Μια φορά γκι’ ένα γκαιρό ήτανε ένας πατέρας και μια μάνα. Τώχανε μεάλο γκαμόμ που εν ηκάνασιν παιδιά. Μια μμέραν ο πατέρας ήλειπεν όξω στα χωράφια. Η μάνα ‘ πόμεινε σπίτιν να μαηρέψει. Το λοιπόν, εκεί που ξεμάτιζεν κουκιά, της ήρτεν να πει. Άχου Παναΐα μου κι’ ας ήταν νάταν παιδιά ικά μου τα κουκιά πούχω στην ποδιά. Έν ηπρόλαεν να τελέψει τη γκουέντα κι’ ούλα τα κουκιά εγινίκασιν παιδιά. Ούλο το σπίτι ήτανε ένα μονοφώνι αφ’ το ταβατούρι που κάνασιν. Εκεά ‘πισπέρα ηποϋρίστην κι’ ο άντρας της. Άμα είδεν μεσ’ στο σπίτι ένα σωρόν παιδιά ησάστισε. Η γυναίκα μαθόν τούπε πως έτσι, αφ’ το μεράκιν της που εν ήκανεν παιδιά της ξέφυγεν ο λόγος κι’ είπε να γίνονταν τα κουκιά παιδιά. Και κείνα μαθόν εγινήκασι. Έναν γκερεμέ ηκλαίασιν και ηφωνάζασι τα παιδιά κι’ ηγυρεύγασιν ψωμί. Και που ο κακοοίρης να μπουκώσει τόσα στόατα. Εκεά ηθύμωσε κι’ ηπήρεν την τσατήρα και τάσφαξεν ούλα.
Μετά λίην ώραν του συνέμπε κι’ είπεν της γυναίκας του:
- «Κρίμας, να η γκρατήσω ένα να τώχομε συντροφιά να μας φυλάει και την απιδιά».
Ά, ηξέχασα να σας πω. Τον γκαιρόν που ξεμάταν τα κουκιά η γυναίκα, της ξέφυγεν το μαχαίρι κι’ ηχάραξεν το πίσω του κουκιού. Άμα ήγινεν παιδίν αυτό το κουκί, φγήκεν κοψοκωλιασμένο. Εν ήταν βαρονούσικο. Την ώρα που σφαζόντανε τα’ αέρφια του, αυτό ηπήεν άθορο, κρυφά-κρυφά κάτ’ αφ’ τη μυλόπλακα του χερόμυλου κι’ ησκεπάστηκε με τη λακανίδα κι’ ηπερίενεν πια τα’ αποϊσόμενο.
Άμα ήκουσε τον πατέρα να λέει πως ήθελε νάμενεν ένα ζωντανό, σηκώνει τη λακανίδα και σαρτέβγει μεσ’ τη μέση. Άμα τώδε τα’ αντρόυνο, ηχαρίκανε κι’ ήμεινε πια παιδίν τους. Επειδής ήτανε κοψοκωλιασμένο, το ‘νοματίσανε από τότες Μισικωλάκι.
Την άλλη μμέρα κιόλας του δώσανε ένα μπιδαυλάκι και το στείλανε να φυλάει την απιδιά. Το Μισικωλάκι ηνέβηκε απά στην απιδιά και ηπιδαύλιζε. Κείνην την ώρα πέρασε μια γρε και τώδε, ύστερις του φώναζε με παρακάλια.
Έ, μισι-Μισικωλάκι
Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι
Να χαρείς το πιδαυλάκι
Το Μισικωλάκι ήκοψεν έναν απίδιν και της τώριξεν κάτω. Η γρε καμώνονταν πως ηπαιδέβγετο να το βρει. Αυτή εν ήτανε γρε, ήτανε μάγισσα κι’ ήθελε να τα’ αρπάξει το Μισικωλάκι και επειδής εν ημπορούσε να σκαρφαλώσει στην απιδιά, ηπολεμούσε να το κάμει να κατέβει και να το φέρει χεροβολιά. Ηγύρισεν πάλιν η γρε κατ’ απάνω του και τούλεε.
Έ, μισι-Μισικωλάκι
Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι
Να χαρείς το πιδαυλάκι
Το κακόοιρον το Μισικωλάκι της ήριξεν κι’ άλλο. Η γρε πάλι το χχαβάν της: «Έν το βρίσκω. Ε καλοβλέπω κι όλας. Κατέβα να μου το βρεις».
Το Μισικωλάκι μ’ ένα σάρτο κατέβηκεν κάτω. Τ’ αρπά η μάγισσα και το μπουζουριάζει στο φυλάκιν της. Ύστερα τ’ ανεκρέμασε στημ πλάτην της κι’ ηπήαινεν σπίτιν της. Άμα ήνοιξεν τη μποριά της αυλής ηφώναζεν της κόρης της:
Άναψε Μαρού το φφούρνο
Και καλό μμεζέ σου φέρνω.
Ήμπε στο σπίτιν της η μάγισσα κι’ ‘πόθεκεν το φυλάκιν απά στημ πεζούλα. Ήβγαλεν από μέσα το Μισικωλάκι και τόβαλε σ’ ένα τσουάλιν κι’ από πάνω τώδεσε. Ύστερις είπεν της κόρης της. Εγώ πααίνω να κάμω κι’ άλλη ββότα. Άμα πυρώσει ο φούρνος να το ρίξεις μέσα το Μισικωλάκι μαζί με το τσουβάλι κι’ άμα γυρίσω νάχεις έτοιμον οφτόν να φάμε. Ήφυεν η μάγισσα κι’ ήμεινεν η κόρη της με το Μισικωλάκι. Άμα ηπύρωσεν ο φούρνος, ηπήεν η κόρη να σηκώσει το Μισικωλάκι αλλά ησκέφτηκε που δεν ήξερε πώς να το ψήσει. Κι’ ήλεε πώς να κάμω να το ψήσω.
Το Μισικωλάκι που τάκουσεν από μέσ’ στο τσουάλι της είπε: βγάλε με από δω μέσα να σου δείξω πώς να με ψήσεις.
Ηπίστεψεν η Μάρω και το λευτέρωσε.
Το Μισικωλάκι ήρχισε να τη δασκαλέβγει. Να έτσι να θα κάμεις και θα με βάλεις μέσ’ το τσουάλι κι’ ήπιασε τη Μάρω και την τσουβάλιασε. Ύστερις θα πιάσεις τους δυό πουγούνους του τσουβαλιού και θα τους δέσεις σφιχτά – και τώλεε και τώκανε. Κι έτσι κατάφερε κι’ έβαλε τη Μάρω με το τσουβάλιγ και την ήριξε με στο φούρνο να ψηθεί. Απώς ηψήθηκε την ήβγαλεν όξω, της ήκοψεν το σηκώτιν και το σέρβιρε στο τραπέζι για να το φάει η μάγισσα. Ύστερις ησηκώθην κι’ ήφυε.
Άμα η ηποϋρίστην η μάγισσα βρήκε το τραπέζι στρωμένο με το σηκώτιν κι’ ήπεσε με τη μούρη και τώφαν. Ηφώναζεν και της Μάρως αλλά δεν απεκούσε.
Ηπήεν κι’ ήψαξε στο κρεβάτιν της και δεν την ήβρε πούμετα. Τότες το κατάλαβεν πως ήφαεν το σηκώτιν της κόρης της. Παίρνει το φυλάκιν της πάλιν και τρέχει και πά στην απιδιά. Είδεν το Μισικωλάκι ανεβασμένο στο δέντρο κι’ ήπαιζεν το πιδαύλιν του και τούλεεν πάλι.
Έ, Μισι-Μισικωλάκι
Ρίξε μου ‘ναν απιδάκι
Να χαρείς το πιδαυλάκι
Το Μισικωλάκι της ήριξεν ένα. Έν το βρίσκω ήλεεν πάλιν η γρέ. Το Μισικωλάκι όμως ηπονηρεύτηκεν πια και έν ηξανακατέαινεν. Ύστερις τούλεεν η μάγισσα. Πες για μπάρε μου πώς να κάμω ν’ ανέβω να κόψω ατή μου.
Να βάλεις πιάτα-πιάτα να πατήσεις και ν’ ανέβεις. Ήβαλλεν πιάτα-πιάτα, ηπήεν να πατήσει, ησπούσαν τα πιάτα, κι’ ήπεφτεν κάτω.
Και πάλιν τούλεε, πώς να κάμω ν’ ανέβω.
Να βάλεις αυγά-αυγά και ν’ ανέβεις. Ησπούσαν και τ’ αυγά κι’ ήπεφτεν πάλι κάτω. Ησπαρούγγωνε η γρέ το θθυμόν της και ηπαρακάλαν πάλι.
Πες μου Μισικωλάκι πώς να κάμω ν’ ανέβω.
Α σου πω τι α κάμεις. Θα πυρώσεις ένα σίδερο στη φωτιά κι’ απέ θα το περάσεις στο μπισινό σσου και θ’ ανέβεις μια χαρά.
Ήκαμεν η μάγισσα κατά που της είπεν, ήβαλεν το πυρομένο σίδερο στο μπισινό της κι’ ηφουρλάτνισε κι’ ηπετάχτην μισοούρανα κι’ ήπεσεν κάτω κι’ ήσκασε. Κι’ έτσι ηγλύτωσεν το Μισικωλάκι κι’ ηπήεν σπίτιν του κι’ ηζήσανε καλά και μεις καλλίτερα..................!(καταγραφή και επιμέλεια Αλέξης Πουλιανός, Ικαριακά Γράμματα,1959 Το Μισοκώλακι ειναι μια παλιά αγαπημένη ιστορία από την Ικαρία Οι Ικαριώτισσες με αυτό το παραμύθι μεγάλωσαν παιδιά και εγγονια μεταφέροντας τους την Ικαριωτικη κουλτούρα Κάθε φορά που την αφηγούνταν προσέθεταν και μια νέα ιστορία πάντα όμως είχαν εναν πρωταγωνιστή τον Μισικωλακι η τον Κοκκινοκωλακι όπως αγαπούσε η μητέρα μου να μου τον αναφέρει
Ο Αλέξης Πουλιανός είχε κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λαογραφική δουλειά στην Ικαρία)
..πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου