Μια βόλτα στα δάση και τους κήπους της Ικαρίας , για την ποίηση της παρατήρησης, την ομορφιά του κύκλου της ζωής , γίνεται μια φιλοσοφία της φύσης και της απλότητας. ..Σεβασμό για αυτό το υπέροχο μικρόκοσμο που ζητά μόνο τη σιωπή και την αφάνεια .Ήσυχο, ωραίο . Τίποτ’ άλλο...!
* Α
Ο καθένας θα ‘χει βρεθεί σε παρόμοιες στιγμές. Υπάρχουν δεσμίδες από ζεστές επικλήσεις. Πράσινες, κίτρινες, μωβ, που ανεβαίνουν από κάθε φυτό. Η θάλασσα φυσά θυμωμένα είτε ήρεμα, τις τυλίγει και τις διευθύνει ψηλά στο υπομονετικό μας σπίτι. Θα ‘πρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτό το σπίτι. Η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισμένων βουνών. ‘Εχει κάτι από το συρτό θρήνο.
* Β
Ευθύς εξ αρχής θα διακρίνει κανείς το τείχος των δέντρων που τυλίγονται ολόγυρά του με φροντίδα και στοργή. Υπάρχει ανάμεσά τους η απόσταση των ισοδύναμων ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα σε δυο όμοιες αχτίνες που κατευθύνονται από το βάθος της θάλασσας προς δύο απομονωμένους γλάρους.
* Γ
Με πέντε βήματα αγγίζεις από τη ρίζα των δέντρων τις ξασπρισμένες πέτρες που υποβαστάζουν την υπομονή και τα όνειρα του σπιτιού μας. Το χαμόγελό του είναι πάντα βεβιασμένο. Η γνώση του τροχίζεται απ’ τους σκορπιούς και το βορινό άνεμο που φοβισμένος το παρακάμπτει συχνά όταν μέσα στις νύχτες του Δεκεμβρίου αλλοιθωρίζει προς την απέραντη θάλασσα με τα μάτια πύρινα και προκλητικά.
* Δ
‘Επειτα απο ένα συγκρατημένο και ήρεμο όνειρο ξύπνησε αντικρύζοντας την καταματωμένη θάλασσα ως τις ρίζες της γης. Αναταράχτηκε από τις χιλιάδες λεπτές και φευγαλέες μυρωδιές που κυνηγιούνται με τις πεταλούδες και τις μέλισσες πάνω στο κάτασπρο σεντόνι του ‘Ηλιου. ‘Ηταν καιρός να εξακοντίσει την πρώτη του σκέψη προς το στερέωμα που το συγκρατούσε στο χώμα με συγκατάβαση και ειρωνία. ‘Ισως να μη γνώριζε που το πλοίο μας διέσχιζε ήδη το Αιγαίο κι ακόμα πως πριν γεννηθούν οι μητέρες μας είχε αποφασιστεί ο ερχομός μας εδώ ψηλά.
* Ε
Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε το βεβιασμένο του χαμόγελο καθώς και την παράξενη συνήθεια να προσκαλεί τ’ αδέσποτα σύγνεφα που τριγυρίζουν ψαχουλεύοντας στο λόγγο και τις πλαγιές του βουνού. ‘Ετσι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα μάτια μας, δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή την απότομη και βάρβαρη μεταλλαγή ανάμεσα στο φως και την πάχνη, στο κύμα και τη συρτή φωνή που εξακοντίζεται τόσο συχνά προς το δυτικό Αιγαίο. Χάνουμε έτσι το πρόσωπό μας καθώς γινόμαστε ένα με τα παράξενα όνειρά του που ενώ έχουν αγκυροβολήσει στις σφραγισμένες εποχές προεκτείνονται προς τα μακρινά σημεία που ειρωνεύονται τους κύκλους και τις επανόδους.
* ΣΤ
Υπάρχει εν τούτοις κάτι που ενώ δεν τραβά σε δένει σφιχτά. Νομίζεις ότι προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα μπρός ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται μες στις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά.
Θα ‘ρθει και για σένα η όμορφη εποχή !
* Ζ
Θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του. Την ήρεμη αφήγηση κάτω απ’ το θόλο των κουμαριών. Τον τελείως απόκρυφο έρωτά του για την νοτιοανατολική πηγή. Τη νοσταλγία των ξασπρισμένων του τοίχων που ήταν συνηθισμένοι ν’ αγναντεύουν προς το Αιγαίο τους κουρσάρους καθώς γύριζαν ανήσυχοι τα κεφάλια για να χαιρετήσουν με σεβασμό και φόβο. Προ παντός όμως η φροντίδα του από αιώνες ήταν αυτός ο ατέλειωτος κι ανώφελος αγώνας που γίνεται μέσα του ανάμεσα σ’ ό,τι υπήρχε και σ’ ό,τι ήρθε.
* Η
Αυτή την ώρα ο ορίζοντας εξαφανίζεται κάτω από την πίεση του ουρανού και το ανέβασμα της θάλασσας. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα της κατανόησης. Στα μικρά σύγνεφα που ταξιδεύουν προς τον ήλιο αντιμάχονται η αγάπη με το μίσος. Σε λίγο το φως θα ισομοιραστεί εφ’ όσον ο ήλιος εξαλείψει τις σκιές και τους ενδοιασμούς που τον οδηγούν στην οδυνηρή και χιλιοτραγουδισμένη του πτώση. Η τελευταία αχτίνα οδηγείται προς τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού μας. Τη δεχόμαστε ήρεμα δίχως φωνές. Θα συνομιλήσουμε όλη τη νύχτα μαζί της. Θα ονειρευτούμε μαζί.
* Θ
Υπάρχει μια αναγκαιότητα που διανοίγει ανάμεσα στα σύννεφα μακρύ και ανήσυχο δρόμο. Απ’ αυτόν θα περάσουν οι σκέψεις του σπιτιού μας, οι σιωπηλές του έγνοιες για κάθε τι που πιστεύει στη ζωή. Όλοι απορούν για το βάθος του βλέματός του. Ξεσκίζει κατάβαθα τους σκλάβους της Νότιας Αφρικής όπως και τα αιχμάλωτα θηρία των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Από κει πάλι έρχονται αγκαλιασμένα τα όνειρα του κόσμου με ανοιχτά και βρώμικα τραύματα. Μπορεί κάθε στιγμή να δεις την ατέλειωτη φάλαγγα που κάνει τους σκορπιούς να αναδιπλώνονται με ανατριχίλα..
* Ι
Βλέπετε πως όλο παρασύρομαι απ’ αυτήν την αργυρή αντανάκλαση που μου δίνει την αυταπάτη πως είμαι αδερφός των σκορπιών, παιδί των τοίχων και των στοχασμών του σπιτιού μας. Σας υποσχέθηκα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του.
* Κ
Σήμερα η μέρα ήρθε αθόρυβα. Το φως κλιμακώνεται στην ήρεμη θάλασσα σχηματίζοντας μια φωτεινή σκάλα που συνεχίζεται απ’ τις γραμμές του ορίζοντα. Θα μπορέσω ίσως να τοποθετήσω δίπλα δυο σκέψεις που να έχουν το θάρρος να αλληλοκοιταχτούν στιγμιαία στα μάτια; Όμως αυτή η ησυχία μου επιτρέπει ν’ ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου... Όσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν’ αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ’ το ακόρεστο πάθος, ν’ αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ’ την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ ;
* Λ
(Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά... Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους).
ΙΚΑΡΙΑ 1947
(17 - 21 ΙΙΧ) Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν έχασε ποτέ το θάρρος του στο σπίτι µε τους µαύρους σκορπιούς στην Ικαρία, «που έχει κάτι από συρτό θρήνο και η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισµένων βουνών», όπως γράφει στο ποίηµά του, κι ας ήταν µόλις είκοσι ενός ετών.
«Στις φυλακές και τις εξορίες ονειρευόµουν µια καινούρια, ελεύθερη και ιδανική κοινωνία. Γι” αυτή τη νέα κοινωνία βιαζόµουν να γράψω µουσικά έργα. ∆εν έκανα µουσική για να παιχτεί σε µια αίθουσα, έγραφα για όλο το λαό, είχα εξιδανικεύσει την Eλλάδα, ήµουν ουτοπιστής!», έχει πει ο Μίκης, το έργο του οποίου είναι γεµάτο εικόνες και οράµατα κοινωνικά και πολιτικά.