Ελευθερία Μαντζώρου
Όλοι το έχουμε δει λίγο-πολύ. Ένα άτομο αποφασίζει να καταφύγει στη βοτανοθεραπεία, είτε επειδή έχει βιώσει παρενέργειες από ένα συμβατικό σκεύασμα, είτε επειδή δεν θέλει να δώσει στο παιδί του αντιβιοτικά, είτε επειδή απλά προτιμά ένα φυσικό προϊόν. Ωστόσο, μετά από λίγο, διαπιστώνει ότι το βότανο (ή η βοτανική συνταγή) που πήρε δεν είχε κανένα αποτέλεσμα – ή ενίοτε, ότι μάλιστα επιδείνωσε το πρόβλημά του!
Και τότε μπορεί να προκύψουν διάφορες σκέψεις: «Η δική μου ενέργεια δεν ταιριάζει με αυτή του θεραπευτή – υπήρχαν οιωνοί» (αυτό μου θυμίζει τον Σταυρίδη στο Τρίτη και 13). «Τα βότανα δεν είναι για μένα». «Οι βοτανοθεραπευτές είναι κάτι ονειροπόλα άτομα που τριγυρνάνε στα δάση και δεν έχουν ιδέα από τις αρχές της ιατρικής» (όσοι δεν έχουν εκπαιδευτεί καταλλήλως όντως δεν έχουν – αλλά να τριγυρνάς στα δάση είναι ωραίο), και διάφορα άλλα συναφή...
Μήπως όμως ο λόγος είναι πολύ πιο απτός; Συνήθως είναι. Άλλωστε, πολλές φορές έχουμε δει ότι ένα φυσικό σκεύασμα αποδεικνύεται μακράν πιο αποτελεσματικό από ένα συμβατικό, και μάλιστα σε σοβαρές, χρόνιες παθήσεις. Για να δούμε τι μπορεί να συμβαίνει.
1. Χαμηλή ποιότητα βοτάνου
Τα βότανα είναι αποτελεσματικά κυρίως λόγω των δραστικών τους ουσιών. Αυτές έχουν μια ημερομηνία λήξης, η οποία διαφέρει ανάλογα με την χημική ομάδα. Π.χ. αν ένα βότανο είναι πλούσιο σε αιθέρια έλαια, να έχουμε υπόψη μας ότι αυτά εξατμίζονται, και ότι τα τερπένια οξειδώνονται τάχιστα. Άλλες ενώσεις καθίστανται ανενεργές με την πάροδο του χρόνου. Όλα τα συμβατικά σκευάσματα έχουν ημερομηνία λήξης, η οποία αναγράφεται στη συσκευασία. Δε συμβαίνει το ίδιο με τα βότανα που πωλούνται χύμα. Η θερμοκρασία φύλαξης και η έκθεση στον αέρα επίσης παίζουν ρόλο.
Είναι καλό να εμπιστευόμαστε την όσφρηση και τη γεύση μας, όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε ένα βότανο...
2. Εσφαλμένη δοσολογία
Όλα τα συμβατικά σκευάσματα αναφέρουν σαφή δοσολογία – π.χ. «Λαμβάνετε 1 δισκίο, 3 φορές ημερησίως». Ακόμα και η αρωματοθεραπεία συνιστά πολύ συγκεκριμένες δοσολογίες αιθερίων ελαίων. Εξαιρουμένων ορισμένων τυποποιημένων σκευασμάτων, δεν ισχύει το ίδιο με τα βότανα, παρότι για τα περισσότερα βότανα έχει οριστεί συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία κατόπιν κλινικών μελετών.
Κάθε βότανο πρέπει να χορηγείται στη σωστή δοσολογία, η οποία ενδέχεται να χρήζει τροποποίησης, ανάλογα με τις ανάγκες του ατόμου. Π.χ. το ginseng μπορεί να μειώσει την αρτηριακή πίεση σε χαμηλή δοσολογία, αλλά να την αυξήσει σε υψηλή. Σε ορισμένα άτομα η ίδια δοσολογία προκαλεί κεφαλαλγίες, ενώ σε άλλα ένα θαυμάσιο αίσθημα ευεξίας και διαύγειας. Γι’ αυτό είναι σημαντική η εκπαίδευση και η διαφορική διάγνωση.
Άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’όψιν είναι η χρονιότητα της διαταραχής, και το ενδεχόμενο εμφάνισης ανοχής στο σκεύασμα. Αυτά απαιτούν αναπροσαρμογές της δοσολογίας.
3. Παρασκευή του σκευάσματος
Άλλα βότανα θέλουν αρκετό βράσιμο, άλλα καθόλου. Κάποια συστατικά καταστρέφονται με το βράσιμο, άλλα εκλύονται μετά από αρκετή ώρα. Ορισμένες ενώσεις δεν είναι υδροδιαλυτές, άλλες ελευθερώνονται με έγχυση σε έλαια, άλλες διαλύονται ικανοποιητικά μόνο στην αλκοόλη. Ορισμένα βότανα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ενώ άλλα δρουν συνεργειακά. Π.χ., περιμένετε ότι ένα έγχυμα χαμομηλιού που «μένει» για μισό λεπτό θα έχει την ίδια επίδραση με ένα που «μένει» για 10 λεπτά;
4. Τύπος σκευάσματος
Άλλες ουσίες εκχυλίζονται ικανοποιητικά στο νερό, άλλες απαιτούν αλκοόλη. Μάλιστα, απαιτείται αλκοόλ ποικίλων βαθμών, ανάλογα με τον τύπο της δραστικής ουσίας (π.χ. αν πρόκειται για ρητίνη, βλεννοπηκτίνες, κτλ.). Επίσης, για ορισμένες διαταραχές προτιμούμε σιρόπια, ενώ για άλλες κάψουλες, κτλ...
5. Ανεπαρκής εκπαίδευση
Ορισμένοι, χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα, ανατρέχουν σε ένα βιβλίο βοτανοθεραπείας ή στο διαδίκτυο, κι έπειτα αποφασίζουν ότι ένα βότανο ενδείκνυται για ένα πρόβλημα υγείας (καμία φορά βέβαια, πέφτουν μέσα!). Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο βότανο που να θεραπεύει το έκζεμα ή το άσθμα.
Εν γένει, ένα πρόβλημα υγείας μπορεί να είναι πολύπλευρο, και να χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα τη φύση των συμπτωμάτων. Και αυτό, εκτός από αγάπη για την φύση, απαιτεί και γνώση της φυσιολογίας του ανθρώπινου σώματος.
Ένα λάθος που συναντώ συχνά, είναι ό,τι οι εναλλακτικές θεραπείες αντιμετωπίζονται σαν ιδεολογία, και όχι σαν τεχνολογία. Ωστόσο, αν μια ιδεολογία δεν αποφέρει ωφέλιμα αποτελέσματα, είναι άχρηστη (ξέρω ότι αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα συζήτησης...). Θεωρώ ότι οφείλουμε να δώσουμε περισσότερη έμφαση στην πρακτικότητα.
6. Καταστολή των συμπτωμάτων
Ένας βοτανοθεραπευτής οφείλει να εντοπίζει τις ρίζες μιας διαταραχής, κι όχι απλά να καταστέλλει ένα σύμπτωμα (αν και σε ορισμένα οξεία περιστατικά, θα πρέπει να το κάνει). Ναι, μια κρέμα μπορεί να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από το έκζεμα, αλλά αν δεν αντιμετωπιστούν και τα ψυχοσωματικά αίτια, το έκζεμα θα εμφανιστεί ξανά. Ασφαλώς, αυτό προϋποθέτει και δουλειά από τη μεριά του ασθενή.
Η θεραπεία των χρόνιων παθήσεων απαιτεί χρόνο, ο οποίος συχνά είναι αναλογικός με τη χρονιότητα της διαταραχής. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμάται τόσο ο βοτανοθεραπευτής, όσο και ο ασθενής.
10. Καταλληλότητα της βοτανοθεραπείας
Καμία εναλλακτική ή συμβατική θεραπεία δεν είναι 100% αποτελεσματική στο 100% των περιπτώσεων. Μια συναισθηματική διαταραχή ίσως αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα με την αρωματοθεραπεία ή το ρέικι, από ό,τι με την βοτανοθεραπεία. Μια οσφυαλγία ίσως αντιμετωπίζεται καλύτερα με μάλαξη ή βεντούζες. Συχνά, όταν ξεκινάμε να μαθαίνουμε μια τεχνική, πιστεύουμε (ενίοτε ευθύνεται και ο δάσκαλος για αυτό) ότι θα είναι αποτελεσματική για τα πάντα. Αυτό αντιβαίνει στους νόμους της στατιστικής! Ασφαλώς, ένας καταρτισμένος θεραπευτής θα έχει υψηλό ποσοστό επιτυχίας, αλλά ποτέ δεν θα αγγίξει το 100%. ΠΗΓΗ
Όλοι το έχουμε δει λίγο-πολύ. Ένα άτομο αποφασίζει να καταφύγει στη βοτανοθεραπεία, είτε επειδή έχει βιώσει παρενέργειες από ένα συμβατικό σκεύασμα, είτε επειδή δεν θέλει να δώσει στο παιδί του αντιβιοτικά, είτε επειδή απλά προτιμά ένα φυσικό προϊόν. Ωστόσο, μετά από λίγο, διαπιστώνει ότι το βότανο (ή η βοτανική συνταγή) που πήρε δεν είχε κανένα αποτέλεσμα – ή ενίοτε, ότι μάλιστα επιδείνωσε το πρόβλημά του!
Και τότε μπορεί να προκύψουν διάφορες σκέψεις: «Η δική μου ενέργεια δεν ταιριάζει με αυτή του θεραπευτή – υπήρχαν οιωνοί» (αυτό μου θυμίζει τον Σταυρίδη στο Τρίτη και 13). «Τα βότανα δεν είναι για μένα». «Οι βοτανοθεραπευτές είναι κάτι ονειροπόλα άτομα που τριγυρνάνε στα δάση και δεν έχουν ιδέα από τις αρχές της ιατρικής» (όσοι δεν έχουν εκπαιδευτεί καταλλήλως όντως δεν έχουν – αλλά να τριγυρνάς στα δάση είναι ωραίο), και διάφορα άλλα συναφή...
Μήπως όμως ο λόγος είναι πολύ πιο απτός; Συνήθως είναι. Άλλωστε, πολλές φορές έχουμε δει ότι ένα φυσικό σκεύασμα αποδεικνύεται μακράν πιο αποτελεσματικό από ένα συμβατικό, και μάλιστα σε σοβαρές, χρόνιες παθήσεις. Για να δούμε τι μπορεί να συμβαίνει.
1. Χαμηλή ποιότητα βοτάνου
Τα βότανα είναι αποτελεσματικά κυρίως λόγω των δραστικών τους ουσιών. Αυτές έχουν μια ημερομηνία λήξης, η οποία διαφέρει ανάλογα με την χημική ομάδα. Π.χ. αν ένα βότανο είναι πλούσιο σε αιθέρια έλαια, να έχουμε υπόψη μας ότι αυτά εξατμίζονται, και ότι τα τερπένια οξειδώνονται τάχιστα. Άλλες ενώσεις καθίστανται ανενεργές με την πάροδο του χρόνου. Όλα τα συμβατικά σκευάσματα έχουν ημερομηνία λήξης, η οποία αναγράφεται στη συσκευασία. Δε συμβαίνει το ίδιο με τα βότανα που πωλούνται χύμα. Η θερμοκρασία φύλαξης και η έκθεση στον αέρα επίσης παίζουν ρόλο.
Είναι καλό να εμπιστευόμαστε την όσφρηση και τη γεύση μας, όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε ένα βότανο...
2. Εσφαλμένη δοσολογία
Όλα τα συμβατικά σκευάσματα αναφέρουν σαφή δοσολογία – π.χ. «Λαμβάνετε 1 δισκίο, 3 φορές ημερησίως». Ακόμα και η αρωματοθεραπεία συνιστά πολύ συγκεκριμένες δοσολογίες αιθερίων ελαίων. Εξαιρουμένων ορισμένων τυποποιημένων σκευασμάτων, δεν ισχύει το ίδιο με τα βότανα, παρότι για τα περισσότερα βότανα έχει οριστεί συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία κατόπιν κλινικών μελετών.
Κάθε βότανο πρέπει να χορηγείται στη σωστή δοσολογία, η οποία ενδέχεται να χρήζει τροποποίησης, ανάλογα με τις ανάγκες του ατόμου. Π.χ. το ginseng μπορεί να μειώσει την αρτηριακή πίεση σε χαμηλή δοσολογία, αλλά να την αυξήσει σε υψηλή. Σε ορισμένα άτομα η ίδια δοσολογία προκαλεί κεφαλαλγίες, ενώ σε άλλα ένα θαυμάσιο αίσθημα ευεξίας και διαύγειας. Γι’ αυτό είναι σημαντική η εκπαίδευση και η διαφορική διάγνωση.
Άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’όψιν είναι η χρονιότητα της διαταραχής, και το ενδεχόμενο εμφάνισης ανοχής στο σκεύασμα. Αυτά απαιτούν αναπροσαρμογές της δοσολογίας.
3. Παρασκευή του σκευάσματος
Άλλα βότανα θέλουν αρκετό βράσιμο, άλλα καθόλου. Κάποια συστατικά καταστρέφονται με το βράσιμο, άλλα εκλύονται μετά από αρκετή ώρα. Ορισμένες ενώσεις δεν είναι υδροδιαλυτές, άλλες ελευθερώνονται με έγχυση σε έλαια, άλλες διαλύονται ικανοποιητικά μόνο στην αλκοόλη. Ορισμένα βότανα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ενώ άλλα δρουν συνεργειακά. Π.χ., περιμένετε ότι ένα έγχυμα χαμομηλιού που «μένει» για μισό λεπτό θα έχει την ίδια επίδραση με ένα που «μένει» για 10 λεπτά;
4. Τύπος σκευάσματος
Άλλες ουσίες εκχυλίζονται ικανοποιητικά στο νερό, άλλες απαιτούν αλκοόλη. Μάλιστα, απαιτείται αλκοόλ ποικίλων βαθμών, ανάλογα με τον τύπο της δραστικής ουσίας (π.χ. αν πρόκειται για ρητίνη, βλεννοπηκτίνες, κτλ.). Επίσης, για ορισμένες διαταραχές προτιμούμε σιρόπια, ενώ για άλλες κάψουλες, κτλ...
5. Ανεπαρκής εκπαίδευση
Ορισμένοι, χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα, ανατρέχουν σε ένα βιβλίο βοτανοθεραπείας ή στο διαδίκτυο, κι έπειτα αποφασίζουν ότι ένα βότανο ενδείκνυται για ένα πρόβλημα υγείας (καμία φορά βέβαια, πέφτουν μέσα!). Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο βότανο που να θεραπεύει το έκζεμα ή το άσθμα.
Εν γένει, ένα πρόβλημα υγείας μπορεί να είναι πολύπλευρο, και να χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα τη φύση των συμπτωμάτων. Και αυτό, εκτός από αγάπη για την φύση, απαιτεί και γνώση της φυσιολογίας του ανθρώπινου σώματος.
Ένα λάθος που συναντώ συχνά, είναι ό,τι οι εναλλακτικές θεραπείες αντιμετωπίζονται σαν ιδεολογία, και όχι σαν τεχνολογία. Ωστόσο, αν μια ιδεολογία δεν αποφέρει ωφέλιμα αποτελέσματα, είναι άχρηστη (ξέρω ότι αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα συζήτησης...). Θεωρώ ότι οφείλουμε να δώσουμε περισσότερη έμφαση στην πρακτικότητα.
6. Καταστολή των συμπτωμάτων
Ένας βοτανοθεραπευτής οφείλει να εντοπίζει τις ρίζες μιας διαταραχής, κι όχι απλά να καταστέλλει ένα σύμπτωμα (αν και σε ορισμένα οξεία περιστατικά, θα πρέπει να το κάνει). Ναι, μια κρέμα μπορεί να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από το έκζεμα, αλλά αν δεν αντιμετωπιστούν και τα ψυχοσωματικά αίτια, το έκζεμα θα εμφανιστεί ξανά. Ασφαλώς, αυτό προϋποθέτει και δουλειά από τη μεριά του ασθενή.
Η θεραπεία των χρόνιων παθήσεων απαιτεί χρόνο, ο οποίος συχνά είναι αναλογικός με τη χρονιότητα της διαταραχής. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμάται τόσο ο βοτανοθεραπευτής, όσο και ο ασθενής.
10. Καταλληλότητα της βοτανοθεραπείας
Καμία εναλλακτική ή συμβατική θεραπεία δεν είναι 100% αποτελεσματική στο 100% των περιπτώσεων. Μια συναισθηματική διαταραχή ίσως αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα με την αρωματοθεραπεία ή το ρέικι, από ό,τι με την βοτανοθεραπεία. Μια οσφυαλγία ίσως αντιμετωπίζεται καλύτερα με μάλαξη ή βεντούζες. Συχνά, όταν ξεκινάμε να μαθαίνουμε μια τεχνική, πιστεύουμε (ενίοτε ευθύνεται και ο δάσκαλος για αυτό) ότι θα είναι αποτελεσματική για τα πάντα. Αυτό αντιβαίνει στους νόμους της στατιστικής! Ασφαλώς, ένας καταρτισμένος θεραπευτής θα έχει υψηλό ποσοστό επιτυχίας, αλλά ποτέ δεν θα αγγίξει το 100%. ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου