Παγκόσμια ημέρα των ζώων η σημερινή κ ας μας ευαισθητοποιήσει λίγο περισσότερο… κι ας ελπίζουμε... Σεβασμό! Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου 2019, βρέθηκα στο χωριό μου. Το χαμένο στη μοναξιά του Καρκινάγρι, της δυτικής Ικαρίας. Πηγαίνοντας προς το χωριό, μετά την κάθοδό μου στο λιμάνι του Εύδηλου από το πλοίο, σταμάτησα στο Πέζι, να δω το αμπελάκι μου. Δεν βρήκα ούτε ένα πράσινο φύλλο, για να το φωτογραφίσω. Δυο μέρες πριν φτάσω στο Πέζι, με είχαν προλάβει τα ρασκά κατσίκια, των ρασκών κτηνοτρόφων. Το γεγονός μου θύμιζε άλλη μια φορά, ότι εδώ έχει απαλειφθεί προ πολλού από τη συνείδηση των ανθρώπων, η έννοια του Σεβασμού, και αυτός είναι ο λόγος, που η ζωή είναι υπό διωγμό, και δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Αυτό το αμπελάκι, είναι ένα φυλακτό της ψυχής μου, αλλά είναι και φυλακτό της ψυχής του μακαρίτη του Αχιλλέα του Φραδέλου. Είναι όμως και φυλακτό της ψυχής της Ικαρίας που έχω πάρει μαζί μου στο ταξίδι της ζωής, και με στήνει όρθιο, όταν φυσούν οι δυνατοί άνεμοί της. Με δυο λόγια, αυτό το αμπελάκι, είναι σημαντικό κομμάτι της πατρίδας μου. Το αμπελάκι αυτό, σαν έκταση, μου το πούλησε ο Αχιλέας, αλλά έχει σημασία να περιγράψω πώς μου το πούλησε. Διότι ο τρόπος που μου το πούλησε, περιγράφει την αυθεντική Ικαριώτικη ψυχή, που αξίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς, για τις νέες γενιές. Αυτή την ψυχή, αξίζει να την έχουμε πατρίδα. Ο Αχιλέας ξεκίνησε τη ζωή του, με το επάγγελμα του ψαρά. Πώς αλλιώς, αφού είχε γεννηθεί στου Τραπάλου. Στη συνέχεια ξενιτεύτηκε σε κάποιο Θυρωρείο της Αθήνας, για να πάρει τη σύνταξη. Όταν την πήρε, επέστρεψε σ’ αυτό που αγαπούσε: Στο ψάρεμα, στα γνωστά του νερά, της θάλασσας του Καρκιναγρίου. Έφτιαξε τη βάρκα του, τα δίχτυα του, τα παραγάδια του. Του έλειπε όμως ένας ναύτης. Ρώτησε κι’ έμαθε, ότι ήμουν ένας εκπαιδευμένος ναύτης από τον Πατέρα μου, από πολύ μικρή ηλικία. Όταν λοιπόν έφτανα στο χωριό για καλοκαιρινές διακοπές, στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, ο Αχιλέας με περίμενε, για να με ναυτολογήσει από τη δεύτερη μέρα. «Καλώς τον, το ναύτη μου». «Γεια σου Καπετάνιε». «Αύριο το πρωί ξεκινάμε». Τα χρόνια περάσανε, έγινα Καθηγητής, και οι ανάγκες της ζωής με κράτησαν μακριά από το χωριό, για αρκετά χρόνια. Όταν παρουσιάστηκα στο χωριό μετά από αυτά τα χρόνια, ο Αχιλέας ήρθε να με καλωσορίσει και να με μαλώσει, που είχα αργήσει να επισκεφτώ το χωριό. Σε περιμένω μου λέει, να σου δώσω ένα παλιό αμπέλι που έχω στο «Πέζι», γιατί εγώ θα φύγω. Εννοούσε τη φυγή, στο μεγάλο ταξίδι, που δεν έχει επιστροφή. Είχε ήδη χάσει τη γυναίκα του, και το ηθικό του είχε καταρρεύσει. -Ευχαριστώ πολύ για την πρότασή σου. Μου αρέσει, το θέλω, αλλά δεν έχω χρήματα τώρα, για να το αγοράσω. -Μην σε νοιάζει για τα χρήματα. Θα σου δώσω εγώ!!! -Δεν έχω ούτε για τα συμβολαιογραφικά!!! -Μην σε νοιάζει. Εγώ θα τα πληρώσω, και όποτε μπορείς θα μου τα δώσεις. Θέλω να το πάρεις, και να το ξανακάνεις αμπέλι. Να πίνεις απ’ εκεί ένα ποτήρι κρασί, να με θυμάσαι. Με αυτές τις κουβέντες, ο Αχιλέας είχε δέσει άλλη μια φορά την ψυχή μου χειροπόδαρα. Του έδωσα την υπόσχεσή μου, και αισθανόμουνα την υποχρέωση ότι έπρεπε να βρω οπωσδήποτε τρόπο να την τηρήσω. Επειδή εγώ έπρεπε να φύγω, είπα στη Γυναίκα μου, που δεν είχε καταγωγή από την Ικαρία, να πάει με τον Αχιλέα στο Συμβολαιογράφο, και να γράψει το κτήμα που θα μας πουλούσε, στο όνομά της. Είσαι τρελός; Πώς θα αγοράσουμε κτήμα χωρίς χρήματα; -Θα σου δώσει χρήματα ο Αχιλέας!!! -Τι είναι αυτά που μου λες; Σίγουρα είσαι τρελός. Της εξήγησα τη σχέση μου με τον Αχιλέα, αλλά και πάλι, δεν ήταν εύκολο πράγμα, να καταλάβει. Το σχέδιο προχώρησε, κι’ εγώ φορτώθηκα άλλη μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Πριν είκοσι περίπου χρόνια, θεώρησα ότι έπρεπε να ανταποκριθώ στην υπόσχεσή μου. Μου σύμβαιναν διάφορα δυσάρεστα πράγματα στη ζωή μου, έφευγε το χώμα κάτω από τα πόδια μου, και είχα ανάγκη να πιαστώ από ένα σταθερό σημείο. Τίποτα δεν ήταν πιο σταθερό, από το αμπελάκι που είχα αποκτήσει με τον συγκεκριμένο τρόπο, που κουβαλούσε τόση θετική διάθεση και ενέργεια. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, θεώρησα ότι δεν μπορώ να αναβάλλω άλλο την υπόσχεσή μου. Για να το φέρω σε κατάσταση κατάλληλη να το φυτέψω, ξόδεψα αρκετά χρήματα, για την μπουλντόζα και την περίφραξή του, εκτός από τα άλλα έξοδα. Δεν υπολογίζω τον κόπο και το χρόνο που κατέβαλα, επειδή η ευχαρίστηση ήταν μεγάλη. Το φύτεψα, ανακούφισα την ψυχή μου, και περίμενα με αγωνία το αποτέλεσμα. Θα ήταν η δεύτερη, ή η Τρίτη χρονιά από το φύτεμά του, που πήρα ένα τηλεφώνημα μέσα στο Καλοκαίρι, από ένα φίλο, και με ειδοποιούσε να ξεχάσω το αμπέλι μου, διότι μπήκαν μέσα τα κατσίκια, και δεν άφησαν πράσινο φύλο. Ένοιωσα ένα βαθύ κλονισμό. Κατέβηκα επειγόντως στο χωριό, είδα με τα μάτια μου του λόγου το αληθές, ρώτησα και έμαθα ποιανού ήταν τα κατσίκια. Του τηλεφώνησα και του περιέγραψα το γεγονός, το οποίο ασφαλώς γνώριζε, διότι με άκουσε με απόλυτη ψυχραιμία. «Μην κάνεις έτσι», μου απάντησε. Θα σου δώσω να φας ένα κατσικάκι, και θα «πατσίσουμε». Η απάντησή του, μου προκάλεσε δεύτερο ισχυρό σοκ, διότι μου αποκάλυπτε το εδραιωμένο θράσος, και την έλλειψη κάθε σεβασμού, προς τους άλλους ανθρώπους. Στη συνείδησή του, και η ζωή των ζώων, και η ζωή των άλλων οργανισμών της Φύσης, και η ζωή των άλλων ανθρώπων, ήταν εργαλείο δικό του, στο κυνήγι του χρήματος. Εδώ είχαμε ολοζώντανη, τη δυσδιάκριτη σε άλλες περιπτώσεις υπέρβαση, όπου η ζωή γίνεται εργαλείο του χρήματος, αντί το χρήμα, να είναι εργαλείο της ζωής. Η πνευματική κατάσταση αυτού του ανθρώπου, αποτέλεσμα της επιδοτούμενης καταστροφής της Ικαρίας από τα Κοινοτικά κονδύλια, μου προκάλεσε ένα δεύτερο ισχυρό σοκ. Έβλεπα ολοκάθαρα, πόσο κακό μπορούν να κάνουν τα χρήματα, όταν τα διαχειρίζονται ασυνείδητοι. Έκλεισα το τηλέφωνο αηδιασμένος, και ασφαλώς παντελώς ανίκανος, να φάω το κατσικάκι του. Κατάλαβα ότι οι Κοινοτικές επιδοτήσεις της αφασικής κτηνοτροφίας, είχαν γίνει ένας νόμιμος μηχανισμός λεηλασίας της Ικαριακής Φύσης, και της Ικαριώτικης ψυχής. Καμιά σχέση η ψυχή που άφησε ο Αχιλέας, με την ψυχή που πολύ γρήγορα είχε γίνει κυρίαρχη πάνω σ’ αυτό το βράχο, με την νομιμοποίηση της βαρβαρότητας, μέσω των Κοινοτικών ενισχύσεων. Διότι όταν κάνεις τη ζωή εργαλείο του χρήματος, δημιουργείς την πιο χαρακτηριστική βαρβαρότητα της αφασίας. Τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα, μπορούμε να καταστρέψουμε ένα τόπο. Διότι όταν οι άνθρωποι χάνουν την ψυχή τους, τα χάνουν όλα. Στον τόπο αυτό, οι άνθρωποι επιβίωναν χωρίς χρήματα, με φυσικό τρόπο, επί χιλιάδες χρόνια, επειδή κατάφερναν να διακρίνουν, λεπτές αποχρώσεις της ζωής. Έτσι δημιουργούσαν την ψυχή τους. Τώρα έχει επιδοτηθεί η ισοπέδωση και η διάλυση και των εννοιών, και της Φύσης, και της ψυχής των ανθρώπων. Αλίμονο, αν αυτή η αντιδιαστολή, δεν μας ξυπνήσει. Αν τα ρευστοποιήσουμε και τα ισοπεδώσουμε όλα, με τη δικαιολογία του χρήματος, πολύ γρήγορα, όλα, θα έχουν γίνει μια άμορφη μάζα. Έννοιες, άνθρωποι, Φύση. Αφορμές για λεπτές συγκινήσεις δεν θα υπάρχουν σε λίγο. Θα μας περιμένει όλους και όλες, το τέρας της ολοκληρωτικής κατάθλιψης. Θα έχουμε αφήσει στις γενιές που ακολουθούν, την κόλαση, μέσα από την άφρονα αντικατάσταση των λεπτών διαφοροποιήσεων της ζωής, που παράγουν συγκινήσεις και κάνουν τη ζωή συναρπαστική. Θα έχουμε προκαλέσει την αισθητηριακή νέκρωση με τις αγορασμένες ψευδαισθήσεις, που προκαλεί η ασυδοσία και αφασία του μονοδιάστατου «οικονομικού» ανθρώπου. Αυτό είναι το φόντο της συνείδησής μου, πάνω στο οποίο διαχειρίστηκα το καινούργιο μου σοκ. Αρχικά τηλεφώνησα στον αντιδήμαρχο Ραχών, του περιέγραψα το γεγονός, και τον κάλεσα να δει, για να γνωρίζει, παρόλο που σε λίγες ημέρες, ολοκλήρωνε τη θητεία του. Του είπα ότι είμαι αυτός, που ενοχλώ πολλούς, με τις δημοσιεύσεις μου στο facebook. Γνώριζα ότι γνώριζε προηγούμενες δημοσιεύσεις μου, και είχε ενοχληθεί. Μου είπε ότι δεν έχει αρμοδιότητα, και με παρέπεμψε στη δασική υπηρεσία. Η Δασική υπηρεσία, μου είπε ότι σύμφωνα με το νόμο 4056, την ευθύνη για τον έλεγχο των κατσικιών, την έχει ο Δήμος. Δική τους ευθύνη είναι, η διαπίστωση και εκτίμηση της ζημιάς, και κλείσαμε ραντεβού για την επομένη. Στη συνέχεια ξανατηλεφώνησα στον Αντιδήμαρχο, προκειμένου να διαμαρτυρηθώ, για την αποποίηση των ευθυνών του, και την παραπλάνησή μου. Μάταιη η προσπάθειά μου. . Τηλεφώνησα από άλλο τηλέφωνο, για να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου, και πράγματι απάντησε αμέσως. Του είπα ποιος είμαι και τον ρώτησα τι έκανε στη διάρκεια της θητείας του, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Πήρα την απάντηση, ότι έχει ανθρώπους στο γραφείο του, και δεν μπορεί να μου μιλήσει. . Στη συνέχεια αναζήτησα τον καινούργιο Αντιδήμαρχο, που δεν είχε αναλάβει όμως ακόμη καθήκοντα. Του περιέγραψα το πρόβλημα, και του είπα ότι είναι σκόπιμο να έρθει να δει, για να γνωρίζει το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει. . Κλείσαμε ραντεβού για την επομένη, και πράγματι είδε με τα μάτια του τη λεηλασία... Τους άρχοντες που εκλέγουμε να διαχειριστούν τις μικρές και μεγάλες κοινωνίες μας, πρέπει να τους κρίνουμε από την ικανότητά τους να σέβονται τον εαυτό τους, και την Κοινωνία που τους εξέλεξε, χωρίς εξαιρέσεις. Δεν υπάρχει άλλο κριτήριο. Η έννοια του Σεβασμού από μόνη της, βάζει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του...
Το κοινό συμφέρον υπηρετείται από το σεβασμό, την καλόπιστη συζήτηση, και τη συνεργασία, που συναποτελούν το θετικό πνεύμα. Χωρίς αυτό το πνεύμα, δεν μπορούμε να προσφέρουμε στην Κοινωνία διέξοδο από τα προβλήματά της. ....Δεν υπάρχει ζωή χωρίς Σεβασμό. Είναι δυνατόν να ζήσει οποιοσδήποτε άνθρωπος και οποιαδήποτε κοινωνία χωρίς Σεβασμό; Ψάχνω να βρω ένα ή μία, που να λέει ότι μπορεί να ζήσει χωρίς σεβασμό. Είναι ολοφάνερο, ότι για όσα κακά μας συμβαίνουν, φταίει η έλλειψη συνείδησης από το ευρύτερο μέρος της κοινωνίας, της έννοιας του Σεβασμού. . Το ερώτημα που θέτει αυτή η μη ολοκληρωμένη συζήτηση, όπως συνήθως συμβαίνει, είναι: Πώς δεν αντιλαμβάνεται αυτή η κοινωνία, ότι η ίδια θρυμματίζει τη ζωή της, όταν ιεραρχεί λάθος τις προτεραιότητές της, και τοποθετεί στη συνείδησή της ως πρωτεύοντα τα τριτεύοντα, και τα πρωτεύοντα τα κάνει τριτεύοντα.
|