Αντ’ αυτού στην Ικαρία
Με φωνάξανε να πάω , στο χωριό να βάλω χέρι,
να το αντικαταστήσω, το αδέλφι τον Λευτέρη.
Που ‘ναι και ηθοποιός και πολύφερνος γαμπρός.
Είχε να βρεθεί στην Πάρο, με θεατρίνους και κουμπάρο,
έργα να ειδούν, να παίξουν, να σχολιάσουν να διαλέξουν
κι ύστερα ν αποφασίσουν, τι καινούργιο θα μας δείξουν.
Έφυγα από τον Πειραία, με τα σεα και τα μεα,
για να πιάσω υπηρεσία, στην ωραία Ικαρία.
Με χαρά με υποδεχτήκαν κι όλα μου τα εμπιστευτήκαν,
ότι θα έπρεπε να κάνω και λιγάκι παραπάνω.
Πρώτη μέρα, είδα τα ζώα και μου φάνηκαν αθώα ,
μα σαν έφτασε η ωρα και ν’ αρμέξω πήρα φόρα…
Μέγας έγινε χαμός κι εσηκώθει κουρνιαχτός,
καθώς μια μικρούλα αίγα που την έλεγαν και Εύα ,
αντιστάθει σθεναρά σ’ όλα μου τα πονηρά,
τα γνωστά κι άγνωστα κόλπα και το έσκασε απ’ την πόρτα.
Την κυνήγησα ειν’ αλήθεια, αλλά είχε την συνήθεια ,
που ‘χουν όλα τα κατσίκια δεν σηκώνουν καμουτσίκια.
Μπρος αυτή και πίσω εγω, αχ Θεέ μου τι τραβώ …
Άφησα λοιπόν μοιραία, κάθε αρμέγματος ιδέα.
Αφού έδωσα σανό ,καλαμπόκι και κλαδιά
και νεράκι δροσερό, έκλεισα και την ποριά…
Έφυγα για το κοτέτσι να ταΐσω τις πουλάδες
και να πάρω τα αυγά δυο θα το ‘κανα εβδομάδες.
Σαν τους έριξα τα χόρτα, μαζευτήκανε στην πόρτα
και χαρήκανε πολύ, κοκοκό και κικικί.
Μα σαν μέσα απ’ τη φωλιά, θέλησα να πάρω αυγά,
άλλη έκπληξη προσμένει , μια κότα θυμωμένη,
με συμπάει δυνατά και κραυγάζει κακακά,
τ’ άκουσε ο πετεινός ,θορυβήθηκε κι αυτός,
μου επιτίθεται απ’ την άλλη, με τσιμπάει στο κεφάλι.
Τρέχω η δόλια να σωθώ, έσπασα και ένα αυγό
κι έφυγα η καημένη βρώμικη και τσιμπημένη.
Τα κουνέλια ευτυχώς μου φερθήκανε καλά,
έφαγαν ήπιαν νερό κι έκαναν μόνο χαρά.
Έφτασα λοιπόν στο σπίτι, με αυγά και γάλα μείον,
κουρασμένη απηυδισμένη τα τρεχούμενα αναλύω.
Πόσος έγινε χαμός, γέλασε ο πασά εις
και μου είπαν τι θαρρείς; Nα τα κάνεις πως μπορείς;
Όσα εμείς κάνουμε χρόνια και απλά τα λογαριάζεις;
Μύρια είναι τα καψόνια, την ζωή σαν την μοιράζεις.
Άντε τώρα να μαζέψεις τις ντομάτες απ’ τον κήπο,
σάλτσα πρέπει να τις κάνεις, να γεμίσεις έναν πίθο.
Κι ύστερα έχει κυδώνια, κάτω κάτω στο παρτέρι,
φτιάξε τα γλυκό, κομπόστα, για εμάς και τον Λευτέρη.
Χόρτα μάζεψε για πίτα, φτιάξε μας τυρί ,γιαούρτι,
φέρε κάστανα και μήλα, πάρε κοπριά και σούρτη,
εις τις ρίζες των ελιών, φέρε και των κουνελιών,
λίγη κουμαριά να φάνε, βλέπεις τα φτωχά πεινάνε.
Φτάνω σπίτι τι να δω; Μαζεμένο το χωριό,
θέλουν τσίπουρο καφέ και γλυκάκι και μεζέ.
Τους σερβίρω, τηγανίζω και την μέση δεν ορίζω .
Τι την ήθελα την βόλτα κι έγινα σαν τον Τραβόλτα,
στην γνωστή μας την ταινία, που χορεύει με μανία.
Αντ’ αυτού στην Ικαρία, πονεμένη ιστορία…ποίημα από την ταλαιπωρημένη .Ελένη Σέττα ✍️