Η Ικαρία δεν είναι ακριβώς νησί. Είναι περισσότερο ένα βουνό. Ένα βουνό ριγμένο στην μέση της θάλασσας. Περισσότερο από τις ακτές και τις παραλίες της την καθορίζει ο όγκος του Αθέρα, του όρους Πράμνος των αρχαίων.
20 μίλια μήκος και 1000 μέτρα ύψος κορυφογραμμή είναι μια μοναδικότητα στο Αιγαίο. Ειδωμένη από το πέλαγος στα νότια, η Ικαριά μοιάζει με τοίχο, έτσι απότομα που κατηφορίζουν οι πλαγιές της και συναντούν το πέλαγος.
Από μικρό με συνάρπαζε το βουνό. Συνήθιζα να το περπατώ, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, ψάχνοντας τα αρχαία μονοπάτια που οδηγούσαν στην κορυφή. Η γοητεία των όρθιων βράχων, των σχισμένων σχιστόλιθων από όπου, στις «πελεκανιές», οι παλιοί έπαιρναν πλάκες για τις στέγες τους, τα ρείκια, τα ανάματα, οι πρίνοι, οι άριοι, τα βρύχα, ο θόρυβος των βημάτων στα χαλίκια, φαίνεται πως ανάδευαν εντυπωμένα προγονικά γονίδια του είναι μου.
Γιατί σίγουρα πολλοί αρχαίοι βοσκοί κατοικούν μέσα μου, όπως και στους περισσότερους Καριώτες.
Μετά από πολλά χρόνια κατάφερα να ξανακάνω την δοκιμασία της ανάβασης στο βουνό. Ξεκινώντας από το Χρυσόστομο, ακολούθησα το παλιό μονοπάτι, που κάποτε χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια με τα φορτώματα, και καβάλησα την κορυφογραμμή, κατεβαίνοντας μετά μέχρι την Αρέθουσα. Την εποχή που οι άνθρωποι περπατούσαν ακόμα, οι κάτοικοι του Χρυσοστόμου χρησιμοποιούσαν τον δρόμο για να πάνε, 17 Ιούλη, στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στην Αρέθουσα. Αφού γλεντούσαν, κατάκοποι από τον χορό και το πιοτό ξαναγύριζαν, αυγές πια, από τον ίδιο δρόμο.
Θυμάμαι ότι η διαδρομή διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Τώρα, λίγο η ζέστη του μεσημεριού, λίγο τα χρόνια και το τίμημα της καθιστικής ζωής, λίγο τα εμπόδια, αφού το μονοπάτι έχει «δασώσει» και χαθεί σε πολλά σημεία, μου πήρε τρισήμισυ ώρες.
Η αίσθηση μοναδική, αφού περπατάς σε ένα χώρο άδειο από ανθρώπινη παρουσία και παρέμβαση. Ήχοι μόνο από πουλιά και τον αέρα που θροϊζει στα φυλλώματα. Η θέα, όσο ανεβαίνεις προς την κορυφή, αεροπορική. Σαν να πετάς πάνω από το νησί και το πέλαγος. Κάπως σαν να ψηλώνεις και μέσα σου.
Μου έκανε εντύπωση ότι σε όλη τη διαδρομή δεν συνάντησα ούτε ένα από τα ζώα εκείνα που η ντόπια αφήγηση θέλει να έχουν κατακτήσει και αφανίσει το βουνό. Ούτε ένα κατσίκι. Ήταν σύμπτωση; Η μήπως οι βοσκοί έχουν καλομάθει τα ζώα τους να περιμένουν την ζωοτροφή κοντά στα χωριά και τους αμαξωτούς δρόμους; Αν είναι έτσι, το βουνό θα αποκτήσει γρήγορα ξανά τα αρχαία του βαθιά ρουμάνια, τουλάχιστον σε όσα σημεία δεν πάει το αυτοκίνητο.
Στην μέση της διαδρομής, μερικά μέτρα κάτω από την κορυφογραμμή, σημάδια αρχαίας κατοίκησης. Ερείπια οικίσκων στο σημείο που ήταν «του Φούσκα το σπιτάκι». Τοίχοι μικρών σπιτιών 4 μέτρα επί 2, και σταύλων ακόμα μικρότερων. Έχω ακούσει πως μέχρι την δεκαετία του 1940 κατοικούνταν, εποχιακά, από βοσκούς της εποχής. Σπίτια 8 τετραγωνικών μέτρων που στέγαζαν πολυμελείς οικογένειες... Σκέπτομαι τι εμπειρίες φτώχειας έχουν περάσει οι πρόγονοι..
.
Φτάνοντας στην κορυφογραμμή, κυριαρχεί ο βίαιος άνεμος που αγκομαχά, και αυτός, να ανέβει το εμπόδιο του Αθέρα καθώς κατεβαίνει από τα Δαρδανέλια και πέφτει μετά κουτρουβαλώντας προς τα Δωδεκάννησα. Τι τρομερή πηγή ενέργειας, τι «κοσμική» μπαταρία διαθέτει το νησί μας, εκεί στα ψηλώματα του Πράμνου! Χρειαζόμαστε έναν Προμηθέα για να τιθασεύσει αυτή τη δύναμη της Φύσης για το καλό μας. Ή, ίσως όχι;
Στο κατέβασμα προς την Αρέθουσα το τοπίο μαλακώνει, το δέος εξαφανίζεται. Δρόμοι αυλακώνουν το βουνό, χάρις στις ανάγκες της κινητής τηλεφωνίας που έχει εγκαταστήσει κεραίες. Ακολουθώ, ψάχνοντας, το παλιό μονοπάτι, με την διαίσθηση ότι κόβεις έτσι δρόμο. Βρίσκω την παλιά πηγή, το πηγαδάκι που έφτιαξε ο Τσούνος στην μνήμη της γυναίκας του, μαζί με ένα αυτοσχέδιο γλυπτό, σαν μενίρ, κοντά στην Κουφή Πλατάνη. Πράγματι υπάρχει ένα πλατάνι με κούφιο κορμό. Η πινακίδα γράφει: 1978. Εχτές...
Η Αρέθουσα μια αποκάλυψη. Πολλά πέτρινα παραδοσιακά σπίτια, άλλα ανακαινισμένα και άλλα ερείπια μέσα σε μία οργιαστική βλάστηση που θυμίζει Πήλιο. Ένα πανέμορφο χωριό. Συνειδητοποιώ ότι δεν την είχα δει ποτέ μέρα, πάντα η επίσκεψη μου αφορούσε πανηγύρια, νύχτα. Στην κεντρική πλατεία με τους αιωνόβιους άριους, μια επιβλητική εκκλησία, σαν καθεδρικός ναός, με το ψηλότερο καμπαναριό της Ικαρίας, κοντά 20 μέτρα. Έργα του άφθαστου αυτοδίδακτου κτίστη Φουντούλη, στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20 αιώνα. Στην πλατεία ακόμα, ένα καταπληκτικό παραδοσιακό καφενείο, που το λειτουργεί ο Στέλιος Μαυρογιώργης, ένας άνθρωπος της πόλης που επέστρεψε στις ρίζες, όπως πολλοί από μας ονειρεύονται. Λίγο η κούραση της πεζοπορίας, λίγο η καταπληκτική μέρα, λίγο η ηρεμία του χωριού, η στάση στο καφενείο του Στέλιου μού φάνηκε ένα κομμάτι από Παράδεισο.
Σκέπτομαι. Μήπως τελικά η αίσθηση της ικανοποίησης εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κανείς; Η λυτρωτική εμπειρία της πεζοπορίας έρχεται ακριβώς επειδή τελειώνει και σε αφήνει χαλαρό και δικαιωμένο; Ή μήπως υπάρχει κάτι σε αυτά τα βουνά που μιλάει σε ένα κομμάτι του εαυτού μας του οποίου δεν έχουμε συνείδηση;
Μήπως ανάμεσα στις πέτρες και στα φυλλώματα μας ψιθυρίζουν φιλικά οι συγγενείς, οι πρώτοι κτήτορες;
Θα το ξανακάνω...
|