Το αμυγδαλέλαιο, το οποίο μερικοί αποκαλούν «μετώπιο», παρασκευάζεται ως εξής: αφού καθαρίσεις τέσσερις χοίνικες, από πικραμύγδαλα και τα ξηράνεις, κοπάνισε τα ελαφρά σε γουδί με ξύλινο γουδοχέρι, έως ότου γίνουν σαν ζυμάρι, και αφού προσθέσεις δύο κοτύλες καυτού νερού, άφησε τα να μουσκέψουν μαζί για μισή ώρα. Μετά τρίψε τα ακόμα πιο δυνατά. Κι έπειτα πίεσε τα σε πλάκα και στύψε τα, μαζεύοντας με το κουτάλι αυτό που βγάζεις με την πίεση των δαχτύλων κι έπειτα, αφού σε αυτά που έχουν στυφτεί προσθέσεις μία κοτύλη νερού και τα αφήσεις να μουσκέψουν μαζί, κάνε το ίδιο. Οι τέσσερις χοίνικες μας δίνουν μία κοτύλη.
Κάνει καλό στους πόνους της μήτρας, στους υστερικούς πνιγμούς, τις συστροφές και τις φλεγμονές των ίδιων περιοχών, στους πονοκεφάλους, τους πόνους, τους ήχους και τα σφυρίγματα των αυτιών. Ωφελεί και όσους πάσχουν από τα νεφρά τους, όσους δεν μπορούν να ουρήσουν, όσους έχουν λιθίαση, άσθμα και παθήσεις της σπλήνας. Εξαφανίζει τις πανάδες από το πρόσωπο και τις φακίδες και τις ρυτίδες, όταν αναμειχθεί με μέλι και ρίζα κρίνου και με πολτό από κερί και κύπρο ή ροδέλαιο, ενώ θεραπεύει και την αμβλυωπία. Μαζί με κρασί καθαρίζει την κασίδα και την πιτυρίαση.
Με παρόμοιο τρόπο παρασκευάζεται και το βελανιδέλαιο. Καθαρίζει τις πανάδες, τις φακίδες, την ακμή, τα μελανιάσματα των ούλων, ενώ είναι και μαλακτικό της κοιλιάς. Δεν κάνει όμως καλό στο στομάχι. Είναι κατάλληλο και στους πόνους, τους ήχους και τα σφυρίγματα των αυτιών, όταν ενσταλάζεται μαζί με λίπος χήνας.
Με παρόμοιο τρόπο με αυτά που προαναφέραμε παρασκευάζεται και στο σησαμέλαιο από το σουσάμι και το καρύδέλαιο, το οποίο παράγεται από τα καρύδια. Έχουν τις ίδιες ιδιότητες με το βελανιδέλαιο.
Το σιναπέλαιο παρασκευάζεται, όταν ψιλοτριφτεί το σινάπι και μουσκέψει σε ζεστό νερό, κι έπειτα αναμειχθεί με λάδι και στυφτεί. Κάνει καλό στους χρόνιους πόνους, καθώς αποβάλλει με την εφίδρωση τα βλαβερά περιττώματα.
Το μυρτέλαιο παρασκευάζεται ως εξής: αφού πάρεις τα μαλακά φύλλα της σκούρας μυρτιάς, της ήμερης ή της άγριας, στύψε τα κοπανίζοντας τα, αφού προσθέσεις αγουρόλαδο σε ίση ποσότητα με τον χυμό τους, χλιάρυνέ το πάνω σε κάρβουνα, έως ότου βράσουν μαζί, ξαφρίζοντάς τα. Μια πιο εύκολη παρασκευή είναι η εξής: αφού κοπανίσεις τα μαλακά φύλλα, βράσε τα με νερό και λάδι και ξάφριζέ τα. Ανόητο είναι να βυθίσεις τα φύλλα στο λάδι και να τα αφήσεις να μουσκεύουν στον ήλιο.
Μερικοί κάνουν πιο σφιχτό το λάδι με φλούδια ροδιού, κυπαρίσσι, κύπερο και σχοίνο. Είναι πιο χρήσιμο αυτό που πικρίζει στη γεύση και είναι λιπαρό, χλωροπράσινο, διαφανές και μυρίζει μυρτιά.
Έχει ιδιότητες στυπτικές και σκληρυντικές- γι' αυτό κάνει καλό, όταν προστίθεται στα επουλωτικά, καθώς και στα εγκαύματα, τις κασίδες, την πιτυρίαση, τα εξανθήματα, τα συγκάματα, τις ραγάδες του δέρματος, τα κονδυλώματα, τις χαλαρώσεις των αρθρώσεων, τους ιδρώτες και γενικά σε όσα έχουν ανάγκη από σφίξιμο και πύκνωμα.
Το δαφνέλαιο παρασκευάζεται από καρπούς δάφνης, όταν είναι πολύ ώριμοι, αφού βραστούν σε νερό. Γιατί από τον φλοιό που τους περιβάλλει βγάζουν ένα πάχος, το οποίο, αφού το διαλύσουν με τα χέρια, το μαζεύουν με το κουτάλι. Μερικοί αφού κάνουν πιο σφιχτό το αγουρόλαδο με κύπερο, σχοίνο και καλάμι, και μετά αφού προσθέσουν φύλλα δάφνης, τα βράζουν μαζί, άλλοι όμως και καρπούς δάφνης, έως ότου αποκτήσει αρκετό άρωμα- μερικοί προσθέτουν και στύρακα και μυρτιά. Καλύτερη για την παρασκευή είναι η ορεινή και πλατύφυλλη δάφνη.
Από το δαφνέλαιο ξεχωρίζει στην αξία το φρέσκο, το πράσινο στο χρώμα, το πάρα πολύ πικρό και καυστικό.
Έχει ιδιότητες θερμαντικές, μαλακτικές, ανοίγει τους πόρους, διαλύει τις κοπώσεις- είναι κατάλληλο για όλες τις παθήσεις των νεύρων, τις ανατριχίλες, τους πόνους των αυτιών, τις καταρροές και τους πονοκεφάλους. Προκαλεί ναυτία, όταν πίνεται.
Το σχινέλαιο παρασκευάζεται με παρόμοιο τρόπο από τους ώριμους καρπούς της σχίνου ή και αφού προηγουμένως το σφίξουν, σαν το δαφνέλαιο.
Θεραπεύει την ψώρα των ζώων και των σκύλων, ενώ είναι κατάλληλο για προσθήκη στα βύσματα, στα δυναμωτικά που διώχνουν την κόπωση και στα φάρμακα για τη λέπρα, αναστέλλει και την εφίδρωση.
Αλλά και το τερεβινθέλαιο παρασκευάζεται με όμοιο τρόπο. Παγώνει και έχει και στυπτικές ιδιότητες.
Το μαστιχέλαιο ας παρασκευάζεται από ψιλοτριμμένη μαστίχα. Κάνει καλό σε όλες τις παθήσεις της μήτρας, αφού θερμαίνει ελαφρά, έχει στυπτικές και μαλακτικές ιδιότητες, ενώ κάνει καλό στα σκληρώματα που προσβάλλουν το στομάχι, την κοιλιά, τα έντερα και το πρόσωπο, καθαρίζει και δίνει καλό χρώμα. Παρασκευάζεται το καλύτερο στη Χίο.
Μύρα
Επειδή όμως και τα μύρα είναι κατάλληλα για ορισμένες παθήσεις και προστίθενται στα φάρμακα και επαλείφονται και εισπνέονται, θεωρούμε ότι πρέπει να αναφερθεί στη συνέχεια η διδασκαλία γι' αυτά. Πρέπει με τη δοκιμή να ελέγχεις αν έχουν τη μυρωδιά εκείνου του πράγματος, του οποίου ονομάζονται μύρα. Καλύτερος είναι αυτός ο έλεγχος.
Σε μερικά όμως δεν διατηρείται αυτό, επειδή επικρατούν κάποιες εντονότερες προσμείξεις όπως στην περίπτωση των μύρων από μαντζουράνα, κρόκο, μοσχοσίταρο και κάποια άλλα, τα οποία πρέπει να τα ελέγχεις με τον συνδυασμό της δοκιμής για αυτά.
Η παρασκευή του ροδόμυρου είναι η εξής: αφού πάρεις πέντε λίτρα και οκτώ ουγκιές σχοίνου και είκοσι λίτρα και πέντε ουγκιές λαδιού, κοπάνισε τα και ανακάτεψε τα και βράσε τα με νερό, ανακατεύοντας τα- κι έπειτα, αφού το σουρώσεις, στις είκοσι λίτρες και πέντε ουγκιές του λαδιού ρίξε τα πέταλα από χίλια στον αριθμό αμούστκευτα τριαντάφυλλα και αφού αλείψεις τα χέρια σου με μέλι ευωδιαστό, ανακάτευε τα πολλές φορές, πιέζοντας τα ελαφρά κι έπειτα αφού τα αφήσεις όλη τη νύχτα, στύψε τα. Όταν κάτσει το κατακάθι, άλλαξε του αγγείο και βάλε το σε αγγείο αλειμμένο με μέλι. Αφού βάλεις τα στυμμένα ρόδα σε μια λεκάνη, ρίξε τους οκτώ λίτρες και τρεις ουγκιές από το λάδι που έχει σφίξει με το σχοίνο και πάλι στύψε τα. Αυτό θα το έχεις ως κατώτερο, κι αν θες, μούσκεψε τα τρίτη και τέταρτη φορά σε λάδι και στύψε τα.
Έτσι παρασκευάζεται το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ροδόμυρο. Όσα κι αν φτιάξεις, να αλείφεις προηγουμένως τα αγγεία με μέλι.
Αν θες όμως να κάνεις και δεύτερη εκχύλιση, στο λάδι που βγήκε με το πρώτο στύψιμο πρόσθεσε ίσο αριθμό νέων αμούσκευτων τριαντάφυλλων, και αφού τα ανακατέψεις με τα χέρια, τα οποία θα έχεις αλείψει προηγουμένως με μέλι, στύψε τα και κάντο και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά, στύβοντας τα κατά τον ίδιο τρόπο. Κι όσες φορές το κάνεις αυτό, να προσθέτεις νέα τριαντάφυλλα, γιατί γίνεται πιο δυνατό το μύρο. Το λάδι δέχεται εφτά φορές την προσθήκη των τριαντάφυλλων, όχι όμως περισσότερες- ας είναι αλειμμένη και η λεκάνη με μέλι. Πρέπει να χωρίσεις καλά το λάδι από τον χυμό. Γιατί αν απομείνει μέσα στο μύρο έστω και ελάχιστος, το χαλάει. Μερικοί, αφού τρίψουν μόνα τους τα ρόδα, τα μουσκεύουν μέσα στο λάδι και αλλάζοντας τα τριαντάφυλλα κάθε επτά ημέρες, αφού κάνουν τρεις αλλαγές, το φυλάνε. Μερικοί κάνουν πιο σφιχτό το λάδι, προσθέτοντας καλάμι και ασπάλαθο, άλλοι και άγχουσα, για καλό χρώμα, και αλάτι, για να μην χαλάσει.
Έχει ιδιότητες στυπτικές και ψυκτικές και είναι κατάλληλο για επαλείψεις και παρασκευές καταπλασμάτων. Όταν πίνεται, είναι καθαρτικό της κοιλιάς και σβήνει την καούρα του στομαχιού. Θρέφει και τα κοίλα έλκη και καταπραΰνει τα κακοήθη, αλείφεται στις κασίδες και στα εκζέματα, γίνονται με αυτό πλύσεις στην αρχή των πονοκεφάλων, ενώ χρησιμοποιείται για πλύσεις του στόματος στους πονόδοντους. Κάνει καλό και στις σκληρύνσεις των βλεφάρων, αν επαλειφτεί, και είναι χρήσιμο και στους ερεθισμούς των εντέρων και στις φλεγμονές της μήτρας ως κλύσμα.
Η παρασκευή του ελάτινου μύρου είναι η εξής: αφού κόψεις και τρίψεις σε μικρά κομμάτια την ελάτη, βάλε τη σε λεκάνη και ρίξε αγουρόλαδο και άστη για τρεις ημέρες. Και αφού την πάρεις, στύψε τη σε σουρωτή και ας έχουν και τα δύο ίσο βάρος κι έπειτα αφού το φυλάξεις σε καθαρό αγγείο, να το χρησιμοποιείς.
Έχει ανάλογες ιδιότητες με το ρόδινο μύρο, αλλά δεν είναι μαλακτικό της κοιλιάς.
Ο Χοίνιξ είναι ένα μέτρο που χρησιμοποιούταν για την μέτρηση του όγκου των στερεών και συναντάται στην Καινή Διαθήκη. Ο ένας χοίνιξ ισοδυναμεί με 1,2 λίτρα.
Ως ποτήρι, η κοτύλη (ή ο κότυλος), συναντάται νωρίς στον Όμηρο, ο οποίος την περιγράφει ως μικρής χωρητικότητας. Το ποτήρι αυτό χρησιμοποιόταν ιδίως από τους φτωχούς, κατά τα γεύματα και τα συμπόσια για την πόση καθαρού, άκρατου οίνου όπως λέει ο Διόδωρος κατά τον Αθήναιο, προσθέτοντας ότι αυτό το είδος είχε πανελλήνια χρήση, από την Αιτωλία μέχρι την Ιωνία και από τη Σικυώνα μέχρι τον Τάραντα. Ο Ερατοσθένης αναφέρει ότι οι κότυλοι ή οι κοτύλες ήταν τα ωραιότερα και πιο εύχρηστα των ποτηριών, απ' όπου και το πασίγνωστο ρητό των αρχαίων: "πολλά μεταξύ πέλλει κοτύλης και και χείλεος άκρης".
Άρα μιλάμε για ένα μικρό κρασοπότηρο….http://www.blogger.com/profile/09949983987060014882