισαν και δουλεύοντας σκληρά ξανασήκωσαν σιγά-σιγά την Ελλάδα μέσα από
τα ερείπια. Στην Ικαρία είχαν κάνει καλές δοκιμές. Εκεί ο φοιτητής της
ιατρικής φρόντισε τους πρώτους ασθενείς του, ο μουσικός έγραψε τα πρώτα
κομμάτια του, ο ζωγράφος ζωγράφισε τα πρώτα έργα του. Εκεί οι
μελλοντικοί μηχανικοί κι αρχιτέκτονες επισκεύασαν σπίτια, πηγάδια και
στέρνες, λιθόστρωτα μονοπάτια και νερόμυλους. Κατοπινοί σπουδαίοι
τεχνίτες έφτιαξαν πράγματα χωρίς εργαλεία, δημοσιογράφοι έστησαν
εφημερίδες γραμμένες στο χαρτί του μπακάλη, πολιτικοί δοκίμασαν την
ευφράδεια τους μιλώντας στα πουλιά, φιλόσοφοι δημοσίευσαν τα πρώτα τους
δοκίμια στα σύννεφα.
Όλα αυτά σε μένα πάντα θύμιζαν λίγο τα θαυμαστά κατορθώματα των
ναυαγών στη “Μυστηριώδη Νήσο” του Ιουλίου Βερν. Τελικά, στην όμορφη γη
δεν υπάρχουν ξερόβραχοι. Μόνο κάποια μέρη που ξεράθηκαν γιατί η άγνοια
κι ο φόβος έκαναν τους ανθρώπους να σκύψουν το κεφάλι και να
παραιτηθούν.
* στη μνήμη του Σ. (για τα παιχνίδια και το σπίτι)
* στη μνήμη της Φ. (για το σπίτι και τις ιστορίες)
Σημειώσεις:
(1) Απορεί κανείς σήμερα πως οι γυναίκες έβαλαν με το
μυαλό τους τέτοιο φρικτό τέλος για τους δικούς τους. Και όμως, τόσο η
ιστορία όσο και η λαϊκή παράδοση έχουν καταγράψει ανάλογα περιστατικά.
Παράδειγμα, το γνωστό Επτανησιακό τραγούδι της εποχής της Αγγλοκρατίας
“Σ’ ένα παπόρο μέσα”. Πολλοί αιχμάλωτοι δεν έφταναν στην κρεμάλα. Στη
διάρκεια του ταξιδιού τους πετούσαν στη θάλασσα.
Αναφορές:
α) Σύντομη περιεκτική ιστορία του Εμφυλίου στην
Ελληνική Wikipedia.
β) Το
“Εμφύλιος Πόλεμος: μια τραγωδία για όλους τους Έλληνες”
στον ιστότοπο του Μουσείου Δημοκρατίας στον Άη Στράτη, ειδικά την
ενότητα “1944: Απελευθέρωση και νέες πολιτικές συγκρούσεις” όπου πολλές
φωτογραφίες και ντοκουμέντα από οικογενειακά αρχεία παλαιών εξορίστων.
γ) Από το ιστολόγιο “Κόκκινος Φάκελος” την καταχώρηση
“Τόποι Εξορίας – Ικαρία” όπου εκτενής περιγραφή των συνθηκών της εξορίας με μαρτυρίες και ντοκουμέντα.
δ) Το αρχείο του εξόριστου στην Ικαρία επαγγελματία φωτογράφου Στέλιου Κασιμάτη
“Με φόντο τα πλοία της εξορίας” στη σελίδα της Πολιτιστικής Εταιρείας “Φωτογραφίζοντας”.
Διαβάστε τις
ελεύθερες πτήσεις του
Άγγελου Καλοκαιρινού.