Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μενέλαος Λουντέμης: “Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”

  -Η Νικαριά είπατε, συμπεθέροι; Να σας το πω εγώ τι είναι. Λοιπόν η Νικαριά είναι η φωτιά, που τη φυσούνε ούλοι οι αέρηδες και κανένας δεν την σβήνει.
-Και γιάντα μωρέ; -Λαουρέ θα πω- και γιάντα δεν τη σβήνει;
-Γιάντα… χε χε χε! γελάει ο γέρο-Λαγουρός. Γιάντα ε; Γιατί η φωτιά, παιδί, εν είναι η Νικαριά. Η φωτιά είναι η ψυχή του Νικαριώτη»
( Μενέλαος Λουντέμης, «Το κρασί των δειλών», εκδ. Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 9)
Oμάδα εξορίστων ετοιμάζει το κοινό συσσίτιο. Kατά τη εποχή του Eμφυλίου, στην Iκαρία οδηγήθηκε μεγάλος αριθμός αριστερών,κομμουνιστών, μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης, για να εμποδιστεί η πιθανή ένταξή τους στον Δημοκρατικό Στρατό. Για τρία χρόνια περίπου, οι εξόριστοι στο νησί ήσαν περισσότεροι από τους κατοίκους.                                                                                                                                                                                                                                             του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού,
negreponte2004@yahoo.gr
      
Στις πρώτες σελίδες του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος “Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα”(1)ο Μενέλαος Λουντέμης το 1949 λιπόσαρκος (2) και σακατεμένος από το ξύλο, βρίσκεται ακόμα εξόριστος στην Ικαρία, περιμένοντας μέρα τη μέρα να τον μπαρκάρουν για τη Μακρόνησο.
1Ξέρω. Το μαξιλάρι σου καίει / Σαν τον μαρτυρικό τροχό. /Το γέμισαν από βραδύς / Οι δήμιοι των ύπνων μας / Με αναμμένα καρφιά / Μα εσύ κοιμήσου. Κοιμήσου. / Έστω κι αν στέκουν από πάνω σου / Με το όπλο “επί σκοπόν” / Και με το δάχτυλο στη σκαντάλη / Δύο διμοιρίες εφιάλτες. / Εσύ κοιμήσου. / Κοιμήσου. / Και στην άκρη του ορίζοντα / Ακούονται οι ρωγμές / Που κάνει η ήλιος / Στα κάστρα της νύχτας. / Μα εσύ κοιμήσου. (Μενέλαος Λουντέμης, Θα ξημερώσει ). (3)
Τα πάθη του ο συγγραφέας τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο: “Εμείς είμαστε ακόμα στην Ικαρία”, θα γράψει χρησιμοποιώντας εμφαντικά το εμείς, για να εντάξει βέβαια το ταπεινό του σαρκίο στην πολυπληθή ομάδα των συνεξόριστων συντρόφων του που έχουν κατακλύσει το νησί (4) και μεταφέρονται “συνοδεία” με τα βαπόρια που πύκνωσαν τα δρομολόγιά τους στη Μακρόνησο.
“Κι είναι Άνοιξη! Ντροπαλά αεράκια μαλώνουν συναμεταξύ τους. Σηκώνουν χνούδια και πουλιά. Και χαρτάκια μ’ ανορθογραφίες: ‘Όσον περί εμέ… βρίσκομαι στα τελευταία μου. Κατά τ’ άλλα… είμαι καλά! Τρομαγμένα ξεμύτισαν φέτος τα μπουμπούκια. Η αγάπη κρυβόταν στις γωνίες και σκέπαζε με την απαλάμη τα φιλιά της. Φέτος δε θάχουμε φρούτα. Τα σκότωσαν όλα πάνω στον ανθό. Μόνο τα πουρνάρια πρασινίζουν άφοβα -άγρια μες στην ασκήμια τους. Αυτά μόνο. Κι οι χωροφύλακες.” (5), που έχουν κατακλύσει το νησί, δούλοι: “που κάποτε γίνονται αφέντες. Κι οι αφέντες που προέρχονται από δούλους είναι σκληρότεροι από τους αφέντες των δούλων” (6).
2Εύδηλος Ικαρίας το 1947. Από αριστερά Σίμος Γεράκης, Χρήστος Μαυρογιώργης, Στέφανος Σαράφης, υπασπιστής του Σαράφη, Πέτρος Ανδριώτης και ο τελευταίος άγνωστος. (Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Μαλαχία).
Ο Μενέλαος Λουντέμης ζώντας ως εξόριστος στην Ικαρία, όλο αυτόν τον καιρό μετά την ήττα του Δεκέμβρη, έχοντας σε πρώτη φάση τις εμπειρίες και τα βιώματα του καταδιωκόμενου και ύστερα του πολιτικού εξόριστου, καταγράφει προσεκτικά τις δραματικές του αναμνήσεις σ’ ένα χειρόγραφο που -για να μη χαθεί- έχει αντιγράψει σε δύο αντίγραφα. Το ένα, προσεκτικά κρυμμένο στο κούφωμα μέσα στο καρφωμένο τακούνι του παπουτσιού του, το κουβαλάει συνέχεια πάνω του, ενώ το άλλο το εμπιστεύεται στην ασπρομάλλα Ζωίτσα, μιαν Ικαριώτισσα που έδινε πολλές φορές τα λιγοστά ραδίκια από τον κήπο της στον Μενέλαο Λουντέμη, τη μόνη του τροφή, “γιατί δεν δέχονταν τίποτ’ άλλο το στομάχι μου” (7).
3Pάχες 1947. Oμάδα εξορίστων και ανάμεσά τους με το ραβδί 0 Mίκης Θεοδωράκης. Ακριβώς πίσω από τον Θεοδωράκη ο Μένιος Τσερώνης. Στην Ικαρία το ίδιο διάστημα βρέθηκαν ως εξόριστοι και ο Λάκης Σιάντας, ο Ρούσος Κούνδουρος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης και πολλοί άλλοι γνωστοί αγωνιστές του ΕΑΜικού κινήματος. Ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Μαχαίρας που αναφέρει πως, όταν το καλοκαίρι του 1948 μεταφέρθηκε από τον Χρυσόστομο στο Μαυράτο της Ικαρίας, βρήκε εκεί τον Μενέλαο Λουντέμη κι έκαναν καθημερινή παρέα “σ’ ένα «θάλαμο» Ποντίων, που είχαν μια λύρα και μας τραγουδούσαν ποντιακά τραγούδια ή μας έλεγαν ποντιακά ανέκδοτα”. (8)
“Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε ‘Συμπόνοια'”, γράφει ο συγγραφέας (9) και συνεχίζει για την παροιμιώδη αλληλεγγύη των Iκαριωτών στους πολιτικούς εξόριστους επισημαίνοντας: «Οι Ικαριώτες… Θυμούμαι πέρσι πούμασταν στο άλλο χωριό, το Mαυράτο. Γη δεν είχε ούτε κείνο… Λίγη αλεσμένη πέτρα όπου φυτεύανε δέκα μαρούλια και πέντε κρεμμύδια. Mα κανένας τους δεν τα γεύτηκε. Όλα τα τάιζαν σ’ εμάς. Tα πετούσαν κρυφά τις νύχτες απ’ τα μεσότοιχα. Mια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία στην πέτρα. Tα πεζούλια απ’ όπου περνούσαμε ήταν στρωμένα με φρεσκοκομμένα σύκα. Tάχαν αφηγμένα στιβίτσες στιβίτσες απάνω στα συκόφυλλα για να τα βρούμε γυρνώντας απ’ τη σκληρή δουλειά. Aλλά τι να πρωτοθυμηθώ; Tο γάλα… Tο κάθε σπίτι είχε από μια κατσικίτσα, κι ένα σωρό παιδιά. Tα παιδιά αυτά από τότε που πήγαμε εμείς χάσανε το γάλα τους. Mας τόδιναν με χίλιες πονηριές για τους αρρώστους μας. Το ξέρανε πως ο Χλαμούτσης ήταν ικανός να τους εκτελέσει επί τόπου αν τους έπιανε. Το ξέρανε. Αλλά δεν έκαναν πίσω» (10).
4Πολιτικοί εξόριστοι της περιοχής Αγ. Κηρύκου Ικαρίας (φωτογραφία του Γ. Καπετάνου στις 5-11-47)
Ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης παραμένει στην Ικαρία μέχρι “το έμπα του Ιούνη” (11). Τότε μεταφέρεται σιδηροδέσμιος από δύο όργανα της τάξεως στο Διοικητήριο του Άη-Κήρυκα, παραδίδεται στον υπομοίραρχο με τα “συνοδευτικά” του έγγραφα και εγκλείεται σ’ ένα γεμάτο από θανατοποινίτες αγωνιστές, βρώμικο και σκοτεινό κελλί “που βράζει σα σκουληκοφωλιά” (12).
Το επόμενο πρωί, απ’ τα χαράματα κιόλας, οδηγείται σ’ ένα βαρυεστημένο καϊκάκι που τον περίμενε υπομονετικά στο αραξοβόλι (13) του. Το μοτόρι σε λίγο βάζει μπρος με κατεύθυνση τον Εύδηλο, για να επιβιβαστεί το βραδάκι με τη συνοδεία του χωροφύλακα Σκουπίδα στο βαπόρι με προορισμό το Λαύριο. Η θαλασσοταραχή, ωστόσο, αναγκάζει τον καπετάνιο ν’ αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο στο Βαθύ της Σάμου, όπου φτάνουν αργά το βράδυ της επόμενης μέρας:
5Στο δρόμο από Καραβόσταμο για Αρέθουσα για το βασανιστικό προσκλητήριο (1949).
Γι’ αυτή του την εμπειρία γράφει χαρακτηριστικά ο σύγγραφέας: “… Το βαπόρι αργά, βουβά, ήρθε και φουντάρησε (14) αντίκρυ από το Λιμεναρχείο. Άδεια ήταν όλη η παραλία. Η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ήλιου. Τα σπίτια όλα μανταλωμένα (15). Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ελεύθερα ήταν εκείνοι που απαγόρευαν την ελεύθερη κυκλοφορία.
Με κατέβασαν σε μια βάρκα μαζί με το φρουρό μου. Το κέφι του Σκουπίδα ήταν μαύρο.
-Τί μας έφεραν εδώ; μουρμούριζε και κυττούσε ολοένα κατά τα βουνά. Τα τηράς (16); μου λέει… όλα τούτα είναι γιομάτα κατσαπλιάδες (17). Μην τους χαίρεσαι. Κλάφτους. Όπου νάναι τελειώνουν τα ψωμιά τους. Στραβωμάρα είχαν και μας έφεραν μες στη μύτη τους; ” (18).
Σε λίγο ο Μενέλος Λουντέμης οδηγείται εξαντλημένος στο κρατητήριο και σπρώχνεται σ’ ένα μπουντρούμι μπουκωμένο (19) βαριά αποφορά από τσιγαρίλες και ποδαρίλες, να περάσει τη νύχτα ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες που έχουν συλληφθεί για μικροπαρανομίες από ένα ανάλγητο στη φτώχεια τους κράτος.
Το πρωί που ξυπνά συναναστρέφεται με τους συγκρατούμενούς του και δέχεται τις περιποιήσεις και μοιράζεται το προσφάι με τον μπαρμπα Θαλή Αληφασκή, έναν γέρο ψαρά που τον έπιασε η αστυνομία ένεκα “αλιείας μετά της δυναμίτιδος” (20). Όταν πέφτει ξανά το σκοτάδι τον βαρύ και τρομαγμένο ύπνο των κρατουμένων διακόπτουν σεισμοί, μπαταριές (21), χαλασμός:
“Στα όπλα! ούρλιαζαν από παντού. Στα όπλα! Συναγερμός. Καλυφθήτε! Πυρ!
Τί έτρεξε; “Το αντάρτικο, λέει, έκανε έφοδο στην πόλη”. Βλακείες. Κάποιος χωροφύλακας θα τρόμαξε ως φαίνεται από τον ίσκιο του κι άρχισε να πυροβολεί. Κι εδώ λοιπόν τα ίδια. Κι έδώ έκανε έφοδο μεσ’ στην ψυχή τους ο φόβος.
Μα ο χαλασμός ωστόσο ήταν τόσος που λες πως έπεσε η πόλη σε χέρια άγριων κουρσάρων που τώρα περνούσαν τον πληθυσμό από σφαγή και λεηλασία. Ποδοβολητά ακούγονταν από παντού, κλαγγές (22), λαχανιάσματα. Φαίνεται πως όλοι, ο στρατός κι η χωροφυλακή, συγκεντρώνονταν για επίθεση. Τώρα θα συντάσσονται για να τρέξουν κατά τα βουνά. Μα… τα ποδοβολητά αντί ν’ ακουστούν στο πλακόστρωτο ακούστηκαν μέσα, στο διάδρομό μας. Και κει -απομείναμε όλοι!- οι μπούκες (23) των ντουφεκιών αντί να στραφούν προς τα έξω στράφηκαν προς τα μέσα και μας σημάδευαν.
-Αλτ!.. να μη σαλέψει κανείς… μας φώναξαν πίσω απ’ τους φεγγίτες. Τα κινητά ουραία (24) ετοιμάστηκαν.
Θα σας καθαρίσουμε όλους!.. ξαναφώναξαν.
Τα χέρια τους δε φαίνονταν για να δούμε αν έτρεμαν αλλά έτρεμαν οι κάννες τους… Έτρεμαν σα να ήσαν κρεμασμένες στον αέρα.
Πέρασε ώρα. Η σάλπιγγα κάποτε βουβάθηκε. Οι κάννες αποσύρθηκαν. Είχε σταματήσει και το τρεμούλιασμα. Έξω βασίλευε πάλι ησυχία. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει. Τα βήματα των χωροφυλάκων σύρθηκαν στο διάδρομο. Σε λίγο ξανάγινε ησυχία. Ξημέρωνε. Απ’ έξω ακούστηκαν να κυλούν κάτι ρόδες. Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν” (25) και μπήκε φρικιαστική, άυπνη από το παραθυρόνι η φάτσα του χωροφύλακα Σκουπίδα, για να οδηγήσει τον Μενέλαο Λουντέμη ως τη σκάλα του βαποριού.
6Πολιτικός εξόριστος φωτογραφίζεται με φόντο τα πλοία της εξορίας προς την Ικαρία.
Το βαπόρι πράγματι ήταν γεμάτο από νέα παιδιά, 20 ως 25 χρονών, που τους πήγαιναν σιδηροδέσμιους για “κατάταξη” στη Μακρόνησο. Ο Μενέλαος Λουντέμης κατέβηκε στο αμπάρι που έβραζε σαν καζάνι, για να υποβληθεί από τους δεσμώτες του, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, στο μαρτύριο της δίψας για καμιά εικοσαριά ώρες, όπως σαδιστικά τους ανακοίνωσε ο ανθυπομοίραρχος, όσο δηλαδή θα διαρκούσε το ταξίδι για το Λαύριο. Από τις διαμαρτυρίες και τα ξεφωνητά οι ναύτες άνοιξαν τα δύο καπάκια και με τη μάνικα από τη θάλασσα άρχισαν έναν άγριο, αλμυρό καταιονισμό (26) που κράτησε ως μισή ώρα.
Αυτή η κτηνώδης αντιμετώπιση των εκτοπιζομένων στη Μακρόνησο αποκαλύπτει στα μάτια του συγγραφέα γυμνό τον σκοπό των δεσμωτών τους:
“Φαίνεται ότι η διαταγή ήταν: ‘Φέρτε τους εξαντλημένους, αποκαμωμένους, αλλά όχι νεκρούς. Από τους νεκρούς δεν αποσπώνται δηλώσεις’. Απουσίαζε λοιπόν κι απ’ αυτήν την πράξη κι η παραμικρή υποψία συμπόνιας. Ο σκοπός τους αποκαλύφθηκε γυμνός στα μάτια μας. Οι σφαίρες τους πέφτανε απάνω μας όχι για να μας εξοντώσουν αλλά να μας αχρηστέψουν. Οι νεκροί μεγαλώνουν μια ιδεολογία, δεν την αχρηστεύουν”(27).
7Χμ… Σε γνωρίζω εγώ εσένα. / Σε ξέρω απ’ έξω κι’ ανακατωτά / Όχι απ’ την “όψη του σπαθιού την τρομερή” / Μα από την όψη τη χοντρή και βρωμερή. / Και μη θαρρείς πως γεννήθηκες σήμερα, / Είσαι πιο παλιός κι’ από το μπιστόλι σου / Κι’ απ’ το καουτσικένιο σου ρόπαλο / Το γεμάτο ξερά αίματα. / Είσαι πιο παλιός κι’ απ’ το μίσος σου / Κι’ απ’ το δικαίωμα ζωής και θανάτου / Πάνω στις ζωές μας. / Επάγγελμά σου το ξύλο. / Καρδιά σου το ξύλο. / Ξύλινος ο κόσμος σου / Ξυλοκοπημένος ο κόσμος σου. / Δεν είσαι αποδώ / Δεν είσαι μόνο εδώ. / Έρχεσαι από παντού. / Απ’ τη Χιλή και το Περναμπούκο / Απ’ το Σικάγο και το Τέξας. / Κι’ απ’ τον κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι / Ζητούν ψωμί. Ενώ / Πρέπει να το ζητιανεύουν. / (Μενέλαος Λουντέμης, Ο φύλαξ άγγελος). (28)
(Φωτογραφία: Μακρόνησος, 1950.  
 Από αριστερά προς τα δεξιά 
ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, 
ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, 
ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, 
ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, 
ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, 
ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, 
ο Γιάννης Ιμβριώτης 
και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς)
.
Το βαπόρι άραξε στο Λαύριο κοντά στα ξημερώματα. Τότε ανέβηκαν όλοι στο κατάστρωμα. Το Μακρονήσι ορθωνόταν αντίκρυ ως πέτρινο φίμωτρο…
Σημειώσεις:
1 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Γ’, Αθήνα 1974.
2 “Τους βλέπεις πώς με κάνανε”, θα πει στον πονόψυχο χωροφύλακα Μπαντούνα, που έρχεται και τον βρίσκει στο αναρρωτήριο. “Από εβδομήντα κιλά δεν μ’ αφήσανε ούτε σαράντα” (βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 20).
3 Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 87.
4 Χιλιάδες άλλοι αγωνιστές της Αριστεράς στάλθηκαν εξόριστοι κατά την περίοδο 1938 – 1954. Το 1946-1949 σ’ αυτό το νησί των 11.000 κατοίκων υπήρχαν 14.000 εξόριστοι! (Βλ. Θ. Λ., Οι εννιά της Νικαριάς. Τιμή στους αλύγιστους της ταξικής πάλης, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 Ιούνη 2015 – 2η έκδοση, σελ. 26)
5 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
6 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 15.
7 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
8 Βλ. Ευάγγελος Μαχαίρας, Ικαρία-Μακρόνησος-Στρατοδικεία. Εξόριστος στην Ικαρία και στη Μακρόνησο, περιοδικό της Εταιρείας Ικαριώτικων Μελετών, τριμηνιαία έκδοση, αριθμ. φύλλου 14, έτος 5ον, σελ. 25.
9 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 23.
10 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 26-27.
11 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 28.
12 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 31.
13 αραξοβόλι το: (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία• αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο.
14 φουντάρω: (εδώ, προφ.) ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.
15 μανταλώνω -ομαι: (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο || (επέκτ.) κλείνω καλά,βκλειδώνω: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα.
16 τηράω: (λαϊκότρ.) βλέπω.
17 κατσαπλιάς ο: (εδώ) υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
18 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 40.
19 μπουντρούμι το: (εδώ παρωχ.) κρατητήριο ή φυλακή.
20 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 43.
21 μπαταριά η: (παρωχ.) ομοβροντία.
22 κλαγγή η: ήχος που ακούγεται, όταν συγκρούονται σιδερένια όπλα, κυρίως ξίφη.
23 μπούκα η: (εδώ) το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου.
24 ουραίος -α -ο: (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
25 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 48-49.
26 καταιονισμός ο: (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους.
27 Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, ο.π., σελ. 52-53.
28 Μενέλαος Λουντέμης, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, σελ. 58-59.
http://agonaskritis.gr/
www.sarantakos.com/liter/lountemis6.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου