Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα αγρόκτημα στο νησί Ικαρία , ζούσε ένα γουρουνάκι που ήταν διαφορετικό από όλα τ' άλλα γουρούνια εκεί γύρω. Ήταν διαφορετικό απ' όλα τ' άλλα γουρούνια γιατί ήταν μπλε. Σχεδόν, μπλε που φωσφορίζει, ας πούμε.
Λοιπόν, το γουρουνάκι, του άρεσε στ' αλήθεια που ήταν μπλε , του άρεσε που ήταν λίγο διαφορετικό, λίγο παράξενο. Ωστόσο, στα άλλα γουρούνια γύρω του δεν τους άρεσε καθόλου. Ζήλευαν και το τρομοκρατούσαν και του έκαναν τη ζωή μαρτύριο... Κι όλος αυτος ο σαματάς εξόργισε τους αγρότες κι έτσι μια νύχτα, την ώρα πού όλα τα γουρούνια είχαν αποκοιμηθεί έξω στα χωράφια, βγήκαν κρυφά και βούτηξαν το μπλε γουρουνάκι και το κουβάλησαν πίσω στο στάβλο και το γουρουνάκι στρίγγλιζε και όλα τ' άλλα γουρούνια το κορόιδευαν...
Και όταν οι αγρότες το κουβάλησαν στο στάβλο, κάναν' αυτό, πήραν έναν μεγάλο κουβά με μια ειδική ροζ μπογιά και βούτηξαν το γουρουνάκι μέσα, ώσπου καλύφθηκε απ' το κεφάλι μέχρι τα νύχια και δεν έμεινε ούτε τόσο δα μπλε, και το κράτησαν ακίνητο μέχρι να στεγνώσει. Και το ειδικό αυτής της ροζ μπογιάς ήταν ότι δεν έβγαινε με τίποτα και με τίποτα δεν βαφόταν από πάνω. Και το μπλε γουρουνάκι έλεγε: (Γουρουνίσια φωνούλα.) "Ω, σε παρακαλώ, Θεέ μου, σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να με κάνουν σαν όλα τα άλλα. Είμαι ευτυχισμένο που είμαι λίγο παράξενο".
Και όταν οι αγρότες το κουβάλησαν στο στάβλο, κάναν' αυτό, πήραν έναν μεγάλο κουβά με μια ειδική ροζ μπογιά και βούτηξαν το γουρουνάκι μέσα, ώσπου καλύφθηκε απ' το κεφάλι μέχρι τα νύχια και δεν έμεινε ούτε τόσο δα μπλε, και το κράτησαν ακίνητο μέχρι να στεγνώσει. Και το ειδικό αυτής της ροζ μπογιάς ήταν ότι δεν έβγαινε με τίποτα και με τίποτα δεν βαφόταν από πάνω. Και το μπλε γουρουνάκι έλεγε: (Γουρουνίσια φωνούλα.) "Ω, σε παρακαλώ, Θεέ μου, σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να με κάνουν σαν όλα τα άλλα. Είμαι ευτυχισμένο που είμαι λίγο παράξενο".
Αλλά ήταν πια πολύ αργά, η μπογιά είχε στεγνώσει και οι αγρότες το στείλαν' πίσω στα χωράφια και όλα τα ροζ γουρούνια το κορόιδευαν και κείνο προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ο Θεός δεν άκουσε τις προσευχές του, κι έπεσε κλαίγοντας να κοιμηθεί κι έκλαιγε κι έκλαιγε, και ούτε τα χιλιάδες δάκρυα του δεν μπόρεσαν να ξεπλύνουν την απαίσια ροζ μπογιά, γιατί δεν έβγαινε με τίποτα και με τίποτα δε βαφόταν από πάνω. Και τελικά το πήρε ο ύπνος.
Όμως την ίδια νύχτα , ενώ όλα τα γουρούνια στα χωράφια είχαν αποκοιμηθεί, κάτι σύννεφα παράξενα, άρχισαν να μαζεύονται από πάνω τους και άρχισε να βρέχει, στην αρχή σιγανά, αλλά μετά δυνάμωνε, όλο και δυνάμωνε.
Ομως αυτή δεν ήταν φυσιολογική βροχή, αυτή ήταν μια πολύ ειδική μπλε βροχή, πηχτή σχεδόν σαν μπογιά και όχι μόνο αυτό, είχε και κάτι άλλο ιδιαίτερο. Δεν έβγαινε με τίποτα, και με τίποτα δε βαφόταν από πάνω.
Και όταν στάματησε η βροχή και ήρθε το πρωί και τα γουρούνια ξύπνησαν, ανακάλυψαν ότι όλα μα όλα είχαν γίνει μπλε. Όλα μα όλα εκτός, φυσικά, από το πρώην μπλε γουρουνάκι, που τώρα ήταν ροζ γουρουνάκι, που πάνω του η παράξενη βροχή δεν είχε πιάσει εξαιτίας της μπογιάς με την οποία το είχαν βάψει οι νωρίτερα οι αγρότες. Και όπως κοιτούσε την παράξενη θάλασσα από μπλε γουρούνια γύρω του, που τα πιο πολλά τους κλαίγαν' σα μωρά, χαμογέλασε και ευχαρίστησε την καλή του τύχη και ευχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήξερε πως ήταν ακόμα και θα ήταν για πάντα, λιγάκι παράξενο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου