Οι
Ικάριοι και όσοι φίλοι έχουν επισκεφτεί την Ικαρία μένουν
ανικανοποίητοι από αυτά που γράφουν οι τουριστικοί οδηγοί μαζικού
τουρισμού, γιατί ξέρουν ότι η Ικαρία δεν είναι απλά ο τόπος αλλά οι
άνθρωποί της και η κοινωνία της. Από την άλλη βλέπουν μια τοπική
κοινωνία να ζει κάτω από το βάρος των πιεστικών
καθημερινών προβλημάτων εργασίας και επιβίωσης, με έντονη εποχικότητα
στην οικονομική ζωή, με μεγάλες ανάγκες στην υγεία στην παιδεία, στις
συγκοινωνίες, με άθλιο οδικό δίκτυο, με έντονη κινητικότητα των
κατοίκων, κυρίως των νέων, προς την Αθήνα.
Η “Ικαρία” για πολλούς είναι μια ιδέα, ένας μύθος, μια κιβωτός, ένας
θησαυρός. Για άλλους είναι ένα μαρτύριο. Κι όμως, όλοι την αγαπούν.
Γιατί;
Η
Ικαρία, είναι μια ψηλή οροσειρά (1040 μ.) ασυνήθιστου μήκους στο κέντρο
του Αιγαίου. Το νησί δεν έχει φυσικό λιμάνι σε αντίθεση με όλα τα
γειτονικά νησιά (Μύκονος, Σάμος, Πάτμος, Φούρνοι, Λειψοί, Αρκοί, Λέρος,
Χίος, Κάλυμνος, Αμοργός) που έχουν όλα εξαιρετικά φυσικά λιμάνια. Ακόμη
και τα λιγοστά απάνεμα μέρη της Ικαρίας που υπήρχαν στην αρχαιότητα, με
τον καιρό προσχώθηκαν (Νας, Καραβόσταμο) ή βυθίστηκαν (Θέρμαι, Οινόη).
Επειδή εκτείνεται από ανατολή σε δύση, προκαλεί πολλούς τοπικούς
καιρούς, σηματοδοτώντας ένα Πέλαγος που καλό θα ήταν να απέφευγε ο κάθε
ναυτικός: Το τρομερό Ικάριο Πέλαγος. Η μυθολογία το υπογράμμισε με τον
καλύτερο τρόπο, με την πτώση του Ίκαρου.
Κανείς δεν μπορούσε να την αγνοήσει σε όλη την
Ιστορία, γιατί η θέση της στο κέντρο του Αιγαίου την κάνει αναγκαστικό
πέρασμα ανατολής-δύσης και βορά-νότου. Πρακτικά, όλα τα εμπορικά και
πολεμικά καράβια της Ιστορίας της Μεσογείου έχουν περάσει από εκεί,
έχουν δει τον σκιερό της όγκο, έχουν νοιώσει τη δύναμη του αέρα της.
Έμενε όμως πάντα άγνωστη. Επιπλέον, δεν παρουσίαζε μεγάλο οικονομικό
ενδιαφέρον. Για τουλάχιστον 2 περιόδους χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας
(Βυζάντιο, 1945-49)
Όπως όλα τα νησιά του Αιγαίου, έτσι και η Ικαρία δεν
συγκρίνεται παρά μόνο με τον εαυτό της. Η Θάσος και η Σαμοθράκη της
μοιάζουν στη βλάστηση αλλά είναι πιο μικρές και “στρογγυλές”. Η Νότια
Εύβοια και η Άνδρος και η Νάξος επίσης της μοιάζουν, κυρίως λόγω του
σχιστόλιθου με τον οποίο χτίζουν μάντρες και σπίτια. Κανένα όμως νησί
δεν είναι επίμηκες (Μάκρις ή Δολίχη είναι δύο άλλα ονόματα της Ικάρου
νήσου), μετρίου μεγέθους και ορεινό όπως η Ικαρία. Η Κάρπαθος, με την
οποία μπορεί κάπως να συγκριθεί, διαφέρει γιατί εκτείνεται από βορά προς
νότο.
Η
Μυθολογία ανάγει την Ικαρία σε σύμβολο των ορίων του νεανικού
ενθουσιασμού αλλά και των ορίων της τεχνολογίας (Δαίδαλος και Ίκαρος).
Εκτός όμως από τον γνωστό αυτό μύθο, η Ικαρία εμφανίζει σημαντικότατες
διασυνδέσεις με το Διόνυσο, το θεό της αμπέλου, του γλεντιού και της
εκτός δημητριακών γονιμότητας. Όσοι γνωρίζουν τη σημερινή Ικαρία, τη
φύση της και τα πανηγύρια της αναγνωρίζουν σε αυτή τον θεό των κισσών,
των δασών-πεύκων (Θύρσοι), των κατσικιών (Πάνας, Σειλινοί), των
αυτοσχέδιων μουσικών και του γλεντιού.
Ο Ιστορικός Θεόκριτος θεωρεί την Ικαρία πατρίδα του θεού Διονύσου.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη 3, 37 κ.ε.) αναφέρει ότι ο
Διόνυσος, από μία ακτή της Ικαρίας ναύλωσε το γνωστό καράβι του μύθου
για να περάσει στη Νάξο.
Ο Ομηρικός Ύμνος 1.1. στον Διόνυσο αναφέρει τόσο το
Δράκανο (Ανατολική Ικαρία) όσο και την Ικαρία των ανέμων ως
φημολογούμενους τόπους καταγωγής του Διονύσου μαζί με τη Νάξο, την
περιοχή του Αλφειού, τη Θήβα και το όρος Νύσσα. Άλλωστε το νησί στην
αρχαιότητα ήταν γνωστό και ως Οινόη.
Η μυθολογία θέλει επίσης τον Ικάριο του αττικού δήμου
Ικαρία ως τον πρώτο άνθρωπο στον οποίο δίδαξε ο Διόνυσος την παραγωγή
κρασιού και τους δούλους του (κατά μία άλλη εκδοχή βοσκούς) τους “πρώτους οινονπίοντες”.
Ο μύθος είναι διδακτικός γιατί, όταν αυτοί μέθυσαν πίνοντας νηστικοί
τον δυνατό άκρατο οίνο του Ικάριου παραφέρθηκαν και τον σκότωσαν.
Εύκολα μπορεί κανείς να συνδέσει τον οίνο του Ικάριου με τον περιώνυμο Πράμνιο Οίνο
της Ικαρίας που ο Όμηρος αναφέρει τόσο στην Ιλιάδα (Λ 635) όσο και στην
Οδύσσεια (Κ 235). Ο γιος του Ασκληπιού (!) θεραπεύεται από ένα φάρμακο
με Πράμνιο Οίνο, αλλά και η μάγισσα Κίρκη τον χρησιμοποιεί για να
παρασκευάζει τον “κυκεώνα”, το ποτό με το οποίο μετέτρεπε,
μεταφορικά φαίνεται, σε ζώα τους ναυαγούς. Ο Αριστοφάνης θέλει τον
άκρατο Πράμνιο Οίνο να διώχνει τα βάσανα (Ιππής 105). Ο Πλάτωνας επίσης
τον μνημονεύει (Πολιτεία 405ε, Ίων 538γ)
Είναι σημαντικό ότι οι αρχαίες αυτές αναφορές
συνδυάζουν τον Πράμνιο Οίνο κατά περίπτωση με κατσικίσιο τυρί, ξανθό
μέλι, αλεύρι, κρεμμύδι. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Πράμνιος Οίνος ήταν
εξίσου δυνατός σε βαθμούς με το σημερινό λιαστό καριώτικο κρασί, που οι
κάτοικοι μέχρι πρόσφατα συνέχιζαν να διατηρούν, μόνοι αυτοί σε όλο το
Αιγαίο, σε πιθάρια, όπως οι αρχαίοι.
Αλλά και ο Θέσπις, ο πρώτος ποιητής τραγωδιών, που
συνδέονται ευθέως με το Διόνυσο, κατάγεται από τον αττικό δήμο Ικαρία,
το σημερινό Διόνυσο της Πεντέλης, δίπλα από τον αρχαίο Δήμο των
Δαιδαλίδων.
Στην
Αρχαία Ικαρία αναπτύσσονται σημαντικές αρχαίες πόλεις, και ο πλούτος
τους φαίνεται από τα ποσά που κατέβαλαν στην Αθηναϊκή συμμαχία οι “Θέρμαι”, περιώνυμες στην αρχαία και ρωμαϊκή εποχή για τα ιαματικά λουτρά τους, και η Οινόη, μεγάλο οινοποιητικό κέντρο του Αιγαίου. Σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιζε και η πόλη του Δρακάνου, στο Ανατολικό άκρο του νησιού. Το μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της Αρχαίας Ικαρίας, ο σημερινός Νας,
στις εκβολές του μεγαλειώδους φαραγγιού της Χάλαρης -τόπου κατοικίας
των Ναϊάδων, φιλοξενούσε το ναό της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, με μικρό αλλά
πολύτιμο λιμάνι στα δυτικά του νησιού. Ο ευμεγέθης αυτός ναός, πάνω σε
οχυρωματικό βάθρο, ήταν σε ευθεία σχέση με τον Ναό της Αρτέμιδος
της Εφέσου και της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στην Αττική, στον άξονα του
εμπορίου ανατολής-δύσης. Η σύνδεση με την μινωική Κρήτη που υπονοεί ο
μύθος του Δαίδαλου αλλά και η ενδεχόμενη σχέση του ναού της Ικαρίας με
την Ταυροπόλο Άρτεμη της Ταυρίδας υποδηλώνουν επίσης το ρόλο της Ικαρίας
στο εμπόριο βορά-νότου, διαμορφώνοντας τελικά ένα δίκτυο εμπορικών
δρόμων και θρησκευτικών κέντρων στο οποίο φαίνεται ότι εντασσόταν
λειτουργικά και η Ικαρία. Μάλιστα, το βουνό της Ικαρίας (Πράμνος) ήταν
βασικό τηλεπικοινωνιακό κέντρο στο σύστημα των φρυκτωριών του Αιγαίου
(αντίστοιχο ρόλο έχει και σήμερα η Ικαρία, στο δίκτυο του ΟΤΕ).
Η
περίοδος που ακολούθησε τη ρωμαϊκή βρήκε την Μεσόγειο να αναπτύσσεται
σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές, με μικρές αυτάρκεις κοινότητες. Το
ίδιο συνέβη στην Ικαρία, αλλά με έναν ιδιότυπο τρόπο. Δεν συγκροτήθηκαν
συνεκτικά χωριά εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Γενικά, αναπτύχθηκαν
διάσπαρτα νοικοκυριά βασισμένα κυρίως σε διευρυμένες οικογένειες. Ήδη
ο Στράβων αναφέρει την Ικαρία ως [σχεδόν] έρημη (Γεωγραφία 10.5.13)
όπου έχουν εναπομείνει λίγοι κάτοικοι (ίδιο, 14.1.19) . Προφανώς είχαν
ήδη αρχίσει, από τον καιρό του Στράβωνα να οργανώνονται τα νοικοκυριά
της αυτάρκειας στην ορεινή ενδοχώρα του νησιού, αφού τα μεγάλα εμπορικά
δίκτυα είχαν ήδη καταρρεύσει. Ο ίδιος ο Στράβων αναφέρει ότι στον καιρό
του η Οινόη και το Δράκανο ήταν μικρές πόλεις, χωρίς την παλιά τους
δόξα.
Οι Ικάριοι έπρεπε να μάθουν να ζουν με αυτάρκεια, σε
επικλινείς πετρώδεις πλαγιές. Νερό υπάρχει πρακτικά παντού στις πλαγιές
για τα κηπευτικά και το ελάχιστο κριτήριο επιβίωσης ήταν τα εργατικά
χέρια της διευρυμένης οικογένειας που μπορούσαν να μετατρέπουν τις
πετρώδεις πλαγιές σε πεζούλες. Με τον καιρό βρήκαν τοπικές ποικιλίες και
τρόπους παραγωγής που να ταιριάζουν στο νησί. Κυρίως όμως έμαθαν να
ζουν λιτά, χωρίς προγραμματισμό και πρόβλεψη, με μεγάλη όμως διάθεση για
ζωή και αλληλοβοήθεια.
Ότι
δεν μπορούσε να γίνει πεζούλες περιφράζονταν με μάντρες και αποτελούσε
το βοσκότοπο. Τα νοικοκυριά που αναπτύσσονταν έπρεπε να είναι απολύτως
αυτάρκη, γιατί δεν υπήρχε πλεόνασμα και οι ανταλλαγές ήταν ελάχιστες.
Έτσι διαμορφώθηκε ένας τύπος αραιής κατοίκησης, με βάση το αξίωμα “σπίτι όσο να χωρείς, γη όση να θωρείς”.
Σήμερα βρίσκει κανείς ίχνη ανθρώπινης παρουσίας παντού στο νησί.
Διαμορφώθηκαν οικιστικοί οικογενειακοί πυρήνες σταθεροί επί αιώνες.
Πολλοί όμως δεν άντεξαν και χάθηκαν. Αν μεγάλωνε η φαμελιά το σπίτι
επεκτεινόταν κατά μήκος, ακολουθώντας το πεζούλι. Σπάνια κατασκεύαζαν
υπόγεια. Το επόμενο νοικοκυριό του οικισμού ήταν εκατοντάδες μέτρα
μακριά ή και χιλιόμετρα. Αυτό το οικιστικό πρότυπο της αραιής
κατοίκησης, εξαιρετικά σπάνιο σε όλο τον ελλαδικό χώρο, δημιούργησε ένα
μοναδικό πρότυπο “αειφόρου διαχείρισης και ανάπτυξης”. Αποδείχθηκε
επιπλέον και άριστος μηχανισμός άμυνας στον καιρό της πειρατείας.
Ποτέ οι Καριώτες δεν άσπριζαν τα σπίτια τους, σε
αντίθεση με τις Κυκλάδες, για να μη φαίνονται από τη θάλασσα και
προκαλέσουν κατακτητές και πειρατές. Δεν έφτιαχναν καμινάδες και φαρδιά
παράθυρα για να μην φαίνεται καπνός και φως. Τέλειο εργαλείο απόκρυψης, ο
ίδιος ο σχιστόλιθος και ο γρανίτης με τον οποίο έχτιζαν, αλλά και η
βλάστηση που φρόντιζαν να υπάρχει μπροστά από το σπίτι. Και είχαν λόγους
να κρύβονται γιατί μόλις απέναντι, στους Φούρνους (Κορσεούς), οι
Κουρσάροι είχαν μια από τις πιο δυνατές εστίες της Ανατολικής Μεσογείου.
Ακόμη και οι Γενοβέζοι που κάποτε έλεγχαν το νησί, αναγκάστηκαν να
αποχωρήσουν κάτω από την πίεση των πειρατών.
Η αφανής-κρυφή ζωή των διάσπαρτων νοικοκυριών, σε
συνδυασμό με τον απρόσιτο και αλίμενο χαρακτήρα του νησιού οδήγησαν, για
άλλη μια φορά μετά τον Στράβωνα, ορισμένους περιηγητές και σύγχρονους
μελετητές στην υπόθεση ότι η Ικαρία είχε ερημωθεί για περίπου έναν αιώνα
την περίοδο των πειρατών. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι γινόταν υλοτομία των
δασών της ενδοχώρας του νησιού, μεταφορά ξυλείας καθώς και ναυπηγικές
εργασίες εμπορικών ή πειρατικών πλοίων. Άλλωστε, αν δεν υπήρχε συνέχεια
πώς ερμηνεύεται η πληθώρα λέξεων αρχαίας ελληνικής προέλευσης που
διασώθηκαν στην καθημερινή γλώσσα των Ικαρίων, η ίδια η Ικαριακή
διάλεκτος αλλά και η διάσωση ορισμένων πανάρχαιων παραγωγικών
δραστηριοτήτων και τελετών; Επομένως, δεν ευσταθεί ότι η Ικαρία είχε
ερημωθεί, έστω και αν σε ορισμένες περιόδους ο πληθυσμός είχε δραστικά
μειωθεί.
Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
κοινωνικές διεργασίες μέσω των οποίων είναι δυνατή η ιστορική συνέχεια
του διάσπαρτου ικαριακού πληθυσμού. Οι όποιοι έποικοι έφταναν στην
Ικαρία από διάφορα μέρη (Μάνη, Πάρος, Αμοργός, Εύβοια, Κρήτη, Χίος, κλπ)
για διάφορους λόγους (βεντέτα, υπερπληθυσμός, κληρονομικό δίκαιο που
δημιουργούσε ακτήμονες, πόλεμοι, συρράξεις, δουλεμπόριο, ναυάγια) αν
ήθελαν να επιβιώσουν, έπρεπε να κάνουν ακριβώς ότι έκαναν και οι
ντόπιοι. Έτσι, το Ικαριακό βουνό αποτέλεσε τον βασικό αφομοιωτικό
παράγοντα των εποίκων, βοηθώντας την συντήρηση μακραίωνων παραδόσεων.
Πράγματι, οι Ικάριοι οφείλουν τη διαμόρφωση της Ικαριακής Συνείδησης στον Αθέρα. Από τον Μύθο του Ικάρου μέχρι την απόρριψη της τουρκοκρατίας (“Συγκούδουνο τ’ αρνί;”),
την απαλλαγή από κάθε λογής κατακτητές, και την Ικαριακή Επανάσταση του
1912, ο Πράμνος-Αθέρας πρωταγωνιστεί και διαμορφώνει την Ικαριακή
ομοψυχία (“ούλοι εμείς εφέντη”), αλλά και έναν λαό που σε όλη την
ιστορική διαδρομή έμεινε ελεύθερος και δεν δοκίμασε ουσιαστικά κανενός
είδους δυναστεία ή σκλαβιά. Αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη από μεσαιωνικά
κείμενα έχουμε την μαρτυρία ότι, παρά την λιτή ζωή, ήταν και ο
μακροβιότερος λαός σε όλο το Αιγαίο, όπως είναι και σήμερα.
Οι οικισμοί πάνω στις πλαγιές διαμόρφωναν δίκτυα και
εντοπιότητες: Περαμαρέ, Μεσαριά, Χωριούδια, Απερίχου, Ράχες, χωριά Β.Δ.
Ικαρίας, Φανάρι. Ένα σημαντικό δίκτυο μονοπατιών αναπτύχθηκε σε όλο το
νησί, από το οποίο σώζονται αξιόλογα τμήματα.
Γεωγραφικοί διαχωρισμοί διαμορφώθηκαν
(Σταβεντικοί-Σοφρανικοί, Ράχες-Μεσαριά-Φανάρι) και προσδιορίστηκαν
χαρακτηριστικοί τόποι (Λαγκάδα, Πέζι, Παπουτσοκρύφτης, Αμάλου, Κάμπα,
Βρουχοί, Αλάμα, Μονοκάμπι, Δοκίμι της Αγάπης, Κάμπος, Αυλάκι, Κακό
Καταβασίδι, Πούντα, Φάρδη, Ξανθή, Μαύρη, Καταφύγι).
Τα τοπωνύμια άνθισαν (Βουτσιδές, Άρης Ποταμός,
Αστάχυ, Φλές, Οξέ, Ίκαρης, Μάραθος, Νας, Χάλαρης, Χαλικάς, Πηγή, Άσπα,
Νέγια, Μύρσανος, Περδίκι, Νεράκι, Αρέθουσα, Καμπί). Οι κάτοικοι έβλεπαν
νεράιδες στα νερά και στις πηγές τις αρχαίες ναϊάδες, που σήμερα τις
λένε Καλομοίρες. Σε πολλές περιπτώσεις ονόματα ή χαρακτηριστικά ανθρώπων
πρωταγωνιστούν: Δάσος του Ράντη, Βαρδαράδες, Γλαρέδο, Ραός του Φούτρα,
Βρακάδες, Κάστρο του Κοσκινά, Κουνιάδοι, Τσουρέδο, Ησυχαστήριο Όσιας
Θεοκτίστης της Λεσβίας, Μονή του Μουντέ, Πάππας.
Ορισμένα παραγωγικά μέρη επίσης σηματοδοτήθηκαν:
Κεραμές (από τον πηλό για κεραμικά), Ξυλοσύρτης (από τα ξύλα για
ναυπήγηση και για καμίνια), Μαντριά, Καραβόσταμο (Καραβιών σταθμός),
Βαώνη (από το Βους και Όνος), Μαγγανίτης (από το ορυχείο μαγγανίου),
Καρκινάγρι (από το κυνήγι καβουριών), Γιάλια (από το αλάτι που
λαμπυρίζει στις λακούβες του βράχου). Άλλα μέρη συνδέθηκαν με τη θάλασσα
και τα σημεία του ορίζοντα (Εύδηλος, Αρμενιστής, Προεσπέρα).
Η διάσπαρτη οίκηση δημιούργησε φυσικά την ανάγκη για
οργανωμένες κοινωνικές συνευρέσεις. Την αφορμή έδιναν τα χοιροσφάγια, τα
Χριστούγεννα, το Πάσχα και οι γιορτές αγίων, γιατί όλοι ήταν εκεί χωρίς
δουλειές, ελεύθεροι να συζητήσουν και να διασκεδάσουν. Μετά τη
λειτουργία ακολουθούσε πανηγύρι με δωρεάν φαΐ για όλους. Εκεί όλοι
χόρευαν και χορεύουν μέχρι σήμερα χωρίς παραγγελιές. Όπως παλιά, έτσι
και σήμερα, στον καριώτικο κυκλικό χορό, ο πρώτος χορευτής ή χορεύτρια
πηγαίνει στο τέλος του χορού για να χορέψει ο επόμενος-η, με τη συνοδεία
βιολιού και λαούτου, μέχρι να χορέψουν όλοι Σήμερα, οι πολιτιστικοί
σύλλογοι των χωριών συνεχίζουν επάξια την παράδοση των πανηγυριών στην
Ικαρία, και πάντα τα έσοδα του πανηγυριού διατίθενται για κάποια ανάγκη
του χωριού. Μάλιστα, ο απολογισμός του πανηγυριού τοιχοκολλιέται στην
πλατεία.
Η
ίδια η καθημερινή ζωή, η επιβίωση, ήταν εξαιρετικά δύσκολη και το κάθε
νοικοκυριό έπρεπε να παράγει από όλα: Κηπευτικά, εσπεριδοειδή, καϊσιές
(με το κουκούτσι μύγδαλο), κτηνοτροφικά προϊόντα (παστρουμά, καθούρα,
κοπανιστή, τουλουμοτύρι), λάδι, κρασί, μέλι, αμύγδαλα, καλαμπόκι,
γάλα, κρέας, ψάρια, ξυλεία. Το πολυδραστήριο Ικαριακό νοικοκυριό
εκτιμούσε ιδιαίτερα ότι η φύση παρήγαγε έτοιμο. Μανιτάρια (Μανήτες),
κούμαρα, σαλιγκάρια (σαλιάταγκες), βατόμουρα, κάθε λογής χόρτα και
βότανα, χαρούπια, μούρα, λούπινα, κάστανα, καρύδια, κολοκάσια. Επίσης,
αξιοποίησε ιδιαίτερα την παραγωγή που προκύπτει χωρίς ιδιαίτερο κόπο
(Χουρμάδα ελιά, μελισσοκομία σε κουβέλια, σύστημα ελεύθερης κτηνοτροφίας
ημιάγριων κατσικιών ειδικής ράτσας μέσα σε φραγμούς, αμολατή
κτηνοτροφία-ξαπολησώνας). Για τα οικόσιτα ζώα μετέφεραν κλαδί από τις
δασικές εκτάσεις.
Η παρουσία πολλών νερών στην Ικαρία πάντα δάσωνε
όποιον αγρό εγκαταλείπονταν. Επίσης, για να μετατραπεί η φύση, να γίνουν
πεζούλες και η άγρια βλάστηση να γίνει καλλιεργούμενη γη έπρεπε να
κοπεί πολλή ξυλεία. Δια μέσου των αιώνων οι Ικάριοι ειδικεύτηκαν στην
παραγωγή κάρβουνου με καμίνια. Ακόμη και σήμερα είναι συνήθως Καριώτικα
τα συνεργεία καρβουνοποιών σε όλη την Ελλάδα. Στα παράλια δεν υπάρχουν
οικισμοί, παρά μόνο μετά το τέλος της πειρατείας. Υπάρχουν μόνο κάποια
κτίσματα για προσωρινή αποθήκευση προϊόντων (κυρίως κάρβουνου) μέχρι την
μεταφορά τους.
Η παρουσία της λιτότητας επί αιώνες υλοποίησε στην Ικαρία την ευαγγελική επίκληση “τον άρτον ημών τον επιούσιον, δος ημίν σήμερον” και η απουσία πρόβλεψης για το αύριο έγινε κοινός τόπος. “Η παντρειά και το Τσουκάλιν θέλ’ ανάγκασιν μεγάλην”
λένε στο νησί, βάζοντας στο ίδιο κριτήριο δυο γεγονότα για τα οποία
πρέπει να προβλέψεις: Την επιλογή συζύγου, και το καθημερινό φαγητό!
Έτσι επέζησαν επί αιώνες και διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο παραγωγικό σύστημα
και μια αταξική αγροτική κοινωνία λιτότητας και αυτάρκειας που
επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές και στα “γονίδια” των
σημερινών Ικαρίων: Η Σεμνότητα, η Περηφάνια (ποτέ δεν υπήρξε στη
διασπορά Ικάριος ζητιάνος) και η Ολιγάρκεια είναι οι βασικές τους
αρετές. Όλοι τους ξέρουν πράους, θυμόσοφους, γλεντζέδες και
καλοπαραιάδες με μοναδική μάλιστα αίσθηση χιούμορ. Δίνουν μεγάλη σημασία
στην ουσία και όχι στον τύπο. Αποφεύγουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο,
παρ’ όλο που συνεχώς αλληλοπειράζονται και σκαρώνουν φάρσες. Αγαπούν
και φροντίζουν ιδιαίτερα τα παιδιά. Η γυναίκα έχει μια εξέχουσα θέση στο
νοικοκυριό και στην κοινωνία, και μια ελευθερία που σπανίζει στην
αγροτική Ελλάδα. Οι γέροντες και οι γριές αντιμετωπίζονται με σεβασμό.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εύστοχη μεσαιωνική περιγραφή (1677) του Γεωργειρήνη, Αρχιεπισκόπου της Σάμου, για τους Καριώτες: “Είναι
πολύ ευχαριστημένοι γιατί εξαιτίας της φτώχειας τους οι Τούρκοι δεν
τους έχουν πειράξει, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν αξίζει τον κόπο να
παρέμβουν, αλλά και αν ήθελαν δεν θα είχαν την ησυχία τους αφού τα έσοδα
που θα είχαν από το νησί δεν θα αρκούσαν για την συντήρηση της
απαιτούμενης ισχυρής φρουράς. Κάποτε [οι ντόπιοι] γκρεμοτσάκισαν έναν
Καδή, απεσταλμένο της Υψηλής Πύλης, και όταν τους συγκέντρωσαν για να
απολογηθούν για το έγκλημά τους αυτοί ομολόγησαν το γεγονός χωρίς να
ονομάσουν κάποιον συγκεκριμένο υπαίτιο. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι,
βλέποντας τους ρακένδυτους, σκέφτηκαν ότι δεν θα υπήρχε ούτε όφελος ούτε
δόξα με την τιμωρία τέτοιων αχρείων, και ότι επειδή η δικαιοσύνη
απαιτούσε ή να τιμωρηθούν όλοι ή κανένας, τους άφησαν άθικτους. Από τότε
κανένας Τούρκος δεν τους ξαναενόχλησε... Κυβερνώνται από προεστούς
δικής τους επιλογής, οι οποίοι συγκεντρώνουν το χαράτσι και φροντίζουν
να το μεταφέρουν στον Αγά της Χίου... Επομένως έχετε την περιγραφή ενός
μικρού νησιού, του φτωχότερου, και όμως του ευτυχέστερου μέσα σε όλο το
Αιγαίο Πέλαγος. Το έδαφος είναι φτωχό, αλλά ο αέρας όλο υγεία. Ο πλούτος
τους είναι ελάχιστος, αλλά η ελευθερία τους τεράστια. Δεν έχουν
πειραχτεί από την τυραννία ενός Τούρκου Αξιωματούχου, ούτε από τις
τρομερές επιδρομές των βάρβαρων και άσπλαχνων πειρατών. Η διατροφή τους
και ο εξοπλισμός τους είναι κάτω από αυτά των κοινών ζητιάνων άλλων
χωρών, και η κατοικία τους είναι παρόμοιας φροντίδας ή κόστους όπως των
αγριμιών των αγρών. Όμως τα κορμιά τους είναι δυνατά και σκληρά, και οι
άνθρωποι γενικά μακροημερεύουν. Ζουν με ελάχιστη πρόβλεψη, ως να μην
πρόκειται να ζήσουν την αυριανή ημέρα, ικανοποιώντας τις παρούσες
ανάγκες της Φύσης. Στην κυριολεξία είναι εφήμεροι, δηλαδή
μεροδούλι-μεροφάι. Έχουν ελάχιστα αλλά δεν ζητούν ποτέ. Η αμάθειά τους
είναι ίση με τη φτώχεια τους και συμβάλει πολύ στο να είναι
ικανοποιημένοι. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν τέτοια
αυτο-εκτίμηση και τέτοια αντίληψη για τα γύρω νησιά ώστε αποφεύγουν να
ανακατευτούν μαζί τους με γάμο. Άρα, μπορούμε να διδαχτούμε, ότι
προσεγγίζουν την Ουσία της Ζωής με τέτοιο τρόπο ώστε οι επιθυμίες τους
έχουν συσταλθεί στο ελάχιστο.”
Η
δύσκολη ζωή των πολυδραστήριων νοικοκυριών δεν άφηνε πολλά περιθώρια
για ελεύθερο χρόνο μέσα στη μέρα. Έτσι, οι Καριώτες, αφού είχαν γυρίσει
από τα μακρινά χωράφια, αμπέλια ή βοσκοτόπια, και αφού είχαν φροντίσει
τα οικόσιτα ζώα, μετά την δύση του ήλιου, μπορούσαν να περπατήσουν από
το σπίτι μέχρι το κέντρο του Οικισμού για να συναναστραφούν, να
διασκεδάσουν, και όταν έγιναν κάποια μαγαζιά, να ψωνίσουν,. Αυτό
συνέβαινε αργά το απόγευμα ή το βράδυ. Με τον καιρό διαμορφώθηκαν
παράξενα ωράρια καταστημάτων, που επιβιώνουν σε ορισμένα ορεινά χωριά
μέχρι σήμερα, αφού οι κάτοικοι συνεχίζουν ακόμη να παλεύουν με χίλιες
δυο δραστηριότητες. Δεν είναι επομένως η ανεμελιά ή η τεμπελιά αλλά
αντίθετα η πολυδραστηριότητα σε συνδυασμό με το οικιστικό πρότυπο της
αραιής κατοίκησης που έχει επιβάλλει αυτά τα ωράρια στην Ικαρία.
Μετά
την περίοδο της Πειρατείας και μέχρι την μικρασιατική καταστροφή, η
Ικαριακή κοινωνία ανοίχτηκε προς τα έξω, αναπτύσσοντας αξιόλογο εμπορικό
ναυτικό και γεωργικές δραστηριότητες στην μικρασιατική ακτή. Οι
γυναίκες συχνά ξενιτεύονταν στα αρχοντικά της Σμύρνης, συνήθως ως τροφοί
και μαγείρισσες. Το 1821 στην απόβαση του Σάμιου επαναστάτη Λυκούργου
Λογοθέτη στην Χίο συμμετείχαν και 300 Ικάριοι υπό τον Μιχάλη Καστανιά.
Το 1835 οι δημογεροντίες των νησιών Ικαρίας, Πάτμου, Καλύμνου και Λέρου
σχημάτισαν την επαρχία της Τετρανήσου που καταργήθηκε το 1869 μετά από
παρέμβαση της Υψηλής Πύλης. Στις 17 Ιουλίου 1912 έγινε η Ικαριακή
Επανάσταση και η Ανεξάρτητη Πολιτεία της Ικαρίας, μέχρι τις 26 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, οπότε και ενώθηκε με την Ελλάδα μετά από λαϊκή συνέλευση στον Εύδηλο.
Μετά το 1922, μαζί με την μετανάστευση στην Αθήνα και
στην Αμερική-Αυστραλία, η δραστηριότητα της καρβουνοποιίας αποτέλεσε
σημαντικό παράγοντα διασποράς των Ικάριων στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σήμερα,
από την Ζάκυνθο, την Πελοπόννησο, μέχρι την Εύβοια, τις Β. Σποράδες, τη
Στερεά Ελλάδα και την Κρήτη συχνά συναντά κανείς Ικάριους γαμπρούς που
είχαν πάει εκεί για να κάνουν καμίνια.
Μέχρι πρόσφατα η Ικαρία είχε διατηρήσει ζωντανό τον
παραδοσιακό τρόπο ζωής της και την κοινωνική συνοχή της. Μια
καταστροφική αποδιάρθρωση άρχισε μεταπολεμικά. Στη δεκαετία του ’60
άνοιξε ο δρόμος που συνδέει τον Άγιο Κήρυκο με τον Εύδηλο και τον
Αρμενιστή-Ράχες και το νησί εξηλεκτρίστηκε. Με το άνοιγμα του δρόμου
έπαψε να χρησιμοποιείται το κεντρικό μονοπάτι και σταμάτησε η
περιμετρική ακτοπλοΐα. Η τοπική κοινωνία της ενδοχώρας, άρχισε να
καταρρέει. Η αποδυνάμωση των νοικοκυριών λόγω προσωρινής ή μόνιμης
μετανάστευσης και η αναπτυξιακή έμφαση στην πρωτεύουσα και στα παράλια
του νησιού έχουν δημιουργήσει, την τελευταία 10ετία μια έντονη
αποδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων. Επιπλέον, η επί 10ετίες κατεύθυνση
των ροών χρηματοδότησης του Νομού περισσότερο προς το νησί της Σάμου
και λιγότερο προς την Ικαρία δημιούργησε σημαντικές αναπτυξιακές
ανεπάρκειες που σήμερα δύσκολα αναπληρώνονται.
Σήμερα
η Ικαρία νοιώθει χαμένη, χωρίς πολιτικό βάρος. Διψάει άκριτα για κάθε
είδους ενδιαφέρον, χωρίς να μπορεί να εξετάσει αν θα είναι θετικό ή
αρνητικό το αποτέλεσμα. Δείχνει σημαντικές αδυναμίες στην τοπική
ενημέρωση και στην εσωτερική ικανότητα διατύπωσης προτάσεων. Αισθάνεται
απροσάρμοστη, επειδή η μεταπολεμική Ελλάδα ευνοεί την αστυφιλία και την
παράκτια ανάπτυξη. Αδυνατεί να δεχθεί ακόμη και αυτά που η ίδια η
κεντρική διοίκηση προσπαθεί να αποκεντρώσει. Το παραδοσιακό
αποκεντρωτικό πρότυπο της ενδοχώρας της Ικαρίας, που ακόμη και σήμερα
δεν έχει καταλυθεί, δεν φαίνεται να χωράει πουθενά, γιατί οι
ιδιαιτερότητές της και οι αναπτυξιακές της δυνατότητες δεν έχουν ακόμη
μελετηθεί και αξιοποιηθεί.
Η Ικαριακή κοινωνία είναι αγχωμένη για τον τρόπο
ανάπτυξής της και καθόλου αισιόδοξη. Παρασύρεται στη δημιουργία μιας
παράκτιας οικιστικής και τουριστικής επέκτασης που πριν ήταν άγνωστη στο
νησί, που επιφέρει σημαντική κοινωνική και παραγωγική διάλυση, που
δημιουργεί περιβαλλοντικά προβλήματα και που επαναλαμβάνει τα λάθη που
έκαναν άλλες νησιώτικες περιοχές στη 10ετία ‘60-70. Βλέπει να έχουν
απελευθερωθεί σημαντικές δυνάμεις ιδιώτευσης και ατομικής αυθαιρεσίας
και παρανομίας που δύσκολα μπορούν να ελέγξουν οι κοινωνικές δυνάμεις
(παράνομη δόμηση, υπερβόσκηση σε κοινοτική γη, ανεξέλεγκτη βόσκηση σε
καλλιέργειες, εμπρησμοί, λαθροϋλοτομία, καταπατήσεις, χασισοκαλλιέργεια,
περιστατικά αυτοδικίας). Δοκιμάζεται από έντονα φυσικά φαινόμενα εξ
αιτίας της κακομεταχείρισης του περιβάλλοντος (αυξανόμενη διάβρωση και
κατολισθήσεις, ξηροποίηση και ερημοποίηση, οικολογική αποσταθεροποίηση).
Και το πιο σημαντικό, βλέπει τη νεολαία να είναι αμήχανη,
κακοεκπαιδευμένη, ανειδίκευτη και άνεργη.
Η
Ικαρία έχει ανάγκη από την πλήρη ανάδειξη και αξιοποίηση των μοναδικών
Λουτροπηγών της και την υιοθέτηση ενός αγροτοτουριστικού-οικοτουριστικού
τύπου ανάπτυξης της ενδοχώρας, βασισμένου πάνω στην τοπική
ιδιοσυγκρασία και στο σημαντικό οικιστικό της απόθεμα. Οι προσπάθειες
πρέπει να στραφούν σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που να δημιουργούν
αργούς και σταθερούς κύκλους συσσώρευσης με όσο το δυνατό περισσότερους
συμμετέχοντες. Ο
παραγόμενος πλούτος πρέπει να μένει και να επενδύεται επιτόπου, να
διαχέεται σε όλη την Ικαρία και να μπορεί να μετατρέπεται σε ποιότητα
περιβάλλοντος.
Τα
συγκριτικά πλεονεκτήματα του νησιού, εκτός από τα ιαματικά νερά και τη
γεωθερμική ενέργεια τους, είναι πολλά. αρκετά ενδημικά είδη, σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης
βιολογικών καλλιεργειών, πολλά αγροτικά είδη τοπικής ονομασίας, μεγάλη
εναλλαγή τοπίου, πολλά νερά που μπορούν να αξιοποιηθούν για ποτιστικές καλλιέργειες
και υδροηλεκτρική ενέργεια, μεγάλη δασοκάλυψη, μεγάλο οικιστικό πλούτο,
σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού
(αεραθλητικός, θρησκευτικός, οικολογικός, εκπαιδευτικός κλπ).
Για
να γίνουν όλα αυτά, όλο και περισσότερο οι ίδιοι οι Ικαάριοι
αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να τονωθεί η κοινωνική συνοχή, η
συλλογικότητα και η δια-ηλικιακή επικοινωνία. Η Ικαρία έχει ανάγκη
οργανωτικής και τεχνικής-επιστημονικής υποστήριξης. Επίσης, πρέπει να
στηριχθεί η επιχειρηματικότητα, να βελτιωθεί η σχέση εκπαίδευσης και
τοπικής ζήτησης για θέσεις εργασίας, να στηριχθεί και αξιοποιηθεί
(μεταποίηση και εμπόριο) η τοπική παραγωγή.
Ίσως σήμερα το κύριο κριτήριο για το μέλλον της
Ικαρίας να αποτελεί το αν η κοινωνία καταφέρει να ελέγξει την
υπερβόσκηση. Η μείωση του αριθμού των ζώων στα επίπεδα φυσικής αντοχής
όπως παλιά, και η αναδιάρθρωση του κυκλώματος κτηνοτροφών με την αποφυγή
χρήσης βαμβακόπιτας που αλλάζει τη συμπεριφορά των κατσικιών, είναι
επιβεβλημένες. Η υπερβόσκηση που είναι ιδιαίτερα απειλητική σε ορισμένες
περιοχές του νησιού (Άγιος Κήρυκος, Δάφνη, Ράχες) αποτελεί φαινόμενο
της τελευταίας 15ετίας, εμπλέκει τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
την τοπική αυτοδιοίκηση (γιατί τα ζώα βόσκουν κυρίως σε κοινοτικές
εκτάσεις με την άδεια των Κοινοτήτων), τη διαθεσιμότητα των κτηνοτρόφων
να ελέγχουν τα ζώα τους και τους καλλιεργητές. Ο έλεγχος της
υπερβόσκησης δεν θα σημαίνει απλά ότι η τοπική κοινωνία λειτουργεί. Θα
έχει μπει η βάση για ρυθμίσεις στις χρήσεις γης και η αποφυγή
ερημοποίησης, με άλλα λόγια “κυκλαδοποίησης” του Ικαριακού τοπίου (από τα φαλακρά τοπία των Κυκλάδων).
Όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι αν η τοπική κοινωνία
δεν επιδιώξει να πετύχει, τώρα, που γίνονται κάποια μεγάλα έργα και
αίρεται η απομόνωση, μια ανάπτυξη που να την αφορά, τότε, στο εγγύς
μέλλον θα συμβιώνει με τη γνωστού τύπου “ανάπτυξη”, αυτή που συνέβη σε
όλα τα γύρω νησιά του Αιγαίου, ήδη προβληματική σήμερα, μόλις μία ή δύο
δεκαετίες από την υλοποίησή της, που θα έχει επισυμβεί στο σώμα της
Ικαρίας, διαταράσσοντας ακόμα περισσότερο την κοινωνική της συνοχή.
Ηλίας Γιαννίρης
Δρ. Πολεοδόμος-Χωροτάκτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου