Η κατασκευή του σαπουνιού είναι μια εργασία που την γνωρίζουν ακόμη μερικές γυναίκες και άνδρες στα χωριά, εκτός από τους βιομηχάνους.
Το σαπούνι δεν είναι παλιά εφεύρεση. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν κατά καιρούς διάφορα μέσα για την καθαριότητά τους. Από τους αρχαίους χρόνους οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, δηλαδή το θολόστακτο. Τούτο ήταν το νερό που έπαιρναν από τη βρασμένη στάχτη. Πήγαιναν μετά τα ρούχα στα ποτάμια ή στις λίμνες , προκειμένου να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Το πιο συνηθισμένο μέσο καθαρισμού ήταν το σαπουνόχορτο.
Όταν ο Οδυσσέας βγήκε στο νησί των Φαιάκων - δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, βρήκε στο ποτάμι τις βασιλοπούλες να πλένουν και να λευκαίνουν τα ρούχα τους. Το πρόβλημα απασχολούσε λοιπόν πλούσιους και φτωχούς.
Για να υπολογίσουν το επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας μετρούσαν, την ποσότητα του σαπουνιού που καταναλώνει κάθε οικογένεια ή και κάθε χώρα.
Εδώ στην Ελλάδα, οι βιομηχανίες σαπουνιών είδαν και έπαθαν να προωθήσουν την παραγωγή στην περιοχή τους.... Μυτιλήνη Στα τέλη του 19ου αιώνα στον τομέα της σαπωνοποιίας δραστηριοποιούνται πολλές περιοχές της Λέσβου (κυριότερες: Μυτιλήνη, Πέραμα, Πλωμάρι, Παναγιούδα, Ασπροπόταμος, Μόλυβος, Πέτρα, Πολυχνίτος, Αγιάσος) και από τις αρχές του 20ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ισχυρά σωματεία. Την ίδια περίοδο, η παραγωγή ήταν πολύ μεγάλη και κατά τον Μιχάλη Στεφανίδη , κυμαινόταν στους 11.000 τόνους σαπουνιού από τους οποίους εξήγαγαν (κυρίως στην Αττάλεια, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, στην Οδησσό και στη Βάρνα), περίπου τους μισούς. Έτσι, η Λέσβος όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ενθύμιο Σαπωνοποιίας Λέσβου» το 1919 αναλάμβανε το 54% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών σαπουνιών και διέθετε το 50% των μεγάλων ατμοκίνητων σαπωνοποιείων Κρήτη Ο Λιναρδάκης σαπουνοποιος από την Κρήτη όταν έκανε το πρώτο εργοστάσιο δυσκολεύτηκε πολύ να βρει καταναλωτές. Για να παρακινήσει τον κόσμο να αγοράσει σαπούνι, έγραψε στην διαφήμιση: ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Τούτο το έγραφε και στην ψειρόσκονη που έστελνε στο παλάτι. Επειδή όμως διαμαρτυρήθηκαν από το παλάτι, το διόρθωσε και έγραψε: ΤΕΩΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΑΙ. Για να μην κλείσει λοιπόν το εργοστάσιο, οι Λιναρδάκηδες αναγκάστηκαν να βρουν αγορές σε μακρινές και πλούσιες Ελληνικές παροικίες όπως την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και την πάμπλουτη τότε Ρουμανία. Φόρτωναν καΐκια και τα έστελναν εκεί που οι άνθρωποι ήξεραν να πλένονται. Ικαρία Στην Ικαρία τα παλιά χρονια το σαπούνι ήταν είδος πολυτελείας Το πλύσιμο του σώματος ήταν δύσκολη υπόθεση. Τα προβλήματα ήταν πολλά. Πρώτον το νερό ήταν μακριά γιατί δεν υπήρχαν υδραγωγεία, δεύτερον οι δουλειές τους δεν απαιτούσαν και μεγάλη καθαριότητα γιατί οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι.
Το σαπούνι για να κατασκευαστεί χρειάζεται λάδι και σαπουνόπετρα (καυστικό νάτριο). Πολλοί που δεν είχαν λάδι χρησιμοποίησαν το λίπος που μάζευαν από τα ζώα και ιδίως το χοιρινό. Τούτο όμως δεν καθάριζε καλά τα ρούχα και δεν το προτιμούσαν. Μια πλάκα σαπούνι την εβδομάδα εθεωρείτο για τους Ικαριωτες μεγαλη σπάταλη και μαλιστα αν καμια νύφη ξεπερνούσε αυτό το όριο οι πεθερές τις επανέφεραν στην τάξη δηλαδή στην αλουσιά (μέσα σε πήλινο τσουκάλι έβαζαν στάχτη άπο το φούρνο ,καθαρή και κοσκινισμένη και από πάνω έριχναν βραστό νερό ,με αυτό το νερό έπλεναν το σώμα τους ...) Στη δεκαετία του 50-60 κατέφθασε από τον Πειραία στο νησί ο Κωσταντης Πορής Σαπωνοποιός στο επάγγελμα Ήταν τόσο καλός στη τέχνη του που καταφερε με την μαστοριά του να κάνει τους Ικαριώτες να γνωρίσουν και να αγαπήσουν το σαπούνι και τις πεθερές να αφήσουν επιτέλους λεύτερες τις νύφες τους να σαπουνιζονται όσο επιθυμούσε η καρδούλα τους Αφού λοιπόν καταφερε να ξεπεράσει και αυτόν τον ύφαλο της Καριωτίνας πεθεράς το σαπούνι μπήκε θριαμβευτικά μέσα στα Ικαριωτικα σπίτια τόσο δε πολύ που δεν προλάβαινε να πηγαίνει στα σπίτια για να φτιάξει με τα λάδια τους τα σαπούνια
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΠΟΥΝΙΩΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Το σαπούνι για να κατασκευαστεί χρειάζεται λάδι και σαπουνόπετρα (καυστικό νάτριο). . Αργότερα, μέσα στο σαπούνι έριχναν και χρώματα και αρωματικά. Το πράσινο σαπούνι που βγαίνει από το πυρηνέλαιο δεν είναι χρωματισμένο.
Την σαπουνόπετρα την προμηθεύονταν από τον μπακάλη της γειτονιάς που την πούλαγε μέσα σε σιδερένια δοχεία, δίπλα στο σκουράντζο και στον μπακαλέο (έτσι έλεγαν την ρέγκα και τον μπακαλιάρο). Το λάδι το μάζευαν στα σπίτια από τα πιθάρια και από τα κατακάθια των ντεπόζιτων. Το έβραζαν και το ξεχώριζαν από τις ξένες προσμείξεις. Το καθαρό λάδι βγαίνει από άσπρο σαπούνι. Έβραζαν το λάδι μέσα σε ένα μεγάλο λεβέτι (καζάνι) και σε άλλο έβραζαν την σαπουνόπετρα. Μετά έριχναν την σαπουνόπετρα μέσα στο λάδι και με το συνεχές ανακάτωμα, τούτο γινόταν σαν κρέμα. Επειδή το λάδι είναι ελαφρότερο από το νερό ανέβαινε στην επιφάνεια μαζί με την λιωμένη σαπουνόπετρα. Ο χρόνος που θα το έβραζαν ήταν ανάλογος με την τέχνη της μαστόρισσας και την πείρα που διέθετε. Έβαζαν μέσα στην μέση του καζανιού πάνω στο υγρό ακόμη σαπούνι δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού, για το καλό. Εάν κάποιος μάτιαζε το σαπούνι τούτο δεν έπηζε και μπορούσε να χαλάσει.
Το υγρό που έχυναν ήταν η λεγόμενη ΔΡΥΜΗ. Με αυτό καθάριζαν σκουριασμένα δοχεία. Έσβηναν τη φωτιά και το σαπούνι κρύωνε. Με ένα πριόνι μετά, έκοβαν το σαπούνι σε τεμάχια και το τοποθετούσαν μακριά από παιδιά και από ζώα. Το έβαζαν επάνω σε σανίδες για να ξεραθεί και να διατηρηθεί.
Τα ξυλαράκια που έβαζαν για το γούρι, για σταύρωμα, στη μέση του καζανιού πριν κρυώσει το σαπούνι, τα χρησιμοποιούσαν και σαν σημάδια, γιατί το κομμάτι αυτό, την πλάκα όπως την έλεγαν, την χρησιμοποιούσαν και στα βαφτίσια. Με αυτό μιας και ήταν ευλογημένο, έπλενε ο παπάς τα χέρια του μετά την βάπτιση για να φύγουν τα λάδια.
Την ώρα που έβραζε στο καζάνι, το ανακάτωναν και έλεγαν: Φτου, Φτου Πάτο - κορφή- φτου...φτου... Τούτο σήμαινε: Να μην ματιαστεί και όλο το περιεχόμενο από τον πάτο ως την κορυφή να γίνει όλο σαπούνι.
Επίσης το τοποθετούσαν σε σκιερό μέρος για να μη λιώνει από την ζέστη. Επειδή το πλύσιμο γινόταν στις αυλές, τα κομμάτια του σαπουνιού που έπεφταν στο έδαφος, τα έτρωγαν οι πεινασμένες κότες και τα γουρούνια. Το κομμάτι του σαπουνιού που συνέχεια μίκραινε το λέγανε ΑΠΟΛΥΦΑΔΙ. Έτσι λέγανε και κάποιον αδύνατο άνθρωπο.
Σε κάθε παρτίδα που κατασκεύαζαν και ανάλογα με την οικογένεια που είχε ο κάθε ένας και τα υλικά που διέθετε, μπορούσε να παράγει από τριάντα μέχρι ογδόντα οκάδες σαπούνι.
Η τιμή του σαπουνιού είχε μιάμιση φορά πάνω από την τιμή του λαδιού.
Σήμερα το σαπούνι της ελιάς κερδίζει βήμα-βήμα την παλιά του αίγλη, με εκατοντάδες μικρούς παραγωγούς στη χώρα και την επιστροφή στην κατ’ οίκον παρασκευή. Λυπηρό είναι το γεγονός ότι στο εξωτερικό απολαμβάνει πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης απ’ ότι στη χώρα μας με τη ζωντανή ακόμα παράδοσή του στα χωριά. Σε πλάκες, σε ρευστή μορφή ή σε τρίμμα, με βότανα και αιθέρια έλαια, για το πλυντήριο, για πλύσιμο στο χέρι, για το σώμα, το πρόσωπο, τα μαλλιά, το άλλοτε απλό και κατά κανόνα υπόλευκο σαπουνάκι, απέκτησε ποικιλία συστατικών, χρήσεων και χρωμάτων. Επειδή, όμως, εκεί που υπάρχει ζήτηση υπάρχει και η βρωμιά της κερδοσκοπίας και της απόκρυψης στοιχείων,θα πρέπει ανάμεσα στις πλάνες και τις αλήθειες να βαδίσουμε με υπομονή μαστοριά, και βαθιά γνώση αυτής της εκπληκτικής τέχνης , της τέχνης του Σαπωνοποιού ! Σήμερα που η τάση για λιγότερα χημικά στη ζωή μας κερδίζει έδαφος, το σαπούνι ελαιολάδου ατενίζει το μέλλον με καλύτερους οιωνούς. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν: Σαπούνι από ελαιόλαδο , made in Greece. !
Αναφορέςhttp://laografos.pblogs.gr/2008/02/o-sapoynopios.html ΑΛΩΝΙΑΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ -ΛΟΓΙΣΤΗΣ - ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ Α ΤΑΞΗΣ ,