Το νησί μας η Ικαρία, έχει αδιαμφισβήτητα ένα πλούσιο και ιδιαίτερης ομορφιάς φυσικό περιβάλλον. Σημαντικό στοιχείο σ αυτό αποτελεί η ύπαρξη του δάσους και των δασικών εν γένει εκτάσεων. Το κυρίαρχο δασοπονικό είδος είναι η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) που σχηματίζει εκτεταμένες συστάδες με υπόροφο από αείφυλλα πλατύφυλλα κυρίως στο κεντρικό και βορειοδυτικό τμήμα του νησιού.Στο ανατολικό τμήμα κυριαρχούν οι δασικές εκτάσεις αειφύλλων πλατυφύλλων.
Η σχέση του Καριώτη με το δάσος τουλάχιστον μέχρι λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν μια σχέση ζωής. Μέσα σ’ αυτό κρύφτηκαν κυνηγημένοι και απειλούμενοι τον αιώνα της αφάνειας, μέσα σ΄αυτό έχτισαν τα σπίτια τους, η ίδια γη φιλοξένησε τις λιγοστές καλλιέργειες τους, μέσα σ’ αυτό τράφηκαν τα ζώα τους και κατ΄ επέκταση εξασφάλιζαν τροφή οι ίδιοι, απ αυτό έπαιρναν τα ξύλα τους είτε για να ζεσταθούν, είτε για να φτιάξουν τα πλεούμενα τους, είτε για να κάνουν κάρβουνα και τόσα άλλα αγαθά που τους πρόσφερε απλόχερα το δάσος. Ευτυχώς τουλάχιστον πριν από τις τελευταίες δεκαετίες ( όπου εντάθηκαν τα φαινόμενα της υπερβόσκησης, των πυρκαγιών, των εκχερσώσεων) η σχέση αυτή ήταν αμφίδρομη. Οι Καριώτες παρά τις ελλιπείς γνώσεις των ανθρώπων της άλλοτε εποχής και χωρίς επιστημονική υποστήριξη αντιμετώπισαν με μεγάλη ευαισθησία και σεβασμό το φυσικό τους περιβάλλον, αναγνώριζαν την αξία του και το προστάτεψαν με κάθε τρόπο. Υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αποφάσεις λαϊκών συνελεύσεων επί Τουρκοκρατίας ακόμα, για την προστασία του δάσους, αλλά και τα χρόνια που το νησί είχε απελευθερωθεί.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και δασικών εκτάσεων του νησιού μας. Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη ως τώρα για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις του νησιού ότι είναι «κοινοτικά» με την έννοια ότι ανήκουν στις κοινότητες και κατ’ επέκταση στο δήμο πρέπει να πούμε ότι αυτό δεν ισχύει. Τα περισσότερα δάση του νησιού σύμφωνα με γνωμοδοτήσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δασών του Υπουργείου Γεωργίας οι οποίες εκδόθηκαν το έτος 1927 και οι οποίες εκδόθηκαν ανά κοινότητα, χαρακτηρίζουν τις εκτάσεις ως διακατεχόμενες από τις κοινότητες. Η μόνη έκταση που εξαιρείται είναι αυτή της πρώην κοινότητας Αγίου Κηρύκου για την οποία εκδόθηκε απόφαση το 1956 και χαρακτηρίζει τα δάση ως ιδιωτικά (κοινοτικά). Ανατρέχοντας στη δασική νομοθεσία για να διευκρινιστεί καλύτερα ο όρος διακατεχόμενα, διαπιστώνουμε ότι τα δάση στη χώρα μας διακρίνονται:
"α) Σε Ιδιωτικά, όπου θεωρούνται τα δάση ,των οποίων η κατοχή τους ανήκει σε ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, όπως π.χ κοινότητες ή δήμοι
β) Σε Δημόσια (αδιαφιλονίκητα Εθνικά), όπου θεωρούνται κατά τεκμήριο όλα τα δάση, για τα οποία δεν έχουν υποβληθεί από ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα, αρμοδίως και εμπροθέσμως. – έστω και αν υπήρχαν,- οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους.
γ) Σε Διακατεχόμενα, τα οποία είναι τα δάση, για τα οποία έχουν υποβληθεί τίτλοι απ’ αυτούς που θεωρούν κυρίους (ιδιοκτήτες) τους εαυτούς τους αλλά αυτοί οι τίτλοι κρίθηκαν μη νόμιμοι ή άκυροι, η δε διακατοχή τους παρέμεινε αναφαίρετος σε όποιον βρισκόταν. Το δάσος δηλαδή είναι διαφιλονικούμενο μεταξύ του ιδιώτη αφ ενός, ο οποίος θεωρεί εαυτόν κύριον, αλλά δεν έχει δικαιωθεί κατά την προσκόμιση των τίτλων του και του Δημοσίου αφ΄ ετέρου, το οποίο με την απόρριψη του τίτλου δεν θεωρεί λελυμένο οριστικώς το ζήτημα της ιδιοκτησίας, και το παραπέμπει στα αρμόδια δικαστήρια, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στον ιδιώτη να ενισχύσει, ει δυνατόν, τις αποδείξεις των αξιώσεων του. Μέχρι τότε, όμως, και οπωσδήποτε υπό την έννοια της προσωρινότητας, η διακατοχή παραμένει σ΄ αυτόν που την έχει."
Επί της ουσίας την κυριότητα των διακατεχόμενων δασών την έχει το Δημόσιο, ενώ την νομή ο διακάτοχος. Κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας της διακατοχής είναι η προσωρινότητα μέχρι της τελειωτικής επίλυσης αυτού του ιδιοκτησιακού ζητήματος. Σύμφωνα πάντα με τη δασική νομοθεσία ορίζεται ότι για κάθε διένεξη ή αμφισβήτηση μεταξύ του Δημοσίου και οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, την ύπαρξη του δικαιώματος του, οφείλει να την αποδείξει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αυτό είναι το λεγόμενο τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου.
Όμως κατ’ εξαίρεση η διάταξη αυτή δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων.
Ετσι λοιπόν στις παραπάνω περιφέρειες για οποιαδήποτε διεκδίκηση εκτάσεως από το Δημόσιο και τρίτους το βάρος της αποδείξεως βαρύνει το ίδιο και τους δύο ενδιαφερόμενους και όχι μόνο τον ιδιώτη.
Επί της ουσίας για την Ικαρία την κυριότητα των δασών την έχει το Δημόσιο , ενώ την νομή ο διακάτοχος ,δηλαδή εν προκειμένω οι πρώην κοινότητες και κατ’ επέκταση ο Δήμος Ικαρίας. Το αρχικό πρόβλημα που προέκυψε από αυτή την ασάφεια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος είναι ότι μέχρι και το 2005 τα διακατεχόμενα δάση του νησιού αντιμετωπίζονταν ως μη δημόσια με την έννοια ότι έμπαιναν στα προγράμματα της μη δημόσιας δασοπονίας, και μ’ αυτό τον τρόπο έγιναν και πολλά έργα στο δασικό χώρο ( δασικοί δρόμοι, υδατοδεξαμενές για πυροπροστασία, πυροφυλάκια κ.λ.π). Από το 2005 όμως φάνηκε ότι τα πράγματα αλλάζουν μιας και οι Δήμοι που είχαν διακατεχόμενα δάση δεν μπορούσαν να είναι δικαιούχοι των προγραμμάτων του ΠΕΠ Β. Αιγαίου. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Ετσι τα δάση του νησιού έμειναν εκτός διαφόρων προγραμμάτων και φυσικά ο δήμος δεν μπορεί να έχει λόγο ως ιδιοκτήτης για οποιαδήποτε επέμβαση αφορά σ’ αυτές τις εκτάσεις. Συμπερασματικά κλείνοντας πρέπει να πούμε ότι το ιδιοκτησιακό αυτό ζήτημα πρέπει να λυθεί σύντομα και ευελπιστούμε ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την επίλυση του.
Ελένη Χρ. Μανώλη
Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος Α.Π.Θ